Γράφει η Λίτσα ΠάτραΣαν σήμερα, στις 22 Μαΐου του 1968, κορυφωνόταν η ιστορική γενική απεργία διαρκείας που συγκλόνισε την Γαλλία – μια γενική απεργία διαρκείας στην οποία συμμετείχαν πάνω από 10 εκατομμύρια εργαζόμενοι.
Η εξέγερση του Μάη του ’68, τις περισσότερες φορές αναφέρεται ως μια εξέγερση που κυρίως αφορούσε τους φοιτητές και τη νεολαία. Στην πραγματικότητα, ήταν η ορμητική είσοδος των εργατικών μαζών στο προσκήνιο, με τις απεργίες και τις καταλήψεις των εργοστασίων, που τρομοκράτησε όσο τίποτα άλλο την άρχουσα τάξη της Γαλλίας και όχι μόνο. Το απεργιακό αυτό κίνημα είχε όλες τις δυνατότητες να ανατρέψει την εξουσία του κεφαλαίου και να βάλει τις βάσεις για το χτίσιμο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, κυρίαρχη δύναμη της Αριστεράς, όπως και η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας που ελεγχόταν από αυτό, έκαναν ότι μπορούσαν για να φρενάρουν την εξέγερση.
Η εξέγερση και η ταξική σύγκρουση που ξέσπασε στη Γαλλία το Μάη του ’68 δεν έγινε τυχαία. Μια σειρά από γεγονότα βοήθησαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Την δεκαετία του 60 η γαλλική αστική τάξη, επιθυμώντας να γίνει ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές, εφαρμόζει ένα πρόγραμμα εκβιομηχάνισης και «εκσυγχρονισμού». Στα μέσα της δεκαετίας η γαλλικλή οικονομία αυξάνεται κατά 5% το χρόνο.
Την ίδια ώρα όμως ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 45% μέσα στη δεκαετία και η ανεργία κατά 70%. Οι εργαζόμενοι δούλευαν 45 ώρες τη βδομάδα ενώ οι συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια και στα ορυχεία ήταν απάνθρωπες. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι αντιδράσεις δεν άργησαν να φανούν ξεκινώντας από τους φοιτητές.
Από τη άλλη ο τότε πρόεδρος της χώρας στρατηγός Ντε Γκώλ επιβάλει ένα αυταρχικό πολιτικό καθεστώς. Υποβαθμίζει το κοινοβούλιο και κυβερνά στηριζόμενος σε ένα ισχυρό κρατικό μηχανισμό καταστολής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Γαλλία είχε το μεγαλύτερο αριθμό αστυνομικών ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες και τα πιο αντιδραστικά σώματα ασφαλείας, τα γνωστά CRS.
Η εξέγερση και η ταξική σύγκρουση που ξέσπασε στη Γαλλία το Μάη του ’68 δεν έγινε τυχαία. Μια σειρά από γεγονότα βοήθησαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Την δεκαετία του 60 η γαλλική αστική τάξη, επιθυμώντας να γίνει ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές, εφαρμόζει ένα πρόγραμμα εκβιομηχάνισης και «εκσυγχρονισμού». Στα μέσα της δεκαετίας η γαλλικλή οικονομία αυξάνεται κατά 5% το χρόνο.
Την ίδια ώρα όμως ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 45% μέσα στη δεκαετία και η ανεργία κατά 70%. Οι εργαζόμενοι δούλευαν 45 ώρες τη βδομάδα ενώ οι συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια και στα ορυχεία ήταν απάνθρωπες. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι αντιδράσεις δεν άργησαν να φανούν ξεκινώντας από τους φοιτητές.
Από τη άλλη ο τότε πρόεδρος της χώρας στρατηγός Ντε Γκώλ επιβάλει ένα αυταρχικό πολιτικό καθεστώς. Υποβαθμίζει το κοινοβούλιο και κυβερνά στηριζόμενος σε ένα ισχυρό κρατικό μηχανισμό καταστολής. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η Γαλλία είχε το μεγαλύτερο αριθμό αστυνομικών ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες και τα πιο αντιδραστικά σώματα ασφαλείας, τα γνωστά CRS.
Η αριστερά
Την εποχή αυτή η επίσημη αριστερά – το Κομουνιστικό Κόμμα και η Ομοσπονδία της Αριστεράς (Σοσιαλιστές) – συγκεντρώνει ένα σημαντικό ποσοστό, όμως παρόλη τη δύναμη της έχει μια λάθος πολιτική και αρνείται να συνεργαστεί με στόχο τη νίκη του κινήματος.
Στις βουλευτικές εκλογές του 1967 η Ομοσπονδία της Αριστεράς (ΟΑ) και το ΚΚΓ είχαν συγκεντρώσει μαζί 9.2 εκ. ψήφους σε σύνολο 28.4 εκ. ψήφων όμως η επαναστατική προοπτική είχε εγκαταλειφθεί από τους ίδιους κάποιες δεκαετίες πριν.
Το ΚΚΓ, που αποτελούσε την βασική δύναμη στην αριστερά, είχε θεωρητικοποιήσει την αδυναμία του λέγοντας πως οι εργαζόμενοι δεν είναι έτοιμοι ενώ η αστυνομία και ο στρατός είναι πολύ ισχυροί. Ταυτόχρονα κατηγορούσαν όσους μιλούσαν για επανάσταση αποκαλώντας τους προβοκάτορες που δίνουν πάτημα να πνιγεί στο αίμα το εργατικό κίνημα.
Από την άλλη στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά (μαοϊκοί, ομάδες που μιλούσαν στο όνομα του τροτσκισμού και άλλοι) επικρατούσε σύγχυση. Αρκετές οργανώσεις υποστήριζαν πως η εργατική τάξη είχε συντηρητικοποιηθεί και πως κάποια κομμάτια της εργατικής τάξης είχαν αστικοποιηθεί. Αυτό τους οδήγησε στο να αναζητήσουν «σωτηρία» αλλού, είτε επρόκειτο για τον Τίτο στη Γιουγκοσλαβία και τον Μάο στην Κίνα, είτε για τον Φιντέλ Κάστρο στη Κούβα και αντάρτικα κινήματα σαν αυτά της Αλγερίας και του Βιετνάμ.
Την εποχή αυτή η επίσημη αριστερά – το Κομουνιστικό Κόμμα και η Ομοσπονδία της Αριστεράς (Σοσιαλιστές) – συγκεντρώνει ένα σημαντικό ποσοστό, όμως παρόλη τη δύναμη της έχει μια λάθος πολιτική και αρνείται να συνεργαστεί με στόχο τη νίκη του κινήματος.
Στις βουλευτικές εκλογές του 1967 η Ομοσπονδία της Αριστεράς (ΟΑ) και το ΚΚΓ είχαν συγκεντρώσει μαζί 9.2 εκ. ψήφους σε σύνολο 28.4 εκ. ψήφων όμως η επαναστατική προοπτική είχε εγκαταλειφθεί από τους ίδιους κάποιες δεκαετίες πριν.
Το ΚΚΓ, που αποτελούσε την βασική δύναμη στην αριστερά, είχε θεωρητικοποιήσει την αδυναμία του λέγοντας πως οι εργαζόμενοι δεν είναι έτοιμοι ενώ η αστυνομία και ο στρατός είναι πολύ ισχυροί. Ταυτόχρονα κατηγορούσαν όσους μιλούσαν για επανάσταση αποκαλώντας τους προβοκάτορες που δίνουν πάτημα να πνιγεί στο αίμα το εργατικό κίνημα.
Από την άλλη στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά (μαοϊκοί, ομάδες που μιλούσαν στο όνομα του τροτσκισμού και άλλοι) επικρατούσε σύγχυση. Αρκετές οργανώσεις υποστήριζαν πως η εργατική τάξη είχε συντηρητικοποιηθεί και πως κάποια κομμάτια της εργατικής τάξης είχαν αστικοποιηθεί. Αυτό τους οδήγησε στο να αναζητήσουν «σωτηρία» αλλού, είτε επρόκειτο για τον Τίτο στη Γιουγκοσλαβία και τον Μάο στην Κίνα, είτε για τον Φιντέλ Κάστρο στη Κούβα και αντάρτικα κινήματα σαν αυτά της Αλγερίας και του Βιετνάμ.
Η φοιτητική εξέγερση
Το 1968 μία σειρά από ελλείψεις στα πανεπιστήμια οδήγησαν στην εξέγερση των φοιτητών οι οποίοι αρχικά διεκδικούσαν περισσότερες δαπάνες για την παιδεία και τελικά μία καλύτερη κοινωνία αμφισβητώντας την αστική κοινωνία.
Την εποχή αυτή οι φοιτητές έφταναν τις 500.000 και οι καθηγητές που υπήρχαν, οι αίθουσες και οι βιβλιοθήκες, δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες. Ένας στους δύο φοιτητές ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν ενώ αρκετοί δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Ο αυστηρός διαχωρισμός ανάμεσα στις εστίες των αγοριών και των κοριτσιών και η απαγόρευση των επισκέψεων ήταν απλά η αφορμή για να ξεκινήσει ένα κίνημα αμφισβήτησης που το Φεβρουάριο του 1967 απλώνεται σε όλη τη Γαλλία.
Την ίδια περίοδο οι φοιτητές της κοινωνιολογίας της Ναντέρ αμφισβητούν την στείρα μετάδοση της γνώσης που τους παρέχεται και σε συνεργασία με τους καθηγητές αρχίζουν απεργία που κρατά 10 μέρες και απλώνεται σε όλη τη σχολή.
Στα τέλη του Απρίλη οι φοιτητές της Ναντέρ ανακοινώνουν ότι θα εμποδίσουν τις εξετάσεις και στις 2 Μαΐου μπαίνουν σε μία αίθουσα διδασκαλίας και προβάλλουν ένα ντοκιμαντέρ για τον Τσε Γκεβάρα. Ο κοσμήτορας στέλνει τον επικεφαλής της κίνησης, Κον Μπεντίτ, και πέντε ακόμα φίλους του σε πειθαρχικό συμβούλιο.
Στις 3 Μαΐου φοιτητές της Σορβόννης διαμαρτύρονται για τα γεγονότα της Ναντέρ. Ο κοσμήτορας στέλνει την αστυνομία να επιβάλει την τάξη. Η παραβίαση του ασύλου από τους αστυνομικούς προκαλεί την οργή των φοιτητών που καταλήγει σε ένα πετροπόλεμο με την αστυνομία, στην σύλληψη και στον ξυλοδαρμό φοιτητών αλλά και περαστικών.
Η επόμενη μέρα βρίσκει πολλούς πληγωμένους και πάνω από 500 συλληφθέντες. Η απάντηση των φοιτητών είναι μια μαζική διαδήλωση στις 6 Μαΐου στην οποία συμμετέχουν πάνω από 10.000 φοιτητές, πολλοί καθηγητές και μαθητές. Τότε ακούστηκε για πρώτη φορά το σύνθημα «φοιτητές και εργάτες ενωμένοι». Η άγρια καταστολή της αστυνομίας προκαλεί την οργή τόσο των φοιτητών όσο και ολόκληρης της κοινωνίας.
Την ίδια ώρα ο Ντε Γκώλ δηλώνει πως «η τάξη πρέπει να αποκατασταθεί με κάθε θυσία» και ο πρύτανης της Σορβόννης πως τα μαθήματα θα γίνουν κανονικά.
Οι φοιτητές απαντούν πως και η απεργία θα συνεχιστεί κανονικά.
Μαθητές και νέοι εργαζόμενοι ενώνονται με τους φοιτητές της Σορβόννης και τα πρώτα οδοφράγματα στήνονται.
Η ανησυχία της κυβέρνησης είναι έκδηλη και η απόφαση της να στείλει την αστυνομία να επιβάλει τη τάξη, για ακόμα μία φορά, είναι χαρακτηριστική.
Το 1968 μία σειρά από ελλείψεις στα πανεπιστήμια οδήγησαν στην εξέγερση των φοιτητών οι οποίοι αρχικά διεκδικούσαν περισσότερες δαπάνες για την παιδεία και τελικά μία καλύτερη κοινωνία αμφισβητώντας την αστική κοινωνία.
Την εποχή αυτή οι φοιτητές έφταναν τις 500.000 και οι καθηγητές που υπήρχαν, οι αίθουσες και οι βιβλιοθήκες, δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες. Ένας στους δύο φοιτητές ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν ενώ αρκετοί δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Ο αυστηρός διαχωρισμός ανάμεσα στις εστίες των αγοριών και των κοριτσιών και η απαγόρευση των επισκέψεων ήταν απλά η αφορμή για να ξεκινήσει ένα κίνημα αμφισβήτησης που το Φεβρουάριο του 1967 απλώνεται σε όλη τη Γαλλία.
Την ίδια περίοδο οι φοιτητές της κοινωνιολογίας της Ναντέρ αμφισβητούν την στείρα μετάδοση της γνώσης που τους παρέχεται και σε συνεργασία με τους καθηγητές αρχίζουν απεργία που κρατά 10 μέρες και απλώνεται σε όλη τη σχολή.
Στα τέλη του Απρίλη οι φοιτητές της Ναντέρ ανακοινώνουν ότι θα εμποδίσουν τις εξετάσεις και στις 2 Μαΐου μπαίνουν σε μία αίθουσα διδασκαλίας και προβάλλουν ένα ντοκιμαντέρ για τον Τσε Γκεβάρα. Ο κοσμήτορας στέλνει τον επικεφαλής της κίνησης, Κον Μπεντίτ, και πέντε ακόμα φίλους του σε πειθαρχικό συμβούλιο.
Στις 3 Μαΐου φοιτητές της Σορβόννης διαμαρτύρονται για τα γεγονότα της Ναντέρ. Ο κοσμήτορας στέλνει την αστυνομία να επιβάλει την τάξη. Η παραβίαση του ασύλου από τους αστυνομικούς προκαλεί την οργή των φοιτητών που καταλήγει σε ένα πετροπόλεμο με την αστυνομία, στην σύλληψη και στον ξυλοδαρμό φοιτητών αλλά και περαστικών.
Η επόμενη μέρα βρίσκει πολλούς πληγωμένους και πάνω από 500 συλληφθέντες. Η απάντηση των φοιτητών είναι μια μαζική διαδήλωση στις 6 Μαΐου στην οποία συμμετέχουν πάνω από 10.000 φοιτητές, πολλοί καθηγητές και μαθητές. Τότε ακούστηκε για πρώτη φορά το σύνθημα «φοιτητές και εργάτες ενωμένοι». Η άγρια καταστολή της αστυνομίας προκαλεί την οργή τόσο των φοιτητών όσο και ολόκληρης της κοινωνίας.
Την ίδια ώρα ο Ντε Γκώλ δηλώνει πως «η τάξη πρέπει να αποκατασταθεί με κάθε θυσία» και ο πρύτανης της Σορβόννης πως τα μαθήματα θα γίνουν κανονικά.
Οι φοιτητές απαντούν πως και η απεργία θα συνεχιστεί κανονικά.
Μαθητές και νέοι εργαζόμενοι ενώνονται με τους φοιτητές της Σορβόννης και τα πρώτα οδοφράγματα στήνονται.
Η ανησυχία της κυβέρνησης είναι έκδηλη και η απόφαση της να στείλει την αστυνομία να επιβάλει τη τάξη, για ακόμα μία φορά, είναι χαρακτηριστική.
Συντονισμός φοιτητών-εργατών
Στις 11 Μαΐου ο πρωθυπουργός Ζ. Πομπιντού δηλώνει πως η αστυνομία θα αποσυρθεί από την περιοχή, οι φοιτητές που είχαν συλληφθεί θα αφεθούν ελεύθεροι και τα πανεπιστήμια θα ανοίξουν.
Πλέον όμως είναι πολύ αργά για αυτή τη μεταστροφή.
Τα δύο μεγαλύτερα εργατικά συνδικάτα της χώρας, η Γενική Συνομονσποδία Εργασίας (ΓΣΕ-φιλοκομμουνιστική) και η Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας (ΓΔΣΕ- “ανεξάρτητη”) μαζί με την Ομοσπονδία Εθνικής Εκπαίδευσης καλούν τα μέλη τους σε 24ωρη γενική απεργία στις 13 Μαΐου.
Στην πραγματικότητα αναγκάζονται να καλέσουν αυτή την απεργία αφού έχουν εκτεθεί στα μάτια των εργαζόμενων για την εχθρική στάση που είχαν μέχρι τότε απέναντι στους φοιτητές. Παράλληλα ελπίζουν πως η απεργία θα ξεφουσκώσει το κίνημα και πως θα μπορούν ευκολότερα να ελέγξουν την κατάσταση.
Όμως η γενική απεργία παρέλυσε τα πάντα – πάνω από 1 εκ. άνθρωποι συμμετείχαν σ αυτή. Πέρα και έξω από τις προθέσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών αποκτά τέτοια δυναμική που μετατρέπεται σε γενική απεργία διαρκείας. Στις 22 του μήνα οι απεργοί είχαν ξεπεράσει τα 10 εκ. Μέσα σε λίγες μέρες χιλιάδες εργοστάσια καταλήφθηκαν από τους εργαζόμενους που είχαν αγανακτήσει από τις συνθήκες εργασίας και τα χαμηλά μεροκάματα. Οι δημόσιες συγκοινωνίες είχαν παραλύσει, οι επιχειρήσεις το ίδιο, οι τράπεζες, δημαρχεία, υπουργεία, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση έκλεισαν.
Στις 11 Μαΐου ο πρωθυπουργός Ζ. Πομπιντού δηλώνει πως η αστυνομία θα αποσυρθεί από την περιοχή, οι φοιτητές που είχαν συλληφθεί θα αφεθούν ελεύθεροι και τα πανεπιστήμια θα ανοίξουν.
Πλέον όμως είναι πολύ αργά για αυτή τη μεταστροφή.
Τα δύο μεγαλύτερα εργατικά συνδικάτα της χώρας, η Γενική Συνομονσποδία Εργασίας (ΓΣΕ-φιλοκομμουνιστική) και η Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία Εργασίας (ΓΔΣΕ- “ανεξάρτητη”) μαζί με την Ομοσπονδία Εθνικής Εκπαίδευσης καλούν τα μέλη τους σε 24ωρη γενική απεργία στις 13 Μαΐου.
Στην πραγματικότητα αναγκάζονται να καλέσουν αυτή την απεργία αφού έχουν εκτεθεί στα μάτια των εργαζόμενων για την εχθρική στάση που είχαν μέχρι τότε απέναντι στους φοιτητές. Παράλληλα ελπίζουν πως η απεργία θα ξεφουσκώσει το κίνημα και πως θα μπορούν ευκολότερα να ελέγξουν την κατάσταση.
Όμως η γενική απεργία παρέλυσε τα πάντα – πάνω από 1 εκ. άνθρωποι συμμετείχαν σ αυτή. Πέρα και έξω από τις προθέσεις των συνδικαλιστικών ηγεσιών αποκτά τέτοια δυναμική που μετατρέπεται σε γενική απεργία διαρκείας. Στις 22 του μήνα οι απεργοί είχαν ξεπεράσει τα 10 εκ. Μέσα σε λίγες μέρες χιλιάδες εργοστάσια καταλήφθηκαν από τους εργαζόμενους που είχαν αγανακτήσει από τις συνθήκες εργασίας και τα χαμηλά μεροκάματα. Οι δημόσιες συγκοινωνίες είχαν παραλύσει, οι επιχειρήσεις το ίδιο, οι τράπεζες, δημαρχεία, υπουργεία, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση έκλεισαν.
Η οργάνωση του αγώνα
Η Σορβόννη αποτελούσε την καρδιά της εξέγερσης. Οι αποφάσεις παίρνονταν από την γενική συνέλευση η οποία συνεδρίαζε κάθε μέρα και εξέλεγε 15μελή επιτροπή κατάληψης.
Επιτροπές αγώνα άρχισαν να δημιουργούνται στην αρχή στις σχολές, στη συνέχεια στα εργοστάσια και τελικά παντού.
Αντιπρόσωποι από τις επιτροπές συζητούσαν για την οργάνωση του αγώνα και ασχολιόντουσαν με την επίλυση πρακτικών αναγκών από την συλλογή χρημάτων και τροφίμων για αυτούς που είχαν ανάγκη μέχρι την τύπωση αφισών και προκηρύξεων και την οργάνωση συγκεντρώσεων.
Το ΚΚΓ ανησυχούσε για την εξάπλωση και την δύναμη των επιτροπών για αυτό προσπάθησε να τις διασπάσει οργανώνοντας δικές του επιτροπές αγώνα. Δεν μπόρεσε όμως.
Στη Νάντη δημιουργήθηκε η πρώτη Συντονιστική Επιτροπή (Σ.Ε) αγώνα που αντιπροσώπευε τους εργαζόμενους, τους φοιτητές και τους αγρότες εγκαθιστώντας μια μορφή τοπικής εξουσίας. Αρχικά το καθήκον της Σ.Ε ήταν ο έλεγχος της κυκλοφορίας, της βενζίνης και του πετρελαίου. Οι εργάτες στις μεταφορές με την βοήθεια των φοιτητών και των μαθητών κατάσχανε τα αποθέματα της βενζίνης και του πετρελαίου, φτιάξανε κουπόνια και ειδικές άδειες για τους οδηγούς που μετέφεραν προμήθειες στην πόλη. Στη συνέχεια η επιτροπή φρόντισε να μην διακοπή η παροχή ρεύματος στους αγρότες και τους τροφοδότησε με καύσιμα, ενώ εκείνοι με την σειρά τους βοήθησαν στην διατροφή των απεργών. Βοήθεια στους αγρότες πρόσφεραν και οι φοιτητές με τους μαθητές συμβάλλοντας σε αγροτικές δουλειές. Επιπλέον η Σ.Ε κατάργησε τους μεσάζοντες και μείωσε έτσι τις τιμές των αγροτικών προϊόντων.
Οι γυναίκες της πόλης ανέλαβαν προσωπικά τη διανομή τροφίμων, παραμερίζοντας τα μεγάλα μαγαζιά, ενώ τα μικρά μαγαζιά που μέχρι τότε ήταν κλειστά ξανάνοιξαν και οι τιμές των προϊόντων τους ελέγχονταν καθημερινά από τους εργάτες.
Το παράδειγμα της Ναντέρ ακολούθησαν στην συνέχεια και άλλες πόλεις. Καθόλου τυχαία, οι αγγλικές εφημερίδες της εποχής έγραφαν ξεκάθαρα ότι «Με λίγα λόγια μπορούμε να πούμε ότι η Γαλλία βρίσκεται τώρα σε μία κλασσική επαναστατική κατάσταση».
Η Σορβόννη αποτελούσε την καρδιά της εξέγερσης. Οι αποφάσεις παίρνονταν από την γενική συνέλευση η οποία συνεδρίαζε κάθε μέρα και εξέλεγε 15μελή επιτροπή κατάληψης.
Επιτροπές αγώνα άρχισαν να δημιουργούνται στην αρχή στις σχολές, στη συνέχεια στα εργοστάσια και τελικά παντού.
Αντιπρόσωποι από τις επιτροπές συζητούσαν για την οργάνωση του αγώνα και ασχολιόντουσαν με την επίλυση πρακτικών αναγκών από την συλλογή χρημάτων και τροφίμων για αυτούς που είχαν ανάγκη μέχρι την τύπωση αφισών και προκηρύξεων και την οργάνωση συγκεντρώσεων.
Το ΚΚΓ ανησυχούσε για την εξάπλωση και την δύναμη των επιτροπών για αυτό προσπάθησε να τις διασπάσει οργανώνοντας δικές του επιτροπές αγώνα. Δεν μπόρεσε όμως.
Στη Νάντη δημιουργήθηκε η πρώτη Συντονιστική Επιτροπή (Σ.Ε) αγώνα που αντιπροσώπευε τους εργαζόμενους, τους φοιτητές και τους αγρότες εγκαθιστώντας μια μορφή τοπικής εξουσίας. Αρχικά το καθήκον της Σ.Ε ήταν ο έλεγχος της κυκλοφορίας, της βενζίνης και του πετρελαίου. Οι εργάτες στις μεταφορές με την βοήθεια των φοιτητών και των μαθητών κατάσχανε τα αποθέματα της βενζίνης και του πετρελαίου, φτιάξανε κουπόνια και ειδικές άδειες για τους οδηγούς που μετέφεραν προμήθειες στην πόλη. Στη συνέχεια η επιτροπή φρόντισε να μην διακοπή η παροχή ρεύματος στους αγρότες και τους τροφοδότησε με καύσιμα, ενώ εκείνοι με την σειρά τους βοήθησαν στην διατροφή των απεργών. Βοήθεια στους αγρότες πρόσφεραν και οι φοιτητές με τους μαθητές συμβάλλοντας σε αγροτικές δουλειές. Επιπλέον η Σ.Ε κατάργησε τους μεσάζοντες και μείωσε έτσι τις τιμές των αγροτικών προϊόντων.
Οι γυναίκες της πόλης ανέλαβαν προσωπικά τη διανομή τροφίμων, παραμερίζοντας τα μεγάλα μαγαζιά, ενώ τα μικρά μαγαζιά που μέχρι τότε ήταν κλειστά ξανάνοιξαν και οι τιμές των προϊόντων τους ελέγχονταν καθημερινά από τους εργάτες.
Το παράδειγμα της Ναντέρ ακολούθησαν στην συνέχεια και άλλες πόλεις. Καθόλου τυχαία, οι αγγλικές εφημερίδες της εποχής έγραφαν ξεκάθαρα ότι «Με λίγα λόγια μπορούμε να πούμε ότι η Γαλλία βρίσκεται τώρα σε μία κλασσική επαναστατική κατάσταση».
Το ξεπούλημα του αγώνα
Ενώ ολόκληρη η χώρα είχε παραλύσει και η λαϊκή εξέγερση φούντωνε όλο και πιο πολύ ο Ντε Γκώλ βρισκόταν συνεχώς όλο και πιο ανίσχυρος να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Η «Ομοσπονδία της Αριστεράς» ενώ στην αρχή αρνούνταν να υποστηρίξει τον αγώνα στην συνέχεια όταν αυτός διογκώθηκε προσπάθησε να τον οικειοποιηθεί. Ο ηγέτης της, Φρανσουά Μιτεράν, αρνούνταν να συνεργαστεί με τους κομουνιστές στην προοπτική μιας κυβέρνησης της αριστεράς.
Από την άλλη το ΚΚΓ από την αρχή προσπαθούσε συστηματικά να υπονομεύσει τον αγώνα. Αρχικά επιτέθηκε στους εξεγερμένους φοιτητές αποκαλώντας τους «προβοκάτορες» που «θέτουν σε κίνδυνο το εργατικό κίνημα» και στην συνέχεια προσπάθησε να τους εμποδίσει να έρθουν σε επαφή με τους εργάτες στα εργοστάσια.
Στην συνέχεια οι ηγέτες των συνδικάτων, με την σύμφωνη γνώμη του ΚΚΓ και της ΟΑ , δέχτηκαν την πρόταση του πρωθυπουργού Ζ. Πομπιντού να συζητήσουν. Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και οι εργοδότες, καταλάβαιναν ότι έπρεπε να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις για να λήξουν την γενική απεργία που είχε παραλύσει όλη τη χώρα. Γι’ αυτό το λόγο δέχτηκαν να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις για αυξήσεις σε όλους τους εργαζόμενους, στα οικογενειακά επιδόματα, στα όρια συνταξιοδότησης, σε συνδικαλιστικά δικαιώματα, κλπ.
Ο πρωθυπουργός, οι εργοδότες και οι συνδικαλιστές ηγέτες ήταν ικανοποιημένοι από την συμφωνία. Όμως οι εργάτες είχαν άλλη άποψη. Φανερά αγανακτισμένοι από την συμφωνία ζητούσαν από τους συνδικαλιστές να την απορρίψουν.
Οι εργάτες δεν ζητούσαν μόνο αυξήσεις σε μισθούς και επιδόματα αλλά μία ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Όμως η στάση των ηγεσιών των συνδικάτων και της αριστεράς, τους έφραζε τον δρόμο σ’ αυτή την προοπτική. Χωρίς ένα μαζικό κόμμα στο πλευρό τους, οι εργαζόμενοι και οι φοιτητές δεν είχαν τρόπο να αντιμετωπίσουν και να ανατρέψουν την προδοσία των ηγεσιών. Έτσι οι αντιδράσεις σταδιακά έσβησαν αφήνοντας τη θέση τους στην αγανάκτηση και την απογοήτευση.
Ο Μάης του 68 δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια επανάσταση – μια επανάσταση η οποία δεν μπόρεσε να νικήσει. Η εξουσία ήταν στους δρόμους, η αστική τάξη είχε χάσει τον έλεγχο, όμως οι εργατικές μάζες και τα λαϊκά στρώματα δεν μπόρεσαν να πάρουν αυτή την εξουσία. Για μια ακόμη φορά στην ιστορία οι ευθύνες βαρύνουν την ηγεσία της αριστεράς η οποία πρόδωσε το κίνημα και τα οράματά του.
Ενώ ολόκληρη η χώρα είχε παραλύσει και η λαϊκή εξέγερση φούντωνε όλο και πιο πολύ ο Ντε Γκώλ βρισκόταν συνεχώς όλο και πιο ανίσχυρος να αντιμετωπίσει την κατάσταση.
Η «Ομοσπονδία της Αριστεράς» ενώ στην αρχή αρνούνταν να υποστηρίξει τον αγώνα στην συνέχεια όταν αυτός διογκώθηκε προσπάθησε να τον οικειοποιηθεί. Ο ηγέτης της, Φρανσουά Μιτεράν, αρνούνταν να συνεργαστεί με τους κομουνιστές στην προοπτική μιας κυβέρνησης της αριστεράς.
Από την άλλη το ΚΚΓ από την αρχή προσπαθούσε συστηματικά να υπονομεύσει τον αγώνα. Αρχικά επιτέθηκε στους εξεγερμένους φοιτητές αποκαλώντας τους «προβοκάτορες» που «θέτουν σε κίνδυνο το εργατικό κίνημα» και στην συνέχεια προσπάθησε να τους εμποδίσει να έρθουν σε επαφή με τους εργάτες στα εργοστάσια.
Στην συνέχεια οι ηγέτες των συνδικάτων, με την σύμφωνη γνώμη του ΚΚΓ και της ΟΑ , δέχτηκαν την πρόταση του πρωθυπουργού Ζ. Πομπιντού να συζητήσουν. Τόσο ο πρωθυπουργός όσο και οι εργοδότες, καταλάβαιναν ότι έπρεπε να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις για να λήξουν την γενική απεργία που είχε παραλύσει όλη τη χώρα. Γι’ αυτό το λόγο δέχτηκαν να κάνουν σημαντικές παραχωρήσεις για αυξήσεις σε όλους τους εργαζόμενους, στα οικογενειακά επιδόματα, στα όρια συνταξιοδότησης, σε συνδικαλιστικά δικαιώματα, κλπ.
Ο πρωθυπουργός, οι εργοδότες και οι συνδικαλιστές ηγέτες ήταν ικανοποιημένοι από την συμφωνία. Όμως οι εργάτες είχαν άλλη άποψη. Φανερά αγανακτισμένοι από την συμφωνία ζητούσαν από τους συνδικαλιστές να την απορρίψουν.
Οι εργάτες δεν ζητούσαν μόνο αυξήσεις σε μισθούς και επιδόματα αλλά μία ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Όμως η στάση των ηγεσιών των συνδικάτων και της αριστεράς, τους έφραζε τον δρόμο σ’ αυτή την προοπτική. Χωρίς ένα μαζικό κόμμα στο πλευρό τους, οι εργαζόμενοι και οι φοιτητές δεν είχαν τρόπο να αντιμετωπίσουν και να ανατρέψουν την προδοσία των ηγεσιών. Έτσι οι αντιδράσεις σταδιακά έσβησαν αφήνοντας τη θέση τους στην αγανάκτηση και την απογοήτευση.
Ο Μάης του 68 δεν ήταν τίποτα λιγότερο από μια επανάσταση – μια επανάσταση η οποία δεν μπόρεσε να νικήσει. Η εξουσία ήταν στους δρόμους, η αστική τάξη είχε χάσει τον έλεγχο, όμως οι εργατικές μάζες και τα λαϊκά στρώματα δεν μπόρεσαν να πάρουν αυτή την εξουσία. Για μια ακόμη φορά στην ιστορία οι ευθύνες βαρύνουν την ηγεσία της αριστεράς η οποία πρόδωσε το κίνημα και τα οράματά του.
Η εξουσία στους δρόμους
Η φοιτητική εξέγερση ήταν ο καταλύτης για τον σαρωτικό απεργιακό ξεσηκωμό των εργατών σε ολόκληρη την χώρα που παρέλυσε την οικονομία και αμφισβήτησε τις στέρεες, μέχρι τότε, δομές της αστικής εξουσίας.
Χιλιάδες εργοστάσια είχαν καταληφθεί και παντού επικρατούσε ένα εορταστικό κλίμα. Τα συνθήματα των εργαζομένων φανέρωναν και τα αιτήματα τους: «Ντε Γκωλ παραιτήσου», «απεργία διαρκείας», «είμαστε η εξουσία».
Οι εργάτες της γης και οι αγρότες κατέλαβαν τα μεγάλα αγροκτήματα, τις αποθήκες των αγροτικών προϊόντων και κατέβαιναν σε γενική απεργία με αίτημα μία «πραγματική οικονομική και κοινωνική δημοκρατία».
Οι δικαστές κατέβαιναν σε απεργία και συζητούσαν για τον ρόλο των δικαστών σε μία σοσιαλιστική κοινωνία. Οι γιατροί στα νοσοκομεία έφτιαξαν επιτροπές για τη διοίκηση των νοσοκομείων, στις οποίες συμμετείχαν νοσηλευτές, βοηθητικό προσωπικό και ασθενείς. Οι λογοτέχνες άρχισαν να συζητούν τις απόψεις του Μαρξ και του Λένιν για το ρόλο του συγγραφέα σε μία σοσιαλιστική κοινωνία. Κριτικοί και ζωγράφοι κατέλαβαν το Μουσείο Σύγχρονης τέχνης και μετέφεραν τα εκθέματα στα εργοστάσια και στις γειτονιές.
Αυτό το κλίμα επικρατούσε από άκρη σε άκρη σε ολόκληρη τη χώρα. Η κυβέρνηση είχε πιστέψει ότι όλα είχαν χαθεί. Ο Ντε Γκώλ ηττημένος και απελπισμένος, ανίκανος να αντιμετωπίσει την κατάσταση είχε αποφασίσει να παραιτηθεί και να φύγει από τη χώρα, ενώ ο Ζ. Πομπιντού δήλωνε «αυτό είναι το τέλος της πολιτικής μου καριέρας».
Το ξεπούλημα του αγώνα από τους συνδικαλιστές επέτρεψε στον Ντε Γκώλ να βγει στην αντεπίθεση. Εκμεταλλευόμενος την αδυναμία των συνδικαλιστών αλλά και της επίσημης αριστεράς να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να διεκδικήσουν την εξουσία, προκηρύσσει εκλογές για τις 23 Ιούνη. Δυναμωμένος πλέον διαλύει πολιτικές οργανώσεις, προχωρά στη απέλαση χιλιάδων ξένων μεταναστών και φοιτητών και τελικά βγαίνει νικητής στις εκλογές με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αντίθετα η ΟΑ και το ΚΚΓ όχι μόνο δεν συνεργάστηκαν αλλά αποδεκατίσθηκαν στις εκλογές και αντί να ενισχύσουν την δύναμη τους την μείωσαν.
Η φοιτητική εξέγερση ήταν ο καταλύτης για τον σαρωτικό απεργιακό ξεσηκωμό των εργατών σε ολόκληρη την χώρα που παρέλυσε την οικονομία και αμφισβήτησε τις στέρεες, μέχρι τότε, δομές της αστικής εξουσίας.
Χιλιάδες εργοστάσια είχαν καταληφθεί και παντού επικρατούσε ένα εορταστικό κλίμα. Τα συνθήματα των εργαζομένων φανέρωναν και τα αιτήματα τους: «Ντε Γκωλ παραιτήσου», «απεργία διαρκείας», «είμαστε η εξουσία».
Οι εργάτες της γης και οι αγρότες κατέλαβαν τα μεγάλα αγροκτήματα, τις αποθήκες των αγροτικών προϊόντων και κατέβαιναν σε γενική απεργία με αίτημα μία «πραγματική οικονομική και κοινωνική δημοκρατία».
Οι δικαστές κατέβαιναν σε απεργία και συζητούσαν για τον ρόλο των δικαστών σε μία σοσιαλιστική κοινωνία. Οι γιατροί στα νοσοκομεία έφτιαξαν επιτροπές για τη διοίκηση των νοσοκομείων, στις οποίες συμμετείχαν νοσηλευτές, βοηθητικό προσωπικό και ασθενείς. Οι λογοτέχνες άρχισαν να συζητούν τις απόψεις του Μαρξ και του Λένιν για το ρόλο του συγγραφέα σε μία σοσιαλιστική κοινωνία. Κριτικοί και ζωγράφοι κατέλαβαν το Μουσείο Σύγχρονης τέχνης και μετέφεραν τα εκθέματα στα εργοστάσια και στις γειτονιές.
Αυτό το κλίμα επικρατούσε από άκρη σε άκρη σε ολόκληρη τη χώρα. Η κυβέρνηση είχε πιστέψει ότι όλα είχαν χαθεί. Ο Ντε Γκώλ ηττημένος και απελπισμένος, ανίκανος να αντιμετωπίσει την κατάσταση είχε αποφασίσει να παραιτηθεί και να φύγει από τη χώρα, ενώ ο Ζ. Πομπιντού δήλωνε «αυτό είναι το τέλος της πολιτικής μου καριέρας».
Το ξεπούλημα του αγώνα από τους συνδικαλιστές επέτρεψε στον Ντε Γκώλ να βγει στην αντεπίθεση. Εκμεταλλευόμενος την αδυναμία των συνδικαλιστών αλλά και της επίσημης αριστεράς να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να διεκδικήσουν την εξουσία, προκηρύσσει εκλογές για τις 23 Ιούνη. Δυναμωμένος πλέον διαλύει πολιτικές οργανώσεις, προχωρά στη απέλαση χιλιάδων ξένων μεταναστών και φοιτητών και τελικά βγαίνει νικητής στις εκλογές με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αντίθετα η ΟΑ και το ΚΚΓ όχι μόνο δεν συνεργάστηκαν αλλά αποδεκατίσθηκαν στις εκλογές και αντί να ενισχύσουν την δύναμη τους την μείωσαν.
Παγκόσμια αναταραχή
Η κοινωνική έκρηξη που σημειώθηκε στη Γαλλία δεν τάραξε μόνο τα θεμέλια του συστήματος της ίδιας της χώρας αλλά ξεπέρασε τα στενά όρια της και εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα θραύσματα της έφτασαν από το Μεξικό ως τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Σικάγο και από την Βρετανία έως την Πράγα.
Το 1968 είναι η χρονιά που ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα στη πόλη του Μεξικού πνίγεται στο αίμα από το μεξικανικό καθεστώς. Πρόκειται για ένα κίνημα που έχει κάποια από τα χαρακτηριστικά της Γαλλίας, τουλάχιστον στην αρχή. Στις 2 Οκτωβρίου και μόλις μία εβδομάδα πριν από τους Ολυμπιακούς αγώνες ο μεξικανικός στρατός εισβάλει στο Τλατελόνκο του Μεξικού για να αποκαταστήσει την τάξη και ανοίγει πυρ εναντίον φοιτητών, εργαζομένων και οικογενειών. Ο επίσημος αριθμός των νεκρών ήταν 300, στην πραγματικότητα πολύ παραπάνω, περίπου 1000 άνθρωποι σφαγιάστηκαν από τα στρατεύματα του καθεστώτος. (Στην γειτονική Κούβα ο Φιντέλ Κάστρο τηρεί σιγή ιχθύος…).
Ήταν επίσης η χρονιά που η αντίδραση του κόσμου παγκοσμίως ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ εντείνεται. Οι 10.000 μέρες πολέμου και η βιαιότητα της ισχυρότερης στρατιωτικής μηχανής στον πλανήτη επηρεάζουν ριζικά τις συνειδήσεις. Η χωρίς προηγούμενο βία του αμερικανικού στρατού εναντίον του βιετναμικού λαού προκαλούσαν την οργή και την αγανάκτηση του κόσμου και έβαζαν τις βάσεις για ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα στις ίδιες τις ΗΠΑ.
Στην Βρετανία εμφανίζεται μία ολοένα και αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια ενάντια στην εργατική κυβέρνηση του Χάρολντ Ουίλσον και στα θέματα πολιτικής που ακολουθούσε όπως στο ζήτημα του πολέμου στο Βιετνάμ. Δεκάδες χιλιάδων διαδηλωτών διαδήλωναν στην πλατεία Γκροσβερνορ ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ από τον Μάρτη έως τον Οκτώβρη. Στην ήδη ταραγμένη Ιταλία, τα μηνύματα του γαλλικού Μάη βρίσκουν μαζική αποδοχή.
Τέλος το 1968 είναι η χρονιά που σημειώνονται σημαντικές εξελίξεις σε χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στην Κίνα είχαμε την Πολιτιστική Επανάσταση και στην Τσεκοσλοβακία την Άνοιξη της Πράγας η οποία καταπνίγηκε από τα Σοβιετικά τανκς.
Τα “λάθη” του παρελθόντος σύμβουλοι για το μέλλον
Ο Μάης του ’68 αποτελεί ένα ισχυρό παράδειγμα για την ορθότητα του μαρξισμού, ο οποίος εξηγεί το αναποφευκτο των κοινωνικών εκρήξεων και των μεγάλων κινημάτων που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανατροπή του καπιταλισμού. Και που ταυτόχρονα αναλύει το ρόλο της εργατικής τάξης σ’ αυτούς τους αγώνες και στο δρόμο για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η εξέγερση μπορεί αρχικά να ξεκίνησε από του φοιτητές όμως στη συνέχεια πέρασε στους εργάτες και τελικά σε ολόκληρη την κοινωνία.
Μια γενική απεργία που μετατρέπεται σε μία μαζική, λαϊκή εξέγερση μοιραία θέτει υπό αμφισβήτηση την άρχουσα τάξη. Μοιραία θέτει το ζήτημα της ανατροπής του καπιταλισμού και του χτισίματος μιας εναλλαχτικής, σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αν όμως η ηγεσία του κινήματος δεν θέλει αυτή την ανατροπή, οι εργαζόμενοι, η νεολαία, τα λαϊκά στρώματα, δεν έχουν τρόπο να το κάνουν αυθόρμητα. Ο ρόλος της ηγεσίας (καλώς ή κακώς) είναι κρίσιμος. Γι’ αυτό, χρειάζεται επικεφαλής του κινήματος να υπάρχουν εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που να είναι διατεθειμένες να δώσουν αυτή τη μάχη μέχρι το τέλος. Αυτό σημαίνει πως επικεφαλής του κινήματος χρειάζεται μια αριστερά επαναστατική, όχι στα λόγια, αλλά στην ουσία.
Παρόλο που μια ιστορική ευκαιρία που θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορία της Γαλλίας και ολόκληρης της Ευρώπης χάθηκε, τα μηνύματα του Μάη παραμένουν επίκαιρα και εξακολουθούν να εμπνέουν τους αγώνες του σήμερα. Το πιο σημαντικό καθήκον που έχουμε σήμερα να επιτελέσουμε απέναντι στο Μάη του ’68 είναι να βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα ώστε να μην έχουμε κι άλλες χαμένες ευκαιρίες στο μέλλον.
Η κοινωνική έκρηξη που σημειώθηκε στη Γαλλία δεν τάραξε μόνο τα θεμέλια του συστήματος της ίδιας της χώρας αλλά ξεπέρασε τα στενά όρια της και εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα θραύσματα της έφτασαν από το Μεξικό ως τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Σικάγο και από την Βρετανία έως την Πράγα.
Το 1968 είναι η χρονιά που ένα μαζικό κοινωνικό κίνημα στη πόλη του Μεξικού πνίγεται στο αίμα από το μεξικανικό καθεστώς. Πρόκειται για ένα κίνημα που έχει κάποια από τα χαρακτηριστικά της Γαλλίας, τουλάχιστον στην αρχή. Στις 2 Οκτωβρίου και μόλις μία εβδομάδα πριν από τους Ολυμπιακούς αγώνες ο μεξικανικός στρατός εισβάλει στο Τλατελόνκο του Μεξικού για να αποκαταστήσει την τάξη και ανοίγει πυρ εναντίον φοιτητών, εργαζομένων και οικογενειών. Ο επίσημος αριθμός των νεκρών ήταν 300, στην πραγματικότητα πολύ παραπάνω, περίπου 1000 άνθρωποι σφαγιάστηκαν από τα στρατεύματα του καθεστώτος. (Στην γειτονική Κούβα ο Φιντέλ Κάστρο τηρεί σιγή ιχθύος…).
Ήταν επίσης η χρονιά που η αντίδραση του κόσμου παγκοσμίως ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ εντείνεται. Οι 10.000 μέρες πολέμου και η βιαιότητα της ισχυρότερης στρατιωτικής μηχανής στον πλανήτη επηρεάζουν ριζικά τις συνειδήσεις. Η χωρίς προηγούμενο βία του αμερικανικού στρατού εναντίον του βιετναμικού λαού προκαλούσαν την οργή και την αγανάκτηση του κόσμου και έβαζαν τις βάσεις για ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα στις ίδιες τις ΗΠΑ.
Στην Βρετανία εμφανίζεται μία ολοένα και αναπτυσσόμενη δυσαρέσκεια ενάντια στην εργατική κυβέρνηση του Χάρολντ Ουίλσον και στα θέματα πολιτικής που ακολουθούσε όπως στο ζήτημα του πολέμου στο Βιετνάμ. Δεκάδες χιλιάδων διαδηλωτών διαδήλωναν στην πλατεία Γκροσβερνορ ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ από τον Μάρτη έως τον Οκτώβρη. Στην ήδη ταραγμένη Ιταλία, τα μηνύματα του γαλλικού Μάη βρίσκουν μαζική αποδοχή.
Τέλος το 1968 είναι η χρονιά που σημειώνονται σημαντικές εξελίξεις σε χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Στην Κίνα είχαμε την Πολιτιστική Επανάσταση και στην Τσεκοσλοβακία την Άνοιξη της Πράγας η οποία καταπνίγηκε από τα Σοβιετικά τανκς.
Τα “λάθη” του παρελθόντος σύμβουλοι για το μέλλον
Ο Μάης του ’68 αποτελεί ένα ισχυρό παράδειγμα για την ορθότητα του μαρξισμού, ο οποίος εξηγεί το αναποφευκτο των κοινωνικών εκρήξεων και των μεγάλων κινημάτων που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ανατροπή του καπιταλισμού. Και που ταυτόχρονα αναλύει το ρόλο της εργατικής τάξης σ’ αυτούς τους αγώνες και στο δρόμο για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η εξέγερση μπορεί αρχικά να ξεκίνησε από του φοιτητές όμως στη συνέχεια πέρασε στους εργάτες και τελικά σε ολόκληρη την κοινωνία.
Μια γενική απεργία που μετατρέπεται σε μία μαζική, λαϊκή εξέγερση μοιραία θέτει υπό αμφισβήτηση την άρχουσα τάξη. Μοιραία θέτει το ζήτημα της ανατροπής του καπιταλισμού και του χτισίματος μιας εναλλαχτικής, σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αν όμως η ηγεσία του κινήματος δεν θέλει αυτή την ανατροπή, οι εργαζόμενοι, η νεολαία, τα λαϊκά στρώματα, δεν έχουν τρόπο να το κάνουν αυθόρμητα. Ο ρόλος της ηγεσίας (καλώς ή κακώς) είναι κρίσιμος. Γι’ αυτό, χρειάζεται επικεφαλής του κινήματος να υπάρχουν εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που να είναι διατεθειμένες να δώσουν αυτή τη μάχη μέχρι το τέλος. Αυτό σημαίνει πως επικεφαλής του κινήματος χρειάζεται μια αριστερά επαναστατική, όχι στα λόγια, αλλά στην ουσία.
Παρόλο που μια ιστορική ευκαιρία που θα μπορούσε να αλλάξει την ιστορία της Γαλλίας και ολόκληρης της Ευρώπης χάθηκε, τα μηνύματα του Μάη παραμένουν επίκαιρα και εξακολουθούν να εμπνέουν τους αγώνες του σήμερα. Το πιο σημαντικό καθήκον που έχουμε σήμερα να επιτελέσουμε απέναντι στο Μάη του ’68 είναι να βγάλουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα ώστε να μην έχουμε κι άλλες χαμένες ευκαιρίες στο μέλλον.
Από net.xekinima.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.