Τον Μάιο του 2010, η Κίνηση «Αλληλεγγύη στους Πρόσφυγες» της Σάμου έστειλε επιστολή στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, με κοινοποίηση στην αστυνομική διεύθυνση του νησιού, ρωτώντας για την τύχη 15 προσφύγων που, σύμφωνα με πληροφορίες κατοίκων, είχαν συλληφθεί, αλλά δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν στο κέντρο κράτησης στο Βαθύ, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης.
Αντί άλλης απάντησης, η Αστυνομική Διεύθυνση Σάμου παρέπεμψε την επιστολή στην Εισαγγελία, ζητώντας όχι να διερευνηθεί η υπόθεση, αλλά να διωχθεί ο συντάκτης της επιστολής, με την κατηγορία ότι ήταν ψευδής και συκοφαντική. Η συνέχεια ήταν εξίσου αδιανόητη για ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου, βασική αρχή του οποίου είναι ο έλεγχος της κρατικής μηχανής.
Βασισμένη αποκλειστικά στην κατάθεση ενός αστυνομικού, που μάλιστα δεν κλήθηκε να καταθέσει στο δικαστήριο, η εισαγγελία άσκησε ποινική δίωξη για ψευδή αναφορά κατά του μέλους της Κίνησης Γιασεμώς Κεχαγιά, γνωστής στο νησί για τους αγώνες της υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το δικαστήριο φυσικά την αθώωσε, ωστόσο οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές είχαν στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα: οι δραστηριότητες της τοπικής αστυνομίας δεν πρέπει να ελεγχθούν.
Το ερώτημα είναι αν έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε ή αν εξακολουθεί να λειτουργεί στο νησί ένας καλολαδωμένος μηχανισμός, που ενεργοποιείται όταν έρχονται στο φως πληροφορίες, μαρτυρίες και καταγγελίες για έκνομη συμπεριφορά αστυνομικών, με στόχο να απαξιωθούν εκ προοιμίου και να μην προχωρήσει σε βάθος η διερεύνηση, όπως και να καλλιεργηθεί κλίμα εκφοβισμού που θα αποθαρρύνει κάθε πιθανή καταγγελία στο μέλλον, σφραγίζοντας τα στόματα των θυμάτων.
Επειτα από δύο πρόσφατα ρεπορτάζ της «Εφ.Συν.» που δημοσιοποιούν αναφορές της οργάνωσης νομικής βοήθειας Advocates Abroad για περιστατικά άσκησης βίας από αστυνομικούς της Σάμου σε τρεις πρόσφυγες αλγερινής καταγωγής και σε κρατούμενο στο αστυνομικό τμήμα στο Βαθύ που είχε αυτοτραυματιστεί σοβαρά («Μας χτύπησαν, μας έριξαν στον γκρεμό και μας πυροβόλησαν», 7/3/17, και «Πήγες να αυτοκτονήσεις; Συλλαμβάνεσαι και βασανίζεσαι», 9/3/17), φαίνεται ότι βρίσκεται σε εξέλιξη σε τοπικές ιστοσελίδες όχι μόνο μια επιχείρηση απαξίωσης των μαρτυριών, που δεν βασίζεται φυσικά σε πορίσματα μιας σοβαρής και ανεξάρτητης έρευνας, αλλά και μια επιχείρηση αμφισβήτησης της υποχρέωσης της εφημερίδας να δημοσιοποιήσει τις αναφορές, όπως και της ακρίβειας των δημοσιευμάτων.
Ανακοίνωση της Ενωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Σάμου και της Ενωσης Αξιωματικών Αστυνομίας Βορείου Αιγαίου που έχει δημοσιοποιηθεί στο διαδίκτυο, αλλά δεν έφτασε στην «Εφ.Συν.», αναφέρει μεταξύ άλλων: «Και τα δύο δημοσιεύματα στοχεύουν τις υπηρεσίες της Αστυνομίας, αλλά και τους αστυνομικούς υπαλλήλους, καθότι απεικονίζουν αφενός δήθεν αστυνομική βία εναντίον προσφύγων και μεταναστών και αφετέρου την παρουσιάζουν ως μία συστηματική και εκτεταμένη πρακτική. Θεωρούμε ότι οι αστήρικτες κατηγορίες σε βάρος αστυνομικού προσωπικού είναι αντίθετες με τη δημοσιογραφική ηθική και δεοντολογία, όμως πέραν του ηθικού μέρους υφίσταται και ένα πραγματικό, ότι τα δημοσιεύματα αυτά είναι και συκοφαντικά στο περιεχόμενό τους. Με τέτοιου είδους δημοσιεύματα δυσφημείται το Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας και κατ’ επέκταση καθένας αστυνομικός προσωπικά, προκαλώντας στην κοινωνία ενοχικά και φοβικά σύνδρομα. [...] Να είστε βέβαιοι, θα κάνουμε χρήση κάθε νομίμου δικαιώματός μας εναντίον οποιουδήποτε προσπαθεί να πλήξει την ακεραιότητα των συναδέλφων μας».
Τα δύο δημοσιεύματα στηρίζονται φυσικά στις μαρτυρίες των θυμάτων που καταγράφηκαν από την οργάνωση, γεγονός που επισημαίνεται πολλές φορές, ώστε να μη μένει καμία αμφιβολία στον καλόπιστο αναγνώστη. Αναφέρονται επίσης στην πρόσφατη καταγγελία του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες για κράτηση πρόσφυγα στη Σάμο σε «συνθήκες που συνιστούν βασανιστήριο». Η δημοσιοποίηση αναφορών για τόσο σοβαρό θέμα αποτελεί αυτονόητη δημοσιογραφική υποχρέωση της εφημερίδας, η οποία θα ήταν υπόλογη στους αναγνώστες της αν αποσιωπούσε τις αναφορές.
Τη μόνη πειστική απάντηση σε όσα αναφέρονται στα δημοσιεύματα μπορεί να τη δώσει μια πραγματικά ανεξάρτητη και σε βάθος έρευνα των μαρτυριών. Είναι κατανοητή η προσπάθεια των συνδικαλιστικών ενώσεων να προστατέψουν τα μέλη τους και την εικόνα της αστυνομίας, ωστόσο την αστυνομία τη δυσφημεί όχι η δημοσιοποίηση μαρτυριών, αλλά η αποτυχία διερεύνησής τους, καθώς εγείρει υποψίες για απόπειρα συγκάλυψης.
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρούν τοπικά Μέσα στη Σάμο να αμφισβητήσουν τα δημοσιεύματα της «Εφ.Συν.» όπως και την αλήθεια μαρτυριών μεταναστών. Το καλοκαίρι του 2013 δημοσιεύσαμε σειρά ρεπορτάζ για την υπόθεση του πρόσφυγα Ουασίμ Αμπουνάι, που είχε κρατηθεί ένα μήνα στην αστυνομική διεύθυνση Σάμου, ενώ ο ίδιος ζητούσε απεγνωσμένα να μάθει την τύχη της γυναίκας του και των δύο παιδιών τους. Είχαν φτάσει μαζί από την Τουρκία, τις ημέρες της μεγάλης πυρκαγιάς.
Οπως γράφαμε τότε («Αμείλικτα ερωτήματα για την τραγωδία», 9/9/2013), αντί η αστυνομία να ανοίξει αμέσως φάκελο εξαφάνισης, γεγονός που θα ενεργοποιούσε τις διαδικασίες έρευνας και διάσωσης, το έκανε 25 μέρες μετά τη σύλληψη του Ουασίμ, χάρη στις ενέργειες της δικηγόρου του. Ακόμα και όταν βρέθηκαν απανθρακωμένα τα σώματα των δικών του, δημοσιεύματα έκαναν λόγο για «τυχόν απανθρακωμένα πτώματα», για «ισχυρισμούς λαθρομετανάστη» και για «κλασική περίπτωση πρακτόρων με πλαστά χαρτιά». Φυσικά, η εξέταση DNA επιβεβαίωσε πλήρως τον ίδιο και την εφημερίδα.
Η «Εφ.Συν.» έχει δημοσιοποιήσει πολλά περιστατικά αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας σε βάρος μεταναστών και προσφύγων. Οι πρόσφατες επικλήσεις του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Νίκου Τόσκα στην ανάγκη να τηρηθούν οι διαδικασίες διερεύνησης των καταγγελιών ακούγονται προσχηματικές όταν τα αποτελέσματα των ερευνών, αν έγιναν, αγνοούνται και όταν η ίδια η αστυνομία δεν τηρεί τις προβλεπόμενες διαδικασίες σχετικά με την κράτηση των μεταναστών.
Στην επίσκεψή της το 2015 στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κατά των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης σημείωνε ότι ήταν συχνή πρακτική η κακομεταχείριση μεταναστών από την αστυνομία, ακόμα και τα βασανιστήρια. Ανάλογες διαπιστώσεις έχουν κάνει ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Νιλς Μουίζνιεκς, ο Συνήγορος του Πολίτη, και οργανώσεις όπως η Διεθνής Αμνηστία (έκθεση «Κράτος εν κράτει: κουλτούρα κακοποίησης και ατιμωρησίας στην ΕΛ.ΑΣ.», 2014). Είναι, άραγε, όλοι οι επίσημοι, εντεταλμένοι για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φορείς συκοφάντες;
Από efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.