Του Νίκου Αναστασιάδη
Τι περιλαμβάνει η συμφωνία
Το κοινό ανακοινωθέν του πρωθυπουργού με τον αρχιεπίσκοπο περιλαμβάνει 15 σημεία, η ουσία όμως βρίσκεται σε δύο, συν ένα τρίτο:
Οι κληρικοί δε θα θεωρούνται πια δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά το κράτος θα επιδοτεί την Εκκλησία ετήσια με ποσό αντίστοιχο των μισθών τους, και θα τους πληρώνει αυτή. Εδώ στην ουσία γίνεται μια τυπική αλλαγή μεν, αφού το κράτος στην ουσία θα συνεχίζει να πληρώνει τους μισθούς των κληρικών. Η αλλαγή αυτή όμως επιτρέπει από τη μια στην κυβέρνηση να μιλάει για πιθανές νέες προσλήψεις 10.000 δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2030, ενώ από την άλλη επιτρέπει στην ηγεσία της Eκκλησίας να εφαρμόσει τους δικούς της εργασιακούς κανόνες στους κατώτερους κληρικούς, και άρα να μπορεί να τους «ελέγχει» καλύτερα.
Ιδρύεται Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, στο οποίο θα ενταχθούν τα ακίνητα για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση μεταξύ κράτους και εκκλησίας για το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Τα έσοδα από αυτό το ταμείο θα μοιράζονται 50-50 ανάμεσα στους «συνεταίρους». Με αυτό τον τρόπο στην ουσία το κράτος παραιτείται από τη διεκδίκηση ακίνητης περιουσίας που ισχυρίζεται η Eκκλησία ότι της ανήκει (τις περισσότερες φορές με βυζαντινά χρυσόβουλα και σουλτανικά φιρμάνια…) και ντε φάκτο αναγνωρίζεται συνιδιοκτησία.
Το τρίτο σημαντικό κομμάτι, που δεν περιλαμβάνεται στη συμφωνία, αλλά το ανέφερε χαρακτηριστικά στις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση ο Ιερώνυμος, που σημαίνει ότι εμμέσως πλην σαφώς ήταν κομμάτι της συμφωνίας, είναι ότι στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται ότι δεν θα προτείνει την αλλαγή του προοιμίου του Συντάγματος που γίνεται επίκληση «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» ενώ δεν θα προτείνει και ουσιαστική αλλαγή του άρθρου 3 που ορίζει την ορθόδοξη θρησκεία ως «επικρατούσα» στην Ελλάδα. Η διατήρηση αυτών των αναφορών έχει τεράστια συμβολική σημασία και στην ουσία κάνει κάθε συζήτηση για «διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας» να ακούγεται αστεία.
Όπως και σε όλα τα «κοινωνικά» ζητήματα, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ αναγγέλλει μια «μεταρρύθμιση», μετά το «μισό βήμα μπρoς» που εμφανίζεται επικοινωνιακά προκύπτει πάντα το ερώτημα «πόσα βήματα πίσω».
Έτσι αυτές τις μέρες παρουσιάστηκε μια «συμφωνία», που αργότερα δηλώθηκε ότι είναι περισσότερο «δήλωση πρόθεσης», που ανακοινώθηκε με τυμπανοκρουσίες ότι πρόκειται για «ιστορική παρέμβαση» στην κατεύθυνση του διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας. Τις λεπτομέρειες της συμφωνίας αυτής θα τις δούμε όταν καταλήξει και κατατεθεί η σχετική νομοθετική ρύθμιση. Η πρώτη εικόνα πάντως είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποχώρησε σε όλα τα μεγάλα θέματα του διαχωρισμού, μόνο και μόνο για να πετύχει κάποιες ρυθμίσεις που θα επιτρέψουν σε κυβέρνηση και εκκλησία να κάνουν μπίζνες από κοινού.
Έτσι αυτές τις μέρες παρουσιάστηκε μια «συμφωνία», που αργότερα δηλώθηκε ότι είναι περισσότερο «δήλωση πρόθεσης», που ανακοινώθηκε με τυμπανοκρουσίες ότι πρόκειται για «ιστορική παρέμβαση» στην κατεύθυνση του διαχωρισμού κράτους – εκκλησίας. Τις λεπτομέρειες της συμφωνίας αυτής θα τις δούμε όταν καταλήξει και κατατεθεί η σχετική νομοθετική ρύθμιση. Η πρώτη εικόνα πάντως είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποχώρησε σε όλα τα μεγάλα θέματα του διαχωρισμού, μόνο και μόνο για να πετύχει κάποιες ρυθμίσεις που θα επιτρέψουν σε κυβέρνηση και εκκλησία να κάνουν μπίζνες από κοινού.
Τι περιλαμβάνει η συμφωνία
Το κοινό ανακοινωθέν του πρωθυπουργού με τον αρχιεπίσκοπο περιλαμβάνει 15 σημεία, η ουσία όμως βρίσκεται σε δύο, συν ένα τρίτο:
Οι κληρικοί δε θα θεωρούνται πια δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά το κράτος θα επιδοτεί την Εκκλησία ετήσια με ποσό αντίστοιχο των μισθών τους, και θα τους πληρώνει αυτή. Εδώ στην ουσία γίνεται μια τυπική αλλαγή μεν, αφού το κράτος στην ουσία θα συνεχίζει να πληρώνει τους μισθούς των κληρικών. Η αλλαγή αυτή όμως επιτρέπει από τη μια στην κυβέρνηση να μιλάει για πιθανές νέες προσλήψεις 10.000 δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2030, ενώ από την άλλη επιτρέπει στην ηγεσία της Eκκλησίας να εφαρμόσει τους δικούς της εργασιακούς κανόνες στους κατώτερους κληρικούς, και άρα να μπορεί να τους «ελέγχει» καλύτερα.
Ιδρύεται Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, στο οποίο θα ενταχθούν τα ακίνητα για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση μεταξύ κράτους και εκκλησίας για το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Τα έσοδα από αυτό το ταμείο θα μοιράζονται 50-50 ανάμεσα στους «συνεταίρους». Με αυτό τον τρόπο στην ουσία το κράτος παραιτείται από τη διεκδίκηση ακίνητης περιουσίας που ισχυρίζεται η Eκκλησία ότι της ανήκει (τις περισσότερες φορές με βυζαντινά χρυσόβουλα και σουλτανικά φιρμάνια…) και ντε φάκτο αναγνωρίζεται συνιδιοκτησία.
Το τρίτο σημαντικό κομμάτι, που δεν περιλαμβάνεται στη συμφωνία, αλλά το ανέφερε χαρακτηριστικά στις δηλώσεις του μετά τη συνάντηση ο Ιερώνυμος, που σημαίνει ότι εμμέσως πλην σαφώς ήταν κομμάτι της συμφωνίας, είναι ότι στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται ότι δεν θα προτείνει την αλλαγή του προοιμίου του Συντάγματος που γίνεται επίκληση «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» ενώ δεν θα προτείνει και ουσιαστική αλλαγή του άρθρου 3 που ορίζει την ορθόδοξη θρησκεία ως «επικρατούσα» στην Ελλάδα. Η διατήρηση αυτών των αναφορών έχει τεράστια συμβολική σημασία και στην ουσία κάνει κάθε συζήτηση για «διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας» να ακούγεται αστεία.
Είναι μύθος λέει τα αμύθητα πλούτη…
Ταυτόχρονα ο Τσίπρας άκουσε τον Ιερώνυμο να λέει ότι είναι μύθος η αμύθητη περιουσία της εκκλησίας. Αλήθεια; Ας δούμε μερικά στοιχεία:
Όντως, κανείς δεν ξέρει ακριβώς ποια είναι η περιουσία της Εκκλησίας. Αυτό από μόνο του είναι ένα σκάνδαλο, καθώς υποτίθεται ότι αποστολή της Εκκλησίας είναι να φροντίζει για θεολογικά θέματα, και όχι να ασχολείται με τα «εγκόσμια».
Ένας λόγος που είναι δύσκολο να υπολογιστεί είναι ότι υπάρχουν σύμφωνα με την Καθημερινήπάνω από 6.700 (!!!) Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου όπως μητροπόλεις, ενοριακοί ναοί, μοναστήρια και «ιερά καθιδρύματα». Το τι περιουσία έχουν όλοι αυτοί οι φορείς και ποια η οικονομική τους δραστηριότητα είναι εντελώς νεφελώδες.
Με βάση μελέτη του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης που δημοσίευσε το In.gr, η συνολική έκταση της εκκλησιαστικής περιουσίας φτάνει τα 1.300.000 στρέμματα, δηλαδή 1.300 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η συνολική έκταση της ελληνικής επικράτειας είναι 131.957 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το οποίο σημαίνει ότι η εκκλησία κατέχει το 1% της συνολικής έκτασης της ελληνικής γης! Αυτό προφανώς την κάνει τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη γης μετά το ελληνικό κράτος!
Εκτός από τις εκτάσεις που κατέχει η εκκλησία, έχει στην ιδιοκτησία της και πάνω από 800 ακίνητα μέσα στις μεγάλες πόλεις (γραφεία, καταστήματα, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, κα), τα περισσότερα από τα οποία τα εκμεταλλεύεται εμπορικά. Έχει ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο σε μετοχές μεγάλων εταιριών όπως τράπεζες, κτλ. Έχει επίσης πάρα πολλές ΜΚΟ και επιχειρήσεις, που είτε υπάγονται σε αυτήν είτε δραστηριοποιούνται στον κλάδο των «εκκλησιαστικών ειδών».
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2013, μια διακομματική επιτροπή της Βουλής σε μελέτη της αποκάλυψε ότι το κράτος θα μπορούσε να έχει έσοδα πάνω από 3 δισ. ευρώ αν φορολογήσει την μεγάλη ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας. Η ίδια η Εκκλησία, όταν προσέφυγε στα δικαστήρια ενάντια στο νόμο Τρίτση, που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αποτιμούσε την αξία της σε πάνω από 22 δισεκατομμύρια ευρώ (τότε, 8 τρισεκατομμύρια δραχμές)! (Στοιχεία από εδώ)
Αυτή τη στιγμή, το κράτος μισθοδοτεί πάνω από 9.000 κληρικούς και λαϊκούς υπαλλήλους της Εκκλησίας, την στιγμή που οι γιατροί που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο ανέρχονται στους 8.000! Η αναλογία ιερέων στον πληθυσμό είναι η μεγαλύτερη σε όλη την Ευρώπη!
Και από πάνω, για δεκαετίες η Εκκλησία ουσιαστικά είχε φορολογική ασυλία από το ελληνικό κράτος. Μόνο μετά την αποκάλυψη διαφόρων σκανδάλων (Βατοπέδι, ΜΚΟ Αλληλεγγύη, μπίζνα με τα «τάματα», Γιοσάκης, κα) και με την έλευση της κρίσης έγιναν κάποιες φορολογικές παρεμβάσεις, που και πάλι όμως αγγίζουν μόνο ένα ελάχιστο μέρος των εσόδων της εκκλησίας, καθώς δεν υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου.
Τα παραπάνω στοιχεία μιλούν από μόνα τους! Όχι μόνο το κράτος δεν «χρωστάει» στην Εκκλησία (όπως αναφέρεται στο κοινό ανακοινωθέν) αλλά η ύπαρξη μιας τέτοιας αμύθητης περιουσίας, στα χέρια ενός οργανισμού που υποτίθεται ασχολείται με το «πνεύμα» και όχι με τα υλικά αγαθά, είναι προκλητική!
Ταυτόχρονα ο Τσίπρας άκουσε τον Ιερώνυμο να λέει ότι είναι μύθος η αμύθητη περιουσία της εκκλησίας. Αλήθεια; Ας δούμε μερικά στοιχεία:
Όντως, κανείς δεν ξέρει ακριβώς ποια είναι η περιουσία της Εκκλησίας. Αυτό από μόνο του είναι ένα σκάνδαλο, καθώς υποτίθεται ότι αποστολή της Εκκλησίας είναι να φροντίζει για θεολογικά θέματα, και όχι να ασχολείται με τα «εγκόσμια».
Ένας λόγος που είναι δύσκολο να υπολογιστεί είναι ότι υπάρχουν σύμφωνα με την Καθημερινήπάνω από 6.700 (!!!) Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου όπως μητροπόλεις, ενοριακοί ναοί, μοναστήρια και «ιερά καθιδρύματα». Το τι περιουσία έχουν όλοι αυτοί οι φορείς και ποια η οικονομική τους δραστηριότητα είναι εντελώς νεφελώδες.
Με βάση μελέτη του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης που δημοσίευσε το In.gr, η συνολική έκταση της εκκλησιαστικής περιουσίας φτάνει τα 1.300.000 στρέμματα, δηλαδή 1.300 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Η συνολική έκταση της ελληνικής επικράτειας είναι 131.957 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το οποίο σημαίνει ότι η εκκλησία κατέχει το 1% της συνολικής έκτασης της ελληνικής γης! Αυτό προφανώς την κάνει τον μεγαλύτερο ιδιοκτήτη γης μετά το ελληνικό κράτος!
Εκτός από τις εκτάσεις που κατέχει η εκκλησία, έχει στην ιδιοκτησία της και πάνω από 800 ακίνητα μέσα στις μεγάλες πόλεις (γραφεία, καταστήματα, εμπορικά κέντρα, ξενοδοχεία, κα), τα περισσότερα από τα οποία τα εκμεταλλεύεται εμπορικά. Έχει ένα μεγάλο χαρτοφυλάκιο σε μετοχές μεγάλων εταιριών όπως τράπεζες, κτλ. Έχει επίσης πάρα πολλές ΜΚΟ και επιχειρήσεις, που είτε υπάγονται σε αυτήν είτε δραστηριοποιούνται στον κλάδο των «εκκλησιαστικών ειδών».
Χαρακτηριστικό είναι ότι το 2013, μια διακομματική επιτροπή της Βουλής σε μελέτη της αποκάλυψε ότι το κράτος θα μπορούσε να έχει έσοδα πάνω από 3 δισ. ευρώ αν φορολογήσει την μεγάλη ακίνητη περιουσία της Εκκλησίας. Η ίδια η Εκκλησία, όταν προσέφυγε στα δικαστήρια ενάντια στο νόμο Τρίτση, που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αποτιμούσε την αξία της σε πάνω από 22 δισεκατομμύρια ευρώ (τότε, 8 τρισεκατομμύρια δραχμές)! (Στοιχεία από εδώ)
Αυτή τη στιγμή, το κράτος μισθοδοτεί πάνω από 9.000 κληρικούς και λαϊκούς υπαλλήλους της Εκκλησίας, την στιγμή που οι γιατροί που μισθοδοτούνται από το Δημόσιο ανέρχονται στους 8.000! Η αναλογία ιερέων στον πληθυσμό είναι η μεγαλύτερη σε όλη την Ευρώπη!
Και από πάνω, για δεκαετίες η Εκκλησία ουσιαστικά είχε φορολογική ασυλία από το ελληνικό κράτος. Μόνο μετά την αποκάλυψη διαφόρων σκανδάλων (Βατοπέδι, ΜΚΟ Αλληλεγγύη, μπίζνα με τα «τάματα», Γιοσάκης, κα) και με την έλευση της κρίσης έγιναν κάποιες φορολογικές παρεμβάσεις, που και πάλι όμως αγγίζουν μόνο ένα ελάχιστο μέρος των εσόδων της εκκλησίας, καθώς δεν υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου.
Τα παραπάνω στοιχεία μιλούν από μόνα τους! Όχι μόνο το κράτος δεν «χρωστάει» στην Εκκλησία (όπως αναφέρεται στο κοινό ανακοινωθέν) αλλά η ύπαρξη μιας τέτοιας αμύθητης περιουσίας, στα χέρια ενός οργανισμού που υποτίθεται ασχολείται με το «πνεύμα» και όχι με τα υλικά αγαθά, είναι προκλητική!
Γιατί είναι τόσο δύσκολο να ξεριζωθεί;
Ίσως χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν συζητάμε εδώ σχετικά με το θρησκευτικό συναίσθημα των απλών ανθρώπων, που πρέπει να είναι ελεύθεροι να το εξασκούν, ατομικά και συλλογικά. Ο ρόλος της θρησκείας στην εξέλιξη των κοινωνιών είναι ένα θέμα που ξεφεύγει από την θεματολογία αυτού του άρθρου. Όμως, το δικαίωμα στην πίστη πρέπει να είναι σεβαστό, στο βαθμό βέβαια που δεν γίνεται βάρος στο κοινωνικό σύνολο.
Στην Ελλάδα βέβαια δεν έχουμε «διωγμό» της πίστης, όπως διατείνεται η ακροδεξιά προπαγάνδα, και ακόμα και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος χαρακτήρισε «αστεία κωμικοτραγικά πράγματα» τα περί κατάργησης των Χριστουγέννων και άλλα φαιδρά που ακούγονται. Ίσα ίσα, έχουμε το αντίθετο πρόβλημα. Ότι η Εκκλησία όχι μόνο είναι κράτος εν κράτει, αλλά παρεμβαίνει και στα πολιτικά θέματα με τρόπο καθοριστικό.
Να θυμίσουμε τον «ανένδοτο» για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τον «λόγο» που θέλει να έχει η εκκλησία στη διαμόρφωση των σχολικών προγραμμάτων, το «Μακεδονικό», στο οποίο οι εκκλησίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο για να γίνουν τα εθνικιστικά συλλαλητήρια, κα. Την ίδια στιγμή, η ύπαρξη θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσια κτήρια, η υποχρεωτική παρουσία θρησκευτικών ηγετών σε δημόσιες τελετές, οι θρησκευτικοί όρκοι, κτλ, είναι δείγματα της εξουσίας που ασκεί η Εκκλησία στη δημόσια ζωή.
Γιατί είναι όμως τόσο δύσκολο να γίνει η Ελλάδα ένα σύγχρονο κράτος στο οποίο η (όποια) θρησκευτική πίστη δεν θα μπλέκεται με την δημόσια πολιτική και κοινωνική ζωή;
Ίσως χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν συζητάμε εδώ σχετικά με το θρησκευτικό συναίσθημα των απλών ανθρώπων, που πρέπει να είναι ελεύθεροι να το εξασκούν, ατομικά και συλλογικά. Ο ρόλος της θρησκείας στην εξέλιξη των κοινωνιών είναι ένα θέμα που ξεφεύγει από την θεματολογία αυτού του άρθρου. Όμως, το δικαίωμα στην πίστη πρέπει να είναι σεβαστό, στο βαθμό βέβαια που δεν γίνεται βάρος στο κοινωνικό σύνολο.
Στην Ελλάδα βέβαια δεν έχουμε «διωγμό» της πίστης, όπως διατείνεται η ακροδεξιά προπαγάνδα, και ακόμα και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος χαρακτήρισε «αστεία κωμικοτραγικά πράγματα» τα περί κατάργησης των Χριστουγέννων και άλλα φαιδρά που ακούγονται. Ίσα ίσα, έχουμε το αντίθετο πρόβλημα. Ότι η Εκκλησία όχι μόνο είναι κράτος εν κράτει, αλλά παρεμβαίνει και στα πολιτικά θέματα με τρόπο καθοριστικό.
Να θυμίσουμε τον «ανένδοτο» για την αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, τον «λόγο» που θέλει να έχει η εκκλησία στη διαμόρφωση των σχολικών προγραμμάτων, το «Μακεδονικό», στο οποίο οι εκκλησίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο για να γίνουν τα εθνικιστικά συλλαλητήρια, κα. Την ίδια στιγμή, η ύπαρξη θρησκευτικών συμβόλων σε δημόσια κτήρια, η υποχρεωτική παρουσία θρησκευτικών ηγετών σε δημόσιες τελετές, οι θρησκευτικοί όρκοι, κτλ, είναι δείγματα της εξουσίας που ασκεί η Εκκλησία στη δημόσια ζωή.
Γιατί είναι όμως τόσο δύσκολο να γίνει η Ελλάδα ένα σύγχρονο κράτος στο οποίο η (όποια) θρησκευτική πίστη δεν θα μπλέκεται με την δημόσια πολιτική και κοινωνική ζωή;
Εκκλησία και βαθύ κράτος
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορία και την συγκρότηση του Ελληνικού κράτους. Το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν μια περιοχή «χωνευτήρι» λαών, όπου λόγω γεωγραφίας κάθε περιοχή είχε την δική της διάλεκτο, όπου λόγω θέσης στο χάρτη είχαν περάσει πολλοί λαοί και στρατοί που άφησαν το στίγμα τους, έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Η άρχουσα τάξη επιδίωξε να χρησιμοποιήσει την θρησκεία σαν «συγκολλητική ουσία» για να δημιουργήσει μια εθνική συνείδηση που θα στήριζε το νέο κράτος. Έτσι, η Εκκλησία συγχωνεύτηκε στην ουσία με τον κρατικό μηχανισμό.
Επιπλέον, οι συνεχείς πόλεμοι και οι διαμάχες για τα σύνορα στη Βαλκανική χερσόνησο δημιουργούσαν την ανάγκη να υπάρχει μια αφήγηση που να μπορεί να κινητοποιεί τους ανθρώπους ώστε να δώσουν τη ζωή τους για την υπεράσπιση του νέου κράτους. Έτσι, η ορθόδοξη πίστη αξιοποιήθηκε ως κινητήρια δύναμη ενάντια σε εξωτερικούς εχθρούς.
Τέλος, στη νεότερη ιστορία είχαμε τη διόγκωση του κινήματος για κοινωνική αλλαγή και την απειλή που αυτό έθετε για την εξουσία της άρχουσας τάξης. Σε αυτά τα πλαίσια, η Εκκλησία χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός ενάντια στον «εσωτερικό εχθρό», τους «κομουνιστοσυμμορίτες».
Αυτοί είναι επί της ουσίας οι λόγοι για τους οποίους το ελληνικό κράτος δεν διαχωρίστηκε ποτέ από την Εκκλησία.
Η στάση της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές μπορεί να μας δείξει πολλά. Η Εκκλησία λοιπόν τα είχε πολύ καλά με τον Σουλτάνο επί τουρκοκρατίας, μέχρι που φάνηκε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα χάσει την κυριαρχία της στην Ελλάδα, οπότε στήριξε την επανάσταση του 1821, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τα προνόμια της εντός του νέου ελληνικού κράτους. Η Εκκλησία στήριξε όλες τις πολεμικές εκστρατείες του ελληνικού κράτους. Την ίδια στιγμή συνθηκολόγησε με τον Χίτλερ όταν οι Ναζί κατέλαβαν την Ελλάδα, προκειμένου να μην χάσει τα προνόμια της. Τέλος, στην ουσία στήριξε την χούντα στον «αγώνα» της κατά του κομμουνισμού. Και στη μεταπολίτευση, το εκκλησιαστικό κατεστημένο στήριξε πολιτικά τα πιο αντιδραστικά κόμματα, με αποκορύφωμα τις σχέσεις που διατηρούν υψηλόβαθμοι κληρικοί με τη Χρυσή Αυγή.
Η πορεία αυτή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας δεν είναι καθόλου τυχαία. Η Εκκλησία αποτελεί έναν πολύ ισχυρό μηχανισμό, που αλληλοδιαπλέκεται με το βαθύ κράτος, και που στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας ρίχνει το βάρος της υπέρ της διατήρησης της εξουσίας της άρχουσας τάξης. Αυτή η διαπλοκή είναι που κάνει τόσο δύσκολο το έργο του «εκσυγχρονισμού» των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, ακόμα και σήμερα.
Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην ιστορία και την συγκρότηση του Ελληνικού κράτους. Το γεγονός ότι η Ελλάδα ήταν μια περιοχή «χωνευτήρι» λαών, όπου λόγω γεωγραφίας κάθε περιοχή είχε την δική της διάλεκτο, όπου λόγω θέσης στο χάρτη είχαν περάσει πολλοί λαοί και στρατοί που άφησαν το στίγμα τους, έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Η άρχουσα τάξη επιδίωξε να χρησιμοποιήσει την θρησκεία σαν «συγκολλητική ουσία» για να δημιουργήσει μια εθνική συνείδηση που θα στήριζε το νέο κράτος. Έτσι, η Εκκλησία συγχωνεύτηκε στην ουσία με τον κρατικό μηχανισμό.
Επιπλέον, οι συνεχείς πόλεμοι και οι διαμάχες για τα σύνορα στη Βαλκανική χερσόνησο δημιουργούσαν την ανάγκη να υπάρχει μια αφήγηση που να μπορεί να κινητοποιεί τους ανθρώπους ώστε να δώσουν τη ζωή τους για την υπεράσπιση του νέου κράτους. Έτσι, η ορθόδοξη πίστη αξιοποιήθηκε ως κινητήρια δύναμη ενάντια σε εξωτερικούς εχθρούς.
Τέλος, στη νεότερη ιστορία είχαμε τη διόγκωση του κινήματος για κοινωνική αλλαγή και την απειλή που αυτό έθετε για την εξουσία της άρχουσας τάξης. Σε αυτά τα πλαίσια, η Εκκλησία χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός ενάντια στον «εσωτερικό εχθρό», τους «κομουνιστοσυμμορίτες».
Αυτοί είναι επί της ουσίας οι λόγοι για τους οποίους το ελληνικό κράτος δεν διαχωρίστηκε ποτέ από την Εκκλησία.
Η στάση της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές μπορεί να μας δείξει πολλά. Η Εκκλησία λοιπόν τα είχε πολύ καλά με τον Σουλτάνο επί τουρκοκρατίας, μέχρι που φάνηκε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα χάσει την κυριαρχία της στην Ελλάδα, οπότε στήριξε την επανάσταση του 1821, εξασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο τα προνόμια της εντός του νέου ελληνικού κράτους. Η Εκκλησία στήριξε όλες τις πολεμικές εκστρατείες του ελληνικού κράτους. Την ίδια στιγμή συνθηκολόγησε με τον Χίτλερ όταν οι Ναζί κατέλαβαν την Ελλάδα, προκειμένου να μην χάσει τα προνόμια της. Τέλος, στην ουσία στήριξε την χούντα στον «αγώνα» της κατά του κομμουνισμού. Και στη μεταπολίτευση, το εκκλησιαστικό κατεστημένο στήριξε πολιτικά τα πιο αντιδραστικά κόμματα, με αποκορύφωμα τις σχέσεις που διατηρούν υψηλόβαθμοι κληρικοί με τη Χρυσή Αυγή.
Η πορεία αυτή της εκκλησιαστικής ιεραρχίας δεν είναι καθόλου τυχαία. Η Εκκλησία αποτελεί έναν πολύ ισχυρό μηχανισμό, που αλληλοδιαπλέκεται με το βαθύ κράτος, και που στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας ρίχνει το βάρος της υπέρ της διατήρησης της εξουσίας της άρχουσας τάξης. Αυτή η διαπλοκή είναι που κάνει τόσο δύσκολο το έργο του «εκσυγχρονισμού» των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, ακόμα και σήμερα.
Τα δις και η ΔΙΣ
Το αίτημα για το διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος είναι πολύ παλιό. Από την εποχή ακόμα των εθνικών επαναστάσεων των προηγούμενων αιώνων έχει τεθεί, και έχει εφαρμοστεί σε ένα βαθμό σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Από τον Λούθηρο και τον Τόμας Τζέφερσον, από την Γαλλική Επανάσταση και την Παρισινή Κομμούνα, από την Οκτωβριανή Επανάσταση του ’17 μέχρι την Ισπανική επανάσταση, και μέχρι τα σύγχρονα κινήματα ενάντια την καθολική εκκλησία στην Ιρλανδία και την Πολωνία, η κίνηση των κοινωνιών ώστε να απαλλαγούν από την εξουσία των ράσων είναι διαρκής.
Σε αυτή την κίνηση στέκεται εμπόδιο το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Όπως ανέφερε σε παλιότερη ανακοίνωση της η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ):
«Η Εκκλησία… δεν μπορεί να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει.»
Όχι κύριοι, η κοινωνία και οι λαοί δεν θέλουν ούτε μητρική ούτε πατρική φιγούρα να τους εξουσιάζει. Θέλουν και πρέπει να καθορίζουν ελεύθερα τις τύχες τους, χωρίς να τους πατρονάρουν οι οπισθοδρομικές απόψεις του Ιερατείου.
Παλεύουμε για να υπάρχει θρησκευτική ελευθερία όπου ο καθένας να είναι ελεύθερος να εξασκεί την οποιαδήποτε θρησκεία, να αναλαμβάνει όμως και την ευθύνη γι’ αυτή. Οι πληρωμές για του κληρικούς και την λειτουργία των ναών πρέπει να βασίζονται στην συνεισφορά μόνο όσων το επιθυμούν, των πιστών του κάθε δόγματος. Η μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία πρέπει να περάσει στα χέρια της κοινωνίας, και να αξιοποιηθεί από αυτήν με βάση τις κοινωνικές ανάγκες. Στην Εκκλησία να μείνουν μόνο οι λατρευτικοί χώροι. Παλεύουμε για την κατάργηση όλων των θρησκευτικών συμβόλων και όρκων. Τα θέματα της πίστης να αφορούν μόνο τους πιστούς και όχι την δημόσια διοίκηση.
Οι κοινωνίες προχωράνε μπροστά, «θάττον ή βράδιον» (αργά ή γρήγορα) όπως μας λέει η ΔΙΣ. Μόνο που προχωράνε στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που θέλουν όσοι με μεσαιωνικά δόγματα επιθυμούν να κερδοσκοπούν και να αστυνομεύουν τις ζωές των ανθρώπων.
Το αίτημα για το διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος είναι πολύ παλιό. Από την εποχή ακόμα των εθνικών επαναστάσεων των προηγούμενων αιώνων έχει τεθεί, και έχει εφαρμοστεί σε ένα βαθμό σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες. Από τον Λούθηρο και τον Τόμας Τζέφερσον, από την Γαλλική Επανάσταση και την Παρισινή Κομμούνα, από την Οκτωβριανή Επανάσταση του ’17 μέχρι την Ισπανική επανάσταση, και μέχρι τα σύγχρονα κινήματα ενάντια την καθολική εκκλησία στην Ιρλανδία και την Πολωνία, η κίνηση των κοινωνιών ώστε να απαλλαγούν από την εξουσία των ράσων είναι διαρκής.
Σε αυτή την κίνηση στέκεται εμπόδιο το εκκλησιαστικό κατεστημένο. Όπως ανέφερε σε παλιότερη ανακοίνωση της η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ):
«Η Εκκλησία… δεν μπορεί να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει.»
Όχι κύριοι, η κοινωνία και οι λαοί δεν θέλουν ούτε μητρική ούτε πατρική φιγούρα να τους εξουσιάζει. Θέλουν και πρέπει να καθορίζουν ελεύθερα τις τύχες τους, χωρίς να τους πατρονάρουν οι οπισθοδρομικές απόψεις του Ιερατείου.
Παλεύουμε για να υπάρχει θρησκευτική ελευθερία όπου ο καθένας να είναι ελεύθερος να εξασκεί την οποιαδήποτε θρησκεία, να αναλαμβάνει όμως και την ευθύνη γι’ αυτή. Οι πληρωμές για του κληρικούς και την λειτουργία των ναών πρέπει να βασίζονται στην συνεισφορά μόνο όσων το επιθυμούν, των πιστών του κάθε δόγματος. Η μεγάλη εκκλησιαστική περιουσία πρέπει να περάσει στα χέρια της κοινωνίας, και να αξιοποιηθεί από αυτήν με βάση τις κοινωνικές ανάγκες. Στην Εκκλησία να μείνουν μόνο οι λατρευτικοί χώροι. Παλεύουμε για την κατάργηση όλων των θρησκευτικών συμβόλων και όρκων. Τα θέματα της πίστης να αφορούν μόνο τους πιστούς και όχι την δημόσια διοίκηση.
Οι κοινωνίες προχωράνε μπροστά, «θάττον ή βράδιον» (αργά ή γρήγορα) όπως μας λέει η ΔΙΣ. Μόνο που προχωράνε στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που θέλουν όσοι με μεσαιωνικά δόγματα επιθυμούν να κερδοσκοπούν και να αστυνομεύουν τις ζωές των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.