Tου Γιώργου Λυγουριώτη
Τον Γενάρη του 1923 η γερμανική κυβέρνηση κήρυξε στάση πληρωμών. Σε απάντηση τα γαλλικά στρατεύματα εισβάλανε στην βιομηχανική περιοχή του Ρουρ την οποία και θέσανε υπό κατοχή. Η Γερμανία έχασε έτσι την «καρδιά» της βιομηχανίας της.
Σαν αποτέλεσμα κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας συνεχίστηκε με ακόμα γοργότερους ρυθμούς. Τον Ιούλιο του 1923 η ισοτιμία του δολαρίου απέναντι στο μάρκο έφθασε τα 160.000 μάρκα και τον Αύγουστο το 1.000.000. Τον Νοέμβριο έπεσε ακόμη πιο κάτω και αντιστοιχούσαν 4.000.000 μάρκα στο δολάριο.
Η χώρα ήταν αντιμέτωπη με το χάος. Οι αποταμιεύσεις των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων εξανεμίστηκαν – πράγμα που ειδικά για τα μικροαστικά στρώματα που είχαν κάποιες σεβαστές αποταμιεύσεις αποτελούσε καταστροφή. Η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη.
Η οικονομική και πολιτική αστάθεια σε συνδυασμό με τη μαζική απογοήτευση από τις προδοσίες του SPD και τα τραγικά ελλείμματα και λάθη του νεοϊδρυθέντος Κομμουνιστικού Κόμματος έσπρωχναν σημαντικά τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων στο να βλέπουν με συμπάθεια και να ελπίζουν στο νεοϊδρυθέν κόμμα του Χίτλερ.
Εκείνη τη περίοδο ο Χίτλερ ζούσε στη Βαυαρία και ήταν επικεφαλής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο τότε απαριθμούσε 55.000 μέλη.
Οι μπυραρίες στις μεγαλύτερες πόλεις της νότιας Γερμανίας εκτός από μέρη κατανάλωσης μπύρας, αποτελούσαν επίσης μέρη ανταλλαγής πολιτικών απόψεων και πολιτικών συγκεντρώσεων.
Ακολουθώντας αυτή την παράδοση ο Χίτλερ, γύρναγε στις μπυραρίες βγάζοντας λόγους και αποδίδοντας την ήττα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην προδοσία των πολιτικών, στις ταξικές διαμάχες που ρήμαζαν τη χώρα και στη δημοκρατία που τις επέτρεπε.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1923 ανακοίνωσε μια σειρά διαδηλώσεων για τις επόμενες μέρες, στις οποίες θα έπαιρναν μέρος και άλλες ακροδεξιές οργανώσεις της Βαυαρίας.
Ο σκοπός του ήταν να καταλάβουν την εξουσία πρώτα στο Μόναχο και στη συνέχεια να βαδίσουν κατά του Βερολίνου, αντιγράφοντας τη Μεγάλη Πορεία του Μουσολίνι προς της Ρώμη περίπου ένα χρόνο πριν (Οκτώρη 1921).
Για να διασφαλίσει την υποστήριξη του γερμανικού στρατού στο επερχόμενο πραξικόπημα, πήρε με το μέρος του τον στρατιωτικό ηγέτη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατηγό Έριχ Λούντεντορφ. Ο Χίτλερ έχοντας ετοιμάσει τις κινήσεις του, περίμενε πότε θα του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του.
Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923 σε μια μπιραρία του Μονάχου την «Μπιργκερμπροϊκέλερ» είχαν συγκεντρωθεί 3.000 επιχειρηματίες, μαζί με σχεδόν όλα τα μέλη της Βαυαρικής Κυβέρνησης, προκειμένου να ακούσουν την ομιλία του επικεφαλής της Βαυαρικής κυβέρνησης Γκούσταφ φον Καρ. Ανάμεσα στους παρευρισκομένους ήταν σχεδόν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο του κρατιδίου.
Στις 8:30 το βράδυ ο Χίτλερ μαζί με 600 μέλη του κόμματός τους εισβάλει στη μπυραρία. Με ένα πιστόλι στο χέρι, πυροβολεί προς την οροφή, ανεβαίνει σε μια καρέκλα και κραυγάζει: «Η εθνική επανάσταση βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι κυβερνήσεις Βαυαρίας και Βερολίνου κατέρρευσαν. Σε λίγη ώρα θα σχηματίσουμε τη δική μας κυβέρνηση». Στο πλευρό του Χίτλερ στέκονταν ο Χέρμαν Γκέριγκ, ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ο Ρούντολφ Ες, ηγετικά στελέχη του Ναζισμού τα επόμενα χρόνια.
Στη συνέχεια, ο Χίτλερ κλείδωσε σ’ ένα δωμάτιο τον Γκούσταφ φον Καρ, μαζί με τον Αρχηγό του Βαυαρικού Στρατού Ότο φον Λόσοβ και τον Αρχηγό της Αστυνομίας Χανς φον Λόσοβ, και υπό την απειλή των όπλων απείλησε ότι αν δεν ενωθούν με τους πραξικοπηματίες θα τους εκτελέσει.
Ταυτόχρονα, ο στρατηγός Λούντεντορφ έφτασε στη μπιραρία και αποδέχτηκε τη θέση του Αρχηγού του Γερμανικού Στρατού. Ο Ερνστ Ρεμ, ηγέτης των SA, κατέλαβε το Υπουργείο Πολέμου, ενώ ο Ρούντολφ Ες κατέστρωνε το σχέδιο σύλληψης των αριστερών ηγετών της Βαυαρίας και των Εβραίων.
Η προσπάθεια κατάληψης στρατώνων της Αστυνομίας και του Στρατού όμως απέτυχε.
Έτσι όταν την επόμενη μέρα, στις 9 Νοέμβρη, ο Χίτλερ μαζί με τον Λούντεντορφ και 3.000 ένοπλα μέλη του Ναζιστικού κόμματος πραγματοποίησαν πορεία στους δρόμους του Μονάχου προκειμένου να ενωθούν με τις δυνάμεις του Ρεμ που είχαν καταλάβει το Υπουργείο Πολέμου, βρήκαν απέναντί τους ένοπλα τμήματα πιστά στην κυβέρνηση. Στην πλατεία Οντεόν αστυνομικές δυνάμεις είχαν κλείσει το δρόμο και ακολούθησε σύγκρουση με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 16 Ναζί. Το πραξικόπημα κατέρρευσε.
Στις 12 Νοεμβρίου ο Χίτλερ συλλαμβάνεται και μαζί με τους άλλους Ναζί παραπέμφθηκε σε δίκη. Η κατηγορία ήταν αυτή της εσχάτης προδοσίας για την οποία προβλεπόταν η θανατική ποινή. Η δίκη, που ξεκίνησε στις 26 Φεβρουαρίου 1924, εξελίχθηκε σε παρωδία: το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο προδοσίας αλλά η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν 5 χρόνια φυλάκιση! Ανάλογες ήταν οι ποινές των υπολοίπων μελών του ναζιστικού κόμματος που δικάστηκαν μαζί του.
Ο Χίτλερ οδηγήθηκε στην φυλακή του Λάντσμπεργκ αμ Λεχ και η ποινή του από 5 χρόνια φυλάκιση μετατράπηκε σε 8 μήνες και πρόστιμο 500 μάρκα.
Η ποινή-χάδι που τελικά επιβλήθηκε στον Χίτλερ και τους συνεργούς του είχε τραγικές συνέπειες για τη Γερμανία, την Ευρώπη και τον πλανήτη. Στην πραγματικότητα έδειχνε πως η γερμανική άρχουσα τάξη είχε αρχίσει να βλέπει τον Χίτλερ σαν το μελλοντικό «στιβαρό» χέρι που θα έβαζε «τάξη στο χάος», διασφαλίζοντας τα δικά της συμφέροντα απέναντι στους ανταγωνιστές της στο εξωτερικό και απέναντι στην γερμανική εργατική τάξη που επέμενε να διεκδικεί και να αγωνίζεται.
Έτσι άνοιξε τον δρόμο στη γιγάντωση του Ναζιστικού κινήματος και στο αιματοκύλισμα ολόκληρων λαών.
Στις 8-9 Νοέμβρη του 1923 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα (Ναζί) με επικεφαλής τον Χίτλερ προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία με πραξικόπημα στην πόλη του Μονάχου. Η απόπειρα αυτή έμεινε γνωστή ως το «πραξικόπημα της μπυραρίας».
Λίγο καιρό πριν (10 Γενάρη 1920) είχε υπογραφεί και επικυρωθεί η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ήταν η συνθήκη «ειρήνης» που τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στην συμμαχία Γαλλίας, Μ. Βρετανίας και ΗΠΑ και τη γερμανική αυτοκρατορία. Με βάση αυτή τη συνθήκη η Γερμανία είχε υποχρεωθεί να αποδεχθεί την ολοκληρωτική ευθύνη για την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και να πληρώσει εξωπραγματικές αποζημιώσεις.
Η Γαλλία και η Μ. Βρετανία επέβαλαν στην ηττημένη και οικονομικά κατεστραμμένη Γερμανία να καταβάλει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις που ανέρχονταν στα 33 δις δολάρια. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ανάμεσα σ’ άλλα, την εκτίναξη του πληθωρισμού στην γερμανική οικονομία. Η αξία του γερμανικού μάρκου κατέρρευσε, αφού μέχρι τη Συνθήκη 1 δολάριο ισοδυναμούσε με 4 μάρκα ενώ μετά η ισοτιμία έφθασε το 1 δολάριο σε 75 μάρκα για να πέσει το 1922 στο 1 δολάριο σε 400 μάρκα. Αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης ήταν η κυβέρνηση συνασπισμού του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) και των Φιλελευθέρων να καταρρεύσει. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο εφοπλιστής Βίλχελμ Κούνο.Λίγο καιρό πριν (10 Γενάρη 1920) είχε υπογραφεί και επικυρωθεί η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ήταν η συνθήκη «ειρήνης» που τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανάμεσα στην συμμαχία Γαλλίας, Μ. Βρετανίας και ΗΠΑ και τη γερμανική αυτοκρατορία. Με βάση αυτή τη συνθήκη η Γερμανία είχε υποχρεωθεί να αποδεχθεί την ολοκληρωτική ευθύνη για την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και να πληρώσει εξωπραγματικές αποζημιώσεις.
Τον Γενάρη του 1923 η γερμανική κυβέρνηση κήρυξε στάση πληρωμών. Σε απάντηση τα γαλλικά στρατεύματα εισβάλανε στην βιομηχανική περιοχή του Ρουρ την οποία και θέσανε υπό κατοχή. Η Γερμανία έχασε έτσι την «καρδιά» της βιομηχανίας της.
Σαν αποτέλεσμα κατάρρευση της γερμανικής οικονομίας συνεχίστηκε με ακόμα γοργότερους ρυθμούς. Τον Ιούλιο του 1923 η ισοτιμία του δολαρίου απέναντι στο μάρκο έφθασε τα 160.000 μάρκα και τον Αύγουστο το 1.000.000. Τον Νοέμβριο έπεσε ακόμη πιο κάτω και αντιστοιχούσαν 4.000.000 μάρκα στο δολάριο.
Η χώρα ήταν αντιμέτωπη με το χάος. Οι αποταμιεύσεις των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων εξανεμίστηκαν – πράγμα που ειδικά για τα μικροαστικά στρώματα που είχαν κάποιες σεβαστές αποταμιεύσεις αποτελούσε καταστροφή. Η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη.
Η οικονομική και πολιτική αστάθεια σε συνδυασμό με τη μαζική απογοήτευση από τις προδοσίες του SPD και τα τραγικά ελλείμματα και λάθη του νεοϊδρυθέντος Κομμουνιστικού Κόμματος έσπρωχναν σημαντικά τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων στο να βλέπουν με συμπάθεια και να ελπίζουν στο νεοϊδρυθέν κόμμα του Χίτλερ.
Εκείνη τη περίοδο ο Χίτλερ ζούσε στη Βαυαρία και ήταν επικεφαλής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο τότε απαριθμούσε 55.000 μέλη.
Οι μπυραρίες στις μεγαλύτερες πόλεις της νότιας Γερμανίας εκτός από μέρη κατανάλωσης μπύρας, αποτελούσαν επίσης μέρη ανταλλαγής πολιτικών απόψεων και πολιτικών συγκεντρώσεων.
Ακολουθώντας αυτή την παράδοση ο Χίτλερ, γύρναγε στις μπυραρίες βγάζοντας λόγους και αποδίδοντας την ήττα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην προδοσία των πολιτικών, στις ταξικές διαμάχες που ρήμαζαν τη χώρα και στη δημοκρατία που τις επέτρεπε.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1923 ανακοίνωσε μια σειρά διαδηλώσεων για τις επόμενες μέρες, στις οποίες θα έπαιρναν μέρος και άλλες ακροδεξιές οργανώσεις της Βαυαρίας.
Ο σκοπός του ήταν να καταλάβουν την εξουσία πρώτα στο Μόναχο και στη συνέχεια να βαδίσουν κατά του Βερολίνου, αντιγράφοντας τη Μεγάλη Πορεία του Μουσολίνι προς της Ρώμη περίπου ένα χρόνο πριν (Οκτώρη 1921).
Για να διασφαλίσει την υποστήριξη του γερμανικού στρατού στο επερχόμενο πραξικόπημα, πήρε με το μέρος του τον στρατιωτικό ηγέτη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στρατηγό Έριχ Λούντεντορφ. Ο Χίτλερ έχοντας ετοιμάσει τις κινήσεις του, περίμενε πότε θα του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του.
Το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου 1923 σε μια μπιραρία του Μονάχου την «Μπιργκερμπροϊκέλερ» είχαν συγκεντρωθεί 3.000 επιχειρηματίες, μαζί με σχεδόν όλα τα μέλη της Βαυαρικής Κυβέρνησης, προκειμένου να ακούσουν την ομιλία του επικεφαλής της Βαυαρικής κυβέρνησης Γκούσταφ φον Καρ. Ανάμεσα στους παρευρισκομένους ήταν σχεδόν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο του κρατιδίου.
Στις 8:30 το βράδυ ο Χίτλερ μαζί με 600 μέλη του κόμματός τους εισβάλει στη μπυραρία. Με ένα πιστόλι στο χέρι, πυροβολεί προς την οροφή, ανεβαίνει σε μια καρέκλα και κραυγάζει: «Η εθνική επανάσταση βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι κυβερνήσεις Βαυαρίας και Βερολίνου κατέρρευσαν. Σε λίγη ώρα θα σχηματίσουμε τη δική μας κυβέρνηση». Στο πλευρό του Χίτλερ στέκονταν ο Χέρμαν Γκέριγκ, ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και ο Ρούντολφ Ες, ηγετικά στελέχη του Ναζισμού τα επόμενα χρόνια.
Στη συνέχεια, ο Χίτλερ κλείδωσε σ’ ένα δωμάτιο τον Γκούσταφ φον Καρ, μαζί με τον Αρχηγό του Βαυαρικού Στρατού Ότο φον Λόσοβ και τον Αρχηγό της Αστυνομίας Χανς φον Λόσοβ, και υπό την απειλή των όπλων απείλησε ότι αν δεν ενωθούν με τους πραξικοπηματίες θα τους εκτελέσει.
Ταυτόχρονα, ο στρατηγός Λούντεντορφ έφτασε στη μπιραρία και αποδέχτηκε τη θέση του Αρχηγού του Γερμανικού Στρατού. Ο Ερνστ Ρεμ, ηγέτης των SA, κατέλαβε το Υπουργείο Πολέμου, ενώ ο Ρούντολφ Ες κατέστρωνε το σχέδιο σύλληψης των αριστερών ηγετών της Βαυαρίας και των Εβραίων.
Η προσπάθεια κατάληψης στρατώνων της Αστυνομίας και του Στρατού όμως απέτυχε.
Έτσι όταν την επόμενη μέρα, στις 9 Νοέμβρη, ο Χίτλερ μαζί με τον Λούντεντορφ και 3.000 ένοπλα μέλη του Ναζιστικού κόμματος πραγματοποίησαν πορεία στους δρόμους του Μονάχου προκειμένου να ενωθούν με τις δυνάμεις του Ρεμ που είχαν καταλάβει το Υπουργείο Πολέμου, βρήκαν απέναντί τους ένοπλα τμήματα πιστά στην κυβέρνηση. Στην πλατεία Οντεόν αστυνομικές δυνάμεις είχαν κλείσει το δρόμο και ακολούθησε σύγκρουση με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 16 Ναζί. Το πραξικόπημα κατέρρευσε.
Στις 12 Νοεμβρίου ο Χίτλερ συλλαμβάνεται και μαζί με τους άλλους Ναζί παραπέμφθηκε σε δίκη. Η κατηγορία ήταν αυτή της εσχάτης προδοσίας για την οποία προβλεπόταν η θανατική ποινή. Η δίκη, που ξεκίνησε στις 26 Φεβρουαρίου 1924, εξελίχθηκε σε παρωδία: το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο προδοσίας αλλά η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν 5 χρόνια φυλάκιση! Ανάλογες ήταν οι ποινές των υπολοίπων μελών του ναζιστικού κόμματος που δικάστηκαν μαζί του.
Ο Χίτλερ οδηγήθηκε στην φυλακή του Λάντσμπεργκ αμ Λεχ και η ποινή του από 5 χρόνια φυλάκιση μετατράπηκε σε 8 μήνες και πρόστιμο 500 μάρκα.
Η ποινή-χάδι που τελικά επιβλήθηκε στον Χίτλερ και τους συνεργούς του είχε τραγικές συνέπειες για τη Γερμανία, την Ευρώπη και τον πλανήτη. Στην πραγματικότητα έδειχνε πως η γερμανική άρχουσα τάξη είχε αρχίσει να βλέπει τον Χίτλερ σαν το μελλοντικό «στιβαρό» χέρι που θα έβαζε «τάξη στο χάος», διασφαλίζοντας τα δικά της συμφέροντα απέναντι στους ανταγωνιστές της στο εξωτερικό και απέναντι στην γερμανική εργατική τάξη που επέμενε να διεκδικεί και να αγωνίζεται.
Έτσι άνοιξε τον δρόμο στη γιγάντωση του Ναζιστικού κινήματος και στο αιματοκύλισμα ολόκληρων λαών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.