Γράφει: Βαγγέλης Κολτσίδης
Στο Χιούστον ο 45χρονος Μάικλ Μπέρντεν, μαύρος βετεράνος του στρατού και ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα, δεν έχει καθόλου αποταμιεύσεις στην άκρη και βασίζεται αποκλειστικά τους τελευταίους μήνες στα συσσίτια και σε κουπόνια τροφίμων.
Το ενοίκιο του είναι 729 δολάρια το μήνα και οι λογαριασμοί ξεπερνάνε τα 1.100 δολάρια που λαμβάνει ως αναπηρικό επίδομα λόγω ηλεκτροπληξίας που είχε πάθει κατά τη διάρκεια εργασίας.
Οι περιστασιακές ηλεκτρολογικές δουλειές που έκανε στη γειτονιά, έχουν σταματήσει από την έναρξη της πανδημίας, με αποτέλεσμα να πηγαίνει για ύπνο πεινασμένος μαζί με τα 6 παιδιά του.
Ανήλικα παιδιά που ζουν σε συνθήκες διατροφικής ανασφάλειας έχουν αυξημένες πιθανότητες να αρρωστήσουν, να νοσήσουν από άσθμα ή ψυχικές ασθένειες όπως η κατάθλιψη, ενώ δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και να αποδώσουν ικανοποιητικά στο σχολείο με συνέπειες που τους ακολουθούν για όλη τους τη ζωή, σύμφωνα με την Αμερικανική ακαδημία παιδιάτρων.
Η καταπίεση των μαύρων και Λατίνων σε αριθμούς
Μέσα από μακροχρόνιους, αιματοβαμμένους, μαζικούς αγώνες οι μαύροι πολίτες των ΗΠΑ κατάφεραν να κερδίσουν ίσα νομικά δικαιώματα αλλά, όπως είναι γνωστό και όπως δείχνουν τα στοιχεία από την πλουσιότερη χώρα στον κόσμο, όχι και πραγματικά.
Η κατάσταση για το σύνολο του πληθυσμού στις ΗΠΑ απέχει πολύ από το λεγόμενο «Αμερικάνικο Όνειρο» των περασμένων δεκαετιών με 81 εκατομμύρια πολιτών να αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια, χωρίς πρόσβαση δηλαδή σε επαρκείς και θρεπτικές ποσότητες τροφίμων.
Οι οικογένειες των μαύρων αντιμετωπίζουν σε τριπλάσιο ποσοστό συγκριτικά με τις οικογένειες των λευκών την απειλή του υποσιτισμού τον τελευταίο χρόνο αφήνοντας εκατομμύρια παιδιά, όπως τα παιδιά του Μάικλ Μπέρντεν, χωρίς το απαραίτητο φαγητό.
Η φτώχεια και οι δυσκολίες διαβίωσης αυξήθηκαν από την έναρξη της πανδημίας και έπειτα, καθώς οι ομαδικές απολύσεις και το κλείσιμο των σχολείων επιδείνωσε την καθημερινότητα των ανθρώπων, προπάντων όσων δεν είχαν πρόσβαση σε κρατική βοήθεια (κατά κύριο λόγο μαύροι και Λατίνοι μετανάστες).
Σήμερα στις ΗΠΑ:
- 1 στις 4 οικογένειες μαύρων πεινάνε.
- 1 στις 5 οικογένειες Λατίνων δεν έχουν να φάνε μερικές φορές, ή συχνά κατά την διάρκεια της εβδομάδας
- 1 στις 10 οικογένειες λευκών βρίσκονται αντιμέτωπες με παρόμοια προβλήματα
Οι συνέπειες της πανδημίας διεύρυναν τις μακροχρόνιες οικονομικές και φυλετικές ανισότητες οι οποίες δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ επί της ουσίας.
Το ποσοστό ανεργίας για τους μαύρους Αμερικανούς ήταν το 2019 διπλάσιο από αυτό των λευκών Αμερικανών ενώ μόνο το 10% των Λατινοαμερικανικών οικογενειών έχουν αποταμιεύσεις για να καλύψουν έξοδα μερικών μηνών, ποσοστό το οποίο φτάνει στο 36% για τις οικογένειες λευκών.
«Η επικράτηση της πείνας στις ΗΠΑ είναι μια πολιτική επιλογή. Οι ανισότητες οφείλονται σε πολιτικές αποφάσεις».
δήλωσε στην εφημερίδα Guardian ο Μόλι Άντερσον καθηγητής διατροφικών ερευνών στο πανεπιστήμιο Μίντλμπερι της πολιτείας Βερμόντ.
1 στους 8 Αμερικανούς τρώει λιγότερο για να πληρώνει την ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη σε 50 πολιτείες των ΗΠΑ, διπλάσιο ποσοστό μαύρων Αμερικανών σε σχέση με λευκούς δεν έχει τη δυνατότητα να πληρώσει για υγειονομική περίθαλψη την ώρα που συνολικά 46 εκατομμύρια Αμερικανών πολιτών δηλώνουν ότι δεν μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Το παραπάνω δεν αποτελεί έκπληξη καθώς το Εθνικό Σύστημα Υγείας έχει οικοδομηθεί με βάση τις ανάγκες του ιδιωτικού τομέα σύμφωνα με τα λόγια του κλινικού καρδιολόγου Βίκα Σαϊνί, πρόεδρου στο ίδρυμα Λόουν, το οποίο ερευνά τον τρόπο με τον οποίο οι υψηλές τιμές της ινσουλίνης οδήγησαν σε αύξηση των θανάτων των διαβητικών ασθενών.
Οι τιμές αυξάνονται οι μισθοί μειώνονται
Οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών έχουν αυξηθεί σημαντικά τον τελευταίο χρόνο, παρότι οι μεγαλύτερες αλυσίδες τροφίμων είδαν τα κέρδη τους να αυξάνονται, ενώ την ίδια ώρα η ανεργία ανέβηκε λόγω της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία.
Στον αντίποδα της αύξησης της φτώχειας, οι εταιρείες που ασχολούνται με τη διατροφή (ανάμεσα σε άλλες) βλέπουν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται. Για παράδειγμα, τα έσοδα της εταιρείας Cargill έφθασαν τα 113,5 δισ. δολάρια, της ADM τα 64,65 δισ. δολάρια και της πολυεθνικής τροφίμων Nestle σημείωσαν αύξηση 3,5% φτάνοντας τα 63,8 δισ. δολάρια. Έτσι οι οικονομικές ανισότητες παίρνουν νέα ώθηση.
Το πλουσιότερο 10% των Αμερικανών κατέχει το 78% του εθνικού πλούτου αποδεικνύοντας στην πράξη ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μηχανή ευημερίας για όλους αλλά μόνο για ελάχιστους, για την πλειοψηφία αποτελεί ένα σύστημα κοινωνικής αδικίας, οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας.
Ακόμα και σε περιόδους γενικής οικονομικής ανάπτυξης στις ΗΠΑ οι φυλετικές ανισότητες παρέμειναν υπαρκτές καθώς και ένα ευρύ φάσμα από δείκτες φτώχειας, όπως το χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής, την ώρα που 35 εκατομμύρια πολίτες το 2019 βασίζονταν σε φιλανθρωπικές οργανώσεις τροφίμων για την καθημερινή διασφάλιση της διατροφής τους. Η κατάσταση γίνεται πολύ χειρότερη σε συνθήκες κρίσης όπως αυτή που διανύουν οι ΗΠΑ και ο πλανήτης αυτή την εποχή.
Γι’ αυτό και δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε περισσότερο με τις δηλώσεις του Πολ Τέιλορ, εκτελεστικού διευθυντή της οργάνωσης FoodShare με έδρα το Τορόντο, στην εφημερίδα Guardian ο οποίος μεταξύ άλλων είπε:
«Η επισιτιστική ανασφάλεια είναι πολιτική επιλογή, 100%. Θα μπορούσε να μπει στα βιβλία της ιστορίας αν οι κυβερνήσεις αποφάσιζαν να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια και την επισιτιστική ανασφάλεια, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν ανατρέψουμε τον καπιταλισμό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.