Δεν ήταν κανενός είδους δημοκρατική ευαισθησία, τη δίωξη της ΧΑ την προκάλεσε το αντιφασιστικό κίνημα. Το Κράτος διέκρινε πως, αν συνέχιζε τη γνώριμή του πρακτική (την πρακτική της συγκάλυψης - υπόθαλψης), θα απειλούνταν να βρεθεί αντιμέτωπο με μιαν αντιφασιστική χιονοστιβάδα.
Σε περιστάσεις δύσκολες, σε περιβάλλον έντονης και πολύπλευρης πολιτικής τοξικότητας είναι κρίσιμο να ξεκινήσει κανείς με μιαν απαραίτητη υπόμνηση- παραίνεση στο ακριβώς αντίθετο πνεύμα: ότι όσο αντίξοη και αν είναι η συγκυρία, είναι μια συγκυρία εξαιρετικά εύθραυστη. Σε αντίθεση με ό,τι εμμονικά διακηρύσσουν τα ελεγχόμενα ΜΜΕ, «κανονικότητα» ούτε υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο του συστήματος. Τα αδιέξοδα σωρεύονται και πολλαπλασιάζονται καθημερινά, όμως αυτή ακριβώς η κατάσταση είναι που προκαλεί ‒και στο μέλλον θα προκαλέσει ακόμη περισσότερο‒ έντονες ζυμώσεις, ανακατατάξεις, μαζικά ανατρεπτικά κινήματα.
Όπως έλεγε και ο Allende σε στιγμές απείρως δυσκολότερες από τις δικές μας, «οι μεγάλες λεωφόροι θα ανοίξουν και πάλι»…
Εν μέσω αυτής της περίπλοκης και δύσκολης διαδικασίας είναι που η έκβαση της δίκης της ΧΑ αποκτά την ιδιαίτερη σημασία της. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα (προπαντός την πρόταση της εισαγγελέως), και παρά το συντριπτικό αποδεικτικό υλικό, το αντιφασιστικό κίνημα, η νεολαία και οι εργαζόμενοι κάθε άλλο μπορούν να εφησυχάζουν για την επερχόμενη απόφαση. Για να αποτελέσει το αποτέλεσμα της δίκης προωθητικό πόρο και όχι εμπόδιο στην επίπονη ανασυγκρότηση του λαϊκού κινήματος απαιτείται ‒όπως πάντα‒ ενεργοποίηση, απαιτείται η άσκηση της όσο το δυνατόν μεγαλύτερης πίεσης.
Είναι ένα ζήτημα στο οποίο θα επανέλθω στο τελευταίο μέρος του κειμένου, όμως πριν θέλω να θίξω δυο ακόμη θεματικές, μεταξύ τους άμεσα σχετιζόμενες. Η πρώτη αφορά έναν γενικό αναστοχασμό αναφορικά με το ίδιο το φαινόμενο της δίωξης των νεοναζιστών: τι την προκάλεσε, πώς μας ανέκυψε, τι ακριβώς μας δείχνει αυτή η πολύ συγκεκριμένη εμπειρία;
Η δεύτερη θεματική καταπιάνεται με τους περίφημους «θεσμούς» ‒όχι αυτό που σήμερα είθισται να αποκαλούμε έτσι (δηλαδή την τρόικα), αλλά τους θεσμούς του Κράτους: αυτούς που λυτοί και δεμένοι τους εξωραΐζουν ως «ανεξάρτητους». Τι μας δείχνει γι’ αυτούς, για το περιεχόμενο και τη λειτουργία τους, όχι τόσο η πολιτική θεωρία όσο η ίδια η εμπειρία;
Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Ι
Όταν, το Σεπτέμβρη του 2013, διατάχθηκε η σύλληψη των ηγετικών μελών της ΧΑ, τα ΜΜΕ πρόβαλαν την εξέλιξη ως τεκμήριο της λειτουργικότητας των διωκτικών μηχανισμών, ως απόδειξη ότι η «δημοκρατία» αγρυπνεί και είναι έτοιμη να πατάξει καθετί που την απειλεί. Όλοι όμως όσοι ήξεραν το βίο και την πολιτεία της ΧΑ ήξεραν επίσης ότι δεν ήταν έτσι. Ήξεραν, δηλαδή, ότι το Κράτος όχι μόνο γνώριζε το ποιόν αυτής της εγκληματικής οργάνωσης από πολύ παλιά (τουλάχιστον από τη δεκαετία του ’90, αν όχι τα τέλη της δεκαετίας του ’80), αλλά σε αξιοσημείωτο βαθμό (και με στρατηγικό σκεπτικό) τη συγκάλυπτε και, όχι σπάνια, την υπέθαλπε.
Δεν είναι διόλου απαραίτητο να επικαλεστεί κανείς πολλά τεκμήρια για να θεμελιώσει αυτόν τον ισχυρισμό. Αρκούν ίσως το εναρκτήριο εισαγγελικό βούλευμα (που, ενώ κατέγραφε με λεπτομέρεια τόσο το πνεύμα των εγκληματικών δράσεων όσο και τις οργανωτικές τους προϋποθέσεις, έδινε την εντύπωση πως ΧΑ άρχισε να υπάρχει στα τέλη της δεκαετίας του 2000), και το κυριότερο ‒αυτό που, αν και διόλου πλέον δεν επισημαίνεται, δεν πρέπει στιγμή να ξεχνούμε, οι περίφημες 32 υποθέσεις που αράχνιαζαν στα συρτάρια του Δένδια. Με μια φράση, το Κράτος και γνώριζε, και συγκάλυπτε, και κατά περίπτωση αξιοποιούσε.
Έχει λοιπόν τεράστια σημασία να τονιστεί ότι δεν ήταν κανενός είδους δημοκρατική ευαισθησία που προκάλεσε τις συλλήψεις και τη δίωξη, αλλά ο αγώνας και, το κυριότερο, η προοπτική και η δυναμική του αγώνα της νεολαίας και των απλών ανθρώπων που έφεραν αυτό το αποτέλεσμα:πρώτα απ’ όλα βέβαια η θυσία του Παύλου Φύσσα, αλλά και το γεγονός ότι το Κράτος διέκρινε πως, αν συνέχιζε τη γνώριμή του πρακτική (την πρακτική της συγκάλυψης-υπόθαλψης), θα απειλούνταν να βρεθεί αντιμέτωπο με μιαν αντιφασιστική χιονοστιβάδα.
Αυτό το συμπέρασμα ‒ότι τη δίωξη της ΧΑ την προκάλεσε το αντιφασιστικό κίνημα‒ είναι κάτι απλό, που συχνά αποδεχόμαστε και χωρίς ιδιαίτερες επιφυλάξεις ή εμβάθυνση επαναλαμβάνουμε. Είναι όμως και κάτι εξαιρετικά σημαντικό: είναι κάτι σα γνωστική πυξίδα που θέτει το πλαίσιο σκέψεων και δράσεων για το παρόν και το μέλλον, και που αν το χάσουμε κινδυνεύουμε με αποπροσανατολισμό. Μας παραπέμπει επίσης σε κάτι ευρύτερο, στο περιεχόμενο των θεσμών του Κράτους.
ΙΙ
Τα εγχειρίδια πολιτειολογίας αναφέρουν κάτι που όσοι μόνιμα και εμμονικά μιλούν για την ορθολογική «αμεροληψία», για το ιερό και απαραβίαστο της δικαιοσύνης και των «θεσμών» συχνά ξεχνούν: πως η δικαιοσύνη όχι μόνο σε κάποιο γυάλινο πύργο ορθολογικότητας δεν κατοικεί, αλλά ‒το ακριβώς αντίθετο‒ επιτελεί ρόλους που είναι κατεξοχήν πολιτικοί: ρόλους. δηλαδή, που αντανακλούν κοινωνικά και ταξικά ισοζύγια, τις κυρίαρχες κάθε φορά αντιλήψεις περί του πώς οργανώνονται και αναπαράγονται οι κοινωνίες και, διόλου σπάνια, την ίδια την κοινωνική ιεραρχία που στις μέρες μας (περισσότερο από ποτέ) χαρακτηρίζεται από την εξαιρετικά άνιση κατανομή πόρων και δυνατότητας επιρροής. Η δικαιοσύνη συνεπώς ούτε τυφλή είναι,
ούτε αμερόληπτη ‒όσο δε για τη μνήμη της (όπως γράφτηκε κάπου), αυτή είναι ‒και δε μπορεί παρά να είναι‒ εξόχως επιλεκτική, για να μην πω εξόχως μεροληπτούσα.
Επισημαίνω τα σημεία αυτά έτσι ρητά και τα τονίζω, διότι είναι απαραίτητο να ξεπεράσουμε γρήγορα, αποφασιστικά και μετά λόγου γνώσεως, αυτό το ιδεολογικό φετίχ περί της δήθεν εγγενούς (θα έλεγα υπερβατικής) ορθολογικότητας των δικαστικών λειτουργών: Αν το σύστημα τις υποθέσεις και τα προβλήματα του οποίου καλείται να διαχειριστεί η δικαιοσύνη είναι ανορθολογικό (όπως ανορθολογικός είναι ο καπιταλισμός της καταστροφής που βιώνουμε), ανορθολογική θα είναι και η δικαιοσύνη.Πρόκειται και πάλι για ένα συμπέρασμα που δε χρήζει πολλών τεκμηρίων για να υποστηριχθεί. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις τόσες και τόσες υποθέσεις αθώωσης σκοτεινών μεγαλο-επιχειρηματιών, τοκογλύφων και ναρκεμπόρων και την απηνή τιμωρία νεολαίων, αγωνιστών, και άλλων απλών ανθρώπων χωρίς πρόσβαση στην εξουσία.
Όμως αυτά δεν ισχύουν μόνο για τη δικαιοσύνη, ισχύουν για όλους ανεξαιρέτως τους θεσμούς του Κράτους. Οι θεσμοί αυτοί διατείνονται βέβαια και κραδαίνουν την επίκληση μιας λειτουργίας προς το κοινό καλό, όμως η προσχηματική προσήνεια ισχύει και διαρκεί μόνο στο βαθμό και για όσο δε θίγονται και δεν απειλούνται τα συμφέροντα των κυρίαρχων. Όταν αυτό συμβεί, όταν εύρωστα κινήματα και συλλογικές δράσεις καταστούν απειλητικά για τις εκμεταλλευτικές δομές, όλες οι προφάσεις πάνε περίπατο και αποκαλύπτεται το μείζον: πως Κράτος είναι ένοπλες ομάδες ανδρών με μείζονα αποστολή την εμπέδωση και αναπαραγωγή της κάθε φορά υφιστάμενης κυριαρχίας.
Έχει σημασία να υπογραμμιστεί αυτό, διότι μόνιμη και εμμονική επωδός των υποβολιμαίων συστημικών σχολιαστών (αλλά, κάποτε και ανεπίγνωστων διανοούμενων και πανεπιστημιακών) είναι πως οι περίφημοι «θεσμοί» της συρρικνούμενης «δημοκρατίας» (της ανισότητας και της δομικής φτώχειας, της καταπάτησης των δικαιωμάτων και της συστηματικής καταστολής) είναι γραμμένοι στην πέτρα του Μωυσή, συνδυαστικά με τη δοξασία πως οποιαδήποτε σκέψη ή δράση αποσκοπεί στο θεσμικό μετασχηματισμό αποτελεί «λαϊκισμό» που απειλεί τις ελευθερίες μας. Πρόκειται για σκεπτικό που δηλητηριάζει τις κοινωνίες, και απώτερο στόχο έχει να τις παραλύσει απέναντι στις εγκληματικές πρακτικές της άθλιας ολιγαρχίας που μας ηγεμονεύει. Είναι το ακριβώς ίδιο σκεπτικό που οδηγεί στις Μόριες (καθώς επίσης στις αντιδράσεις και τις συμπεριφορές απέναντι στις Μόριες), το σκεπτικό που οδηγεί σε πολέμους για να αυξήσουν κι άλλο τα προνόμιά τους οι ολιγάρχες, το σκεπτικό που απειλεί με καταστροφή το περιβάλλον και τον ίδιο τον πλανήτη.
Τον αγώνα για την καταδίκη της ΧΑ ‒το Δεν είναι Αθώοι της καμπάνιας που από καιρό διεξάγεται‒ πρέπει λοιπόν να προσεγγιστεί ως ένα πολύτιμο τμήμα, ίσως και ως εφαλτήριο για έναν ευρύτερο αγώνα με στόχο τον πραγματικό εκδημοκρατισμό. Είναι βέβαια κι αυτός ένας όρος ‒ο «εκδημοκρατισμός»‒ που χρησιμοποιείται από πολλούς ανώδυνα και συχνά απερίσκεπτα (με επιχρίσματα όπως «άμεση», «συμμετοχική» ή «ριζοσπαστική δημοκρατία»), αλλά που ‒για να μη μείνει μια απλή ακόμα έκφραση χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο‒ θα πρέπει συστηματικά και αυστηρά να προσδιοριστεί. Θα έλεγα, λοιπόν, πως εκδημοκρατισμός θα πει δημιουργία θεσμών που θα επιτρέπουν στις κοινωνίες να ελέγχουν τον πλούτο που παράγουν. Που θα επιτρέπουν τον διαρκή έλεγχο, την πραγματική διαφάνεια και την ορθολογική κατανομή πόρων σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες, και θα αξιοποιούν τις ανθρώπινες δυνατότητες όχι για να αυξηθούν οι κερδοφορίες, αλλά για αντιμετωπιστούν πραγματικά προβλήματα.
Για να γίνουν όλα αυτά απαιτείται όμως έλλογη συστημική ρήξη, κι αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση των καιρών. Ακούγεται κάτι μεγάλο, όμως είναι ταυτόχρονα και κάτι εξαιρετικά καθημερινό και αναγκαίο. Κι αν κάποιος αναρωτηθεί τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη δίκη της ΧΑ, θα απαντήσω ότι ‒ναι έχουν‒ (και μάλιστα πολύ), διότι είναι στο πλαίσιο αυτού του πράγματι μεγάλου αγώνα που πρέπει να αποτιμήσουμε και την επίδραση που θα έχει η έκβαση της δίκης. Από αυτό βέβαια απορρέουν και συγκεκριμένα καθήκοντα για το αντιφασιστικό και ευρύτερο λαϊκό κίνημα.
ΙΙΙ
Η ΧΑ, ο καθένας μπορεί να δει, βρίσκεται σήμερα σε φάση πολυδιάσπασης (κάποιοι μάλιστα αισιόδοξοι θα έλεγαν και αποσύνθεσης). Μια ενδεχόμενη αθωωτική απόφαση, όμως, θα αναζωπύρωνε το καταστρεπτικό περιεχόμενο της ιδεολογίας της που, ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία, παραμένει (και θα παραμείνει) το ίδιο και απαράλαχτο όσο και αν επιδιώκεται η συγκάλυψή του με έναν μανδύα μετριοπάθειας ή, όπως ανερυθρίαστα λέγεται, «σοβαρότητας».
Αυτό που στις περιστάσεις είναι εξόχως ανησυχητικό είναι πως το σκεπτικό αυτό (ακόμα και όταν δεν το προωθεί η ίδια η ΧΑ), έχει διαχυθεί ευρύτατα στην κοινωνία από τους πιο επίσημους θεσμικούς φορείς (αυτούς που κατά τα άλλα διατείνονται ότι είναι θεματοφύλακες της δημοκρατίας): ο καθημερινός ρατσισμός, ο ανακλαστικός και απερίσκεπτος εθνικισμός, η επικράτηση του πνεύματος «γη και ύδωρ» στο μεγάλο κεφάλαιο, η στρατιωτικοποίηση των εργασιακών σχέσεων είναι όλα στοιχεία του ακροδεξιού και νεοναζιστικού ιδεολογικού σκεπτικού. Με δεδομένη τη νέα μεγάλη κρίση που έρχεται (διότι ακόμη δεν έχουμε δει τίποτα) και την οδυνηρή ανεπάρκεια της θεσμικής-υποταγμένης Αριστεράς, είναι βέβαιο ότι ο κίνδυνος μιας περαιτέρω διάδοσης αυτών των ιδεολογικών παρωπίδων θα πολλαπλασιαστεί, θέτοντας έτσι εμπόδιο, απειλώντας θανάσιμα τη μακρά και δύσκολη ανασυγκρότηση του λαϊκού κινήματος.
Με δεδομένο λοιπόν το χαρακτήρα των κρατικών θεσμών (περί του περιεχομένου και της λειτουργίας των οποίων ‒όπως και πριν επισήμανα‒ δεν πρέπει πια να υπάρχουν αμφιβολίες) είναι βέβαιο ότι το μόνο που δεν δικαιολογείται είναι ο εφησυχασμός και η προσχώρηση στη φρούδα προσδοκία της αμερόληπτης απονομής δικαιοσύνης. Όπως ήταν οι δράσεις του αντιφασιστικού κινήματος που προκάλεσαν τη δίωξη, έτσι και τώρα είναι οι δράσεις αυτές που τρομάζουν τους κυρίαρχους και μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της δίκης. Αυτές οι αντιφασιστικές δράσεις και οι αντιστάσεις της κοινωνίας (που με κάθε τρόπο προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν και να φιμώσουν) είναι που πραγματικά τρομάζουν τους κυρίαρχους. Επί τη βάσει της εκτίμησης αυτών των αντιδράσεων είναι που κάθε φορά προσαρμόζουν τις κινήσεις τους,και είναι αυτές που κύρια θέλουν να προλάβουν, να χειραγωγήσουν και να σιγάσουν. Πρόκειται άλλωστε για πραγματικότητα που την είδαμε στον τρόπο με τον οποίο έγινε η διεξαγωγή της δίκης (χωρίς κανενός είδους κάλυψη από τα επίσημα ΜΜΕ και με συστηματική προσπάθεια οι δικαστές να μείνουν μακριά από την πίεση της κοινωνίας), και τη βιώσαμε ακόμη περισσότερο πρόσφατα, στην τελευταία φάση της διαδικασίας, όταν, με συχνά κουτοπόνηρο τρόπο, είχαμε τον αποκλεισμό του αντιφασιστικού κινήματος από το ακροατήριο.
Από τις συνθήκες αυτές απορρέουν συγκεκριμένα καθήκοντα που στις περιστάσεις είναι εξαιρετικά κρίσιμα. Η καμπάνια ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΙ και ο ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΑΘΗΝΑ-ΠΕΙΡΑΙΑ έχουν ήδη διαδραματίσει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην ευαισθητοποίηση και την κινητοποίηση σε τοπικό αλλά και εθνικό επίπεδο, κάτι που είναι βέβαιο ότι θα ενταθεί το διάστημα που μένει μέχρι το τέλος της δίκης. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει ιδιαίτερα να τονιστεί η σημασία της προγραμματισμένης συγκέντρωσης έξω από το Εφετείο της Αθήνας, την ημέρα έκδοσης της απόφασης: το ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΙ, και το ΟΙ ΝΑΖΙ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ δεν είναι στις περιστάσεις κάποια ακόμη συνθήματα: συγκαταλέγονται σε ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτουν σήμερα οι κοινωνικές αντιστάσεις.
Με την αίσθηση της μεγάλης δύναμης του κινήματος, με κατανόηση όχι μόνο της τρέχουσας συγκυρίας αλλά ‒κυρίως‒ της δυναμικής και των προοπτικών της (όπως πολύ εύστοχα υπενθυμίζει το σχετικό σύνθημα, «Η δίκη της Χρυσής Αυγής τελειώνει. Ο Αντιφασιστικός Αγώνας συνεχίζεται!») έχουμε μπροστά μας έναν αγώνα που πρέπει να δοθεί από όλες και όλους χωρίς κωλυσιεργία και δισταγμούς.
*Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης το Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH)
** Το κείμενο αυτό βασίζεται σε εισήγηση που πραγματοποιήθηκε στην εκδήλωση της καμπάνιας «Δεν είναι Αθώοι», που πραγματοποιήθηκε στο Μεταξουργείο την Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020.
Γράφει: Σεραφείμ Σεφεριάδης
Πηγη:koutipandoras.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.