Ο Δημήτρης Κουσουρής, Επίκουρος Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, γράφει στο αφιέρωμα του Ημεροδρόμου «Μέρες του Δεκέμβρη του ’44».
Είναι γνωστό από την ιστορική έρευνα των τελευταίων δεκαετιών πως η μεταβλητή γεωγραφία των Δεκεμβριανών του 1944 αποτύπωνε λίγο-πολύ την ταξική διάσταση της σύγκρουσης: από τη μία η «Σκομπία» του κέντρου, «από την Ακρόπολη ως το Λυκαβηττό», και από την άλλη ο λαός των φτωχών προσφυγικών και εργατικών «συνοικισμών». Εξίσου εύγλωττος για τη μεταβλητή πολιτική γεωγραφία της περιόδου ήταν ο ρόλος του ένοπλου δοσιλογισμού στην υπεράσπιση του κέντρου της πόλης από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Γερμανόφιλοι και αγγλόφιλοι αντικομμουνιστές
Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αγγλόφιλη και τη γερμανόφιλη μερίδα του αντικομμουνιστικού στρατοπέδου είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει από τα μέσα του 1943, με τη συγκρότηση της κυβέρνησης Ράλλη και τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, αλλά και τη συγκρότηση του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Συνασπισμού (ΠΑΣ), που είχε ως κεντρικό στόχο την αποτροπή πιθανής κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ σε ενδεχόμενη αποχώρηση των Γερμανών. Στο χρόνο που μεσολάβησε, μια σειρά οργανώσεων της αγγλόφιλης μερίδας σε σύνδεση με την κυβέρνηση του Καΐρου, με πιο εμβληματική ανάμεσά τους τη «Χ» λειτούργησαν σταδιακά ως συγκοινωνούντα δοχεία με τους μηχανισμούς του κατοχικού κράτους, τα Τάγματα Ασφαλείας και την Ειδική Ασφάλεια. Η τελευταία λειτούργησε μέχρι το τέλος της Κατοχής σαν επιτελικός μηχανισμός συλλογής πληροφοριών και συντονισμού της δράσης των διαφορετικών αντικομμουνιστικών δυνάμεων.
Η εγκατάσταση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, και η μέριμνα του αντιεαμικού στρατοπέδου να κρατήσει το βασικό όγκο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ έξω από την πρωτεύουσα (όπως αποτυπώθηκε στη συμφωνία της Καζέρτας που έθετε τις αντάρτικες δυνάμεις υπό βρετανική διοίκηση), περιόρισαν προσωρινά την κινητικότητα των συνεργατών του κατακτητή και την εύκολη μεταπήδηση τους στους μηχανισμούς του μεταπολεμικού κράτους. Κατά τη διάρκεια των πρώτων εβδομάδων μετά την Απελευθέρωση, η Εθνική Πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ προχώρησε σε εκατοντάδες συλλήψεις δοσιλόγων με βάση λίστες που είχαν συγκροτηθεί κατά τις τελευταίες εβδομάδες της Κατοχής. Ωστόσο, ύστερα από αλλεπάλληλα κρούσματα απελευθέρωσης δοσιλόγων που παρέδωσε ο ΕΛΑΣ στις αρχές και μια μαζική απόδραση από τις φυλακές Συγγρού στον Ταύρο, όλα έδειχναν πως η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου προτιμούσε να διατηρεί τις δυνάμεις του ένοπλου δοσιλογισμού ως εφεδρεία σε διάφορα σημεία περιμετρικά του κέντρου της Αθήνας, που επρόκειτο να αποδειχτεί καίριας σημασίας για την αναχαίτιση των δυνάμεων του εφεδρικού ΕΛΑΣ μέχρι να φτάσουν οι βρετανικές ενισχύσεις δύο εβδομάδες μετά το ξέσπασμα της σύγκρουσης. Τα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων και διάφοροι στρατιωτικοί που κατηγορούνταν για δοσιλογισμό κρατούνταν παράλληλα στις φυλακές Αβέρωφ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Σε ό,τι αφορά πώς αντιλαμβάνονταν οι ίδιοι οι δοσίλογοι το καθεστώς κράτησής τους, ο Ράλλης ισχυριζόταν σε Βρετανούς δημοσιογράφους πως τελούσε υπό καθεστώς προστασίας από τυχόν κομμουνιστική απόπειρα εναντίον του, ενώ οι ταγματασφαλίτες πως, σε συνθήκες εαμοκρατίας στην πόλη, στους στρατώνες του Γουδή απολάμβαναν «τον καθαρό αέρα της ελευθερίας».
Οι πρώτες συγκρούσεις
Από την πρώτη στιγμή της σύγκρουσης του Δεκέμβρη, η επιλογή της ηγεσίας του ΕΑΜ/ΚΚΕ ήταν να μη θέσει σε κίνδυνο τη στρατηγική συμμαχία με τη Μεγάλη Βρετανία, και άρα να αποφύγει κάθε σύγκρουση μαζί τους. Οι πρώτες επιθέσεις του ΕΛΑΣ έγιναν στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα (κάποια από τα οποία καταλήφθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και αναίμακτα) και εναντίον του ένοπλου βραχίονα της κυβέρνησης Παπανδρέου, συμπεριλαμβανομένων των δοσιλόγων που κρατούνταν σε διάφορα σωφρονιστικά καταστήματα περιμετρικά του κέντρου.
Η πρώτη σύγκρουση πραγματοποιήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και τη «Χ» στο Θησείο: η επιλογή του στόχου εξυπηρετούσε για τον ΕΛΑΣ τόσο την πρόσβαση στους στρατώνες της Χωροφυλακής στο Μακρυγιάννη, που αποτελούσαν το τελευταίο προπύργιο των κυβερνητικών δυνάμεων στα νότια της πόλης, όσο και το πλήγμα σε μια οργάνωση που είχε εξελιχθεί σε μηχανισμό ενσωμάτωσης πρώην δοσιλόγων στο υπό διαμόρφωση στρατόπεδο της εθνικοφροσύνης. Οι χίτες αιφνιδιάστηκαν και αναγκάστηκαν γρήγορα να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους με πολλές απώλειες. Κατά την υποχώρησή τους ταμπουρώθηκαν στα γραφεία τους και στο αστυνομικό τμήμα Θησείου, από όπου φυγαδεύτηκαν από βρετανικά οχήματα στο κέντρο, για να ενσωματωθούν σε βρετανικά στρατιωτικά τμήματα.
Φυλακές, Γουδή, Σχολή Χωροφυλακής
Παράλληλα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχείρησαν εξαρχής να καταλάβουν τις φυλακές όπου κρατούνταν πολλοί δοσίλογοι περιμετρικά του κέντρου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως στου Χατζηκώστα στην Πειραιώς και στου Συγγρού στον Ταύρο, η παρέμβαση βρετανικών δυνάμεων απέτρεψε την κατάληψή τους. Οι αντάρτες κατέλαβαν ωστόσο με αιφνιδιασμό τις φυλακές της οδού Βουλιαγμένης, οργανώνοντας στη συνέχεια επί τόπου συνοπτικές δίκες και εκτελέσεις δοσιλόγων.
Ταυτόχρονα, στην περιοχή γύρω από τις αρχές της λεωφὀρου Μεσογείων, όπου βρίσκονταν ήδη πάνω από 1000 χωροφύλακες στη Σχολή Χωροφυλακής έσπευσε από τις πρώτες κιόλας ώρες της «μάχης της Αθήνας» και ο κύριος όγκος των δυνάμεων της Ορεινής Ταξιαρχίας. Οι πρώην ταγματασφαλίτες που βρίσκονταν υπό κράτηση στα στρατόπεδα του Γουδή, επανεξοπλίστηκαν γρήγορα και ανέλαβαν δράση για την άμυνα της «Σκομπίας» στα ανατολικά.
Φυλακές Αβέρωφ
Η τελευταία απόπειρα μαζικής σύλληψης δοσιλόγων από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ έγινε στο εμβληματικό κτήριο των φυλακών Αβέρωφ στη λεωφόρο Αλεξάνδρας -εκεί που βρίσκεται σήμερα το κτήριο του Αρείου Πάγου, στις 18 Δεκεμβρίου 1944, όπου κρατούνταν περίπου 500 υψηλά ιστάμενοι κατηγορούμενοι για δοσιλογισμό, πρωθυπουργοί και μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων, διοικητές των Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων ενόπλων μηχανισμών του κατοχικού κράτους. Αρχικά οι δυνάμεις τη Χωροφυλακής και οι λιγοστοί Βρετανοί που υπερασπίστηκαν τις φυλακές δεν άντεξαν τα καταιγιστικά πυρά των ελασιτών από τα υψώματα του Γκύζη και των Αμπελοκήπων. Μετά την ανατίναξη ενός τμήματος του εξωτερικού τοίχου της φυλακής δυνάμεις των ανταρτών εισέβαλαν στο κτήριο συλλαμβάνοντας περί τους 200 δοσιλόγους, κάποιοι από τους οποίους, όπως οι υπουργοί των κατοχικών κυβερνήσεων Πειρουνάκης και Μπάκος, εκτελέστηκαν λίγο αργότερα, ενώ άλλοι κρατήθηκαν ως όμηροι.
Η εξέλιξη της μάχης ήταν ενδεικτική του γεγονότος πως, μετά την άφιξη των βρετανικων ενισχύσεων τις προηγούμενες μέρες, η πλάστιγγα της σύγκρουσης έγερνε πλέον αποφασιστικά υπέρ των αντιεαμικων δυνάμεων. Γρήγορα κατέφτασαν ισχυρές ενισχύσεις βρετανικών τεθωρακισμένων και βομβαρδιστικών που έβαλλαν εναντίον των θέσεων του ΕΛΑΣ από αέρος. Οι υπόλοιποι δοσίλογοι εξοπλίστηκαν και φυγαδεύτηκαν προς τη βόρεια πλευρά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπου υποχώρησαν συνοδευόμενοι από χωροφύλακες και με την κάλυψη βολών με βαριά οπλοπολυβόλα από τις δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας που έσπευσαν και αυτές προς ενίσχυση της άμυνας των φυλακών. Ανάμεσα σε αυτούς και οι κατοχικοί πρωθυπουργοί Γεώργιος Τσολάκογλου και Ιωάννης Ράλλης· λίγους μήνες αργότερα, κατά την απολογία του στη δίκη των κατοχικών κυβερνήσεων, ο τελευταίος εκόμπαζε πως αντιμετώπισε τις ορδές των μαινόμενων ελασιτών με το όπλο στο χέρι, σημειώνοντας πως είχε κρατήσει μια τελευταία σφαίρα για τον εαυτό του σε περίπτωση που έπεφτε στα χέρια τους.
«Αδιαφιλονίκητος ηθική δικαιολογία»
Οι δοσίλογοι που διασώθηκαν από τους Άγγλους και την Ορεινή Ταξιαρχία φυγαδεύτηκαν σε θέσεις που έλεγχαν οι βρετανικές δυνάμεις, ενώ κάποιοι από αυτούς μεταφέρθηκαν και σε βρετανικά στρατόπεδα εκτός της χώρας μέχρι να δικαστούν. Κατά την αποχώρηση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στα τέλη Δεκεμβρίου -αρχές Ιανουαρίου του 1945, μερικές εκατοντάδες κατηγορουμένων για δοσιλογισμό συνελήφθησαν ως όμηροι, κάποιοι από τους οποίους εκτελέστηκαν μετά από αποφάσεις λαϊκών δικαστηρίων που στήθηκαν στις εαμοκρατούμενες περιοχές. Όσοι κατάφεραν να ξεφύγουν το ξέσπασμα της λαϊκής οργής απέναντι στην ατιμωρησία των εγκλημάτων που είχαν διαπράξει στην Κατοχή, είχαν πλέον κάθε λόγο να ατενίζουν με αισιοδοξία το μέλλον, με την πεποίθηση πως, μετά τη νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων, ο χρόνος επρόκειτο πια να δουλέψει για λογαριασμό τους. Σύντομα η νέα κυβέρνηση Πλαστήρα θα εμπιστεύονταν την ποινική τους δίωξη στους επαγγελματίες δικαστές που ελέγχονταν σε μεγάλο βαθμό από τον αντικομμουνιστικό πυρήνα των ελίτ που είχε συντονίσει τη δουλειά της κρατικής δικαιοσύνης και κατά την Κατοχή. παράλληλα, η ανάγκη ταχείας επάνδρωσης του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας για την αντιμετώπιση της εαμικής απειλής και το χτύπημα των περιοχών που παρέμεναν υπό εαμικό ελεγχο, προοιώνιζε λαμπρες ευκαιρίες ενσωμάτωσής τους στο νέο κρατικό μηχανισμό.
Η σύγκρουση του Δεκεμβρίου του 1944 αποτελεί ένα πρώιμο παράδειγμα ενσωμάτωσης φασιστών και πρώην συνεργατών των ναζί στους μηχανισμούς των μεταπολεμικών φιλελεύθερων δημοκρατιών για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Για τις μεταπολεμικές αστικές ελίτ, αποτέλεσε την «αδιαφολονίκητο ηθική δικαιολογία» που αναζητούσαν για τη νομιμοποίηση της ένταξης μεγάλων τμημάτων του πολιτικού και ένοπλου δοσιλογισμού στο υπό διαμόρφωση νέο καθεστώς. Τούτο δεν αποτέλεσε εκτροχιασμό της διαδικασίας ειρήνευσης της εσωτερικής σύγκρουσης που είχε ξεκινήσει ενάμιση μήνα νωρίτερα με την Απελευθέρωση του Οκτωβρίου 1944, αλλά μια βίαιη επιτάχυνση της διαδικασία όσμωσης των αντικομμουνιστικών δυνάμεων που είχε ξεκινήσει ήδη μέσα στην Κατοχή για την αντιμετώπιση της εαμικής επανάστασης που απειλούσε τα θεμέλια του «κοινωνικού καθεστώτος», δηλαδή των κυρίαρχων σχέσεων ιδιοκτησίας και του πολιτικού συστήματος.
Πηγη:Ημεροδρόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.