Το lockdown, ο υποχρεωτικός λόγω επιδημίας εγκλεισμός των ημερών σε τουλάχιστον 70 μέχρι στιγμής χώρες, είναι αναμφισβήτητα από μόνο του ένα μεγάλο κόστος για τις κοινωνίες που υπόκεινται σε αυτό. Όσοι βαρυγκoμούν με το υποχρεωτικό αυτό ψαλίδισμα της ελευθερίας μετακινήσεων στρέφονται συχνά σε διάφορα υποκατάστατα της κοινωνικής δραστηριότητας: τα διάφορα hashtags του τύπου #stayathome, #stayinghome, #evdekal, #μένουμεσπίτι, #コロナウィルスκτλ., έχουν ήδη εμφανιστεί δισεκατομμύρια φορές στα κοινωνικά μέσα, ως αντίδραση κατά κάποιο τρόπο στην εξαιρετικά δυσάρεστη αυτή κατάσταση, αποτέλεσμα του υποχρεωτικού από τον ιό (και το κράτος) εγκλεισμού.
Αν και το τι ακριβώς αντιπροσωπεύει ο εγκλεισμός αυτός είναι βιωματικά προφανές σε όλους μας, δεν αποτελεί άσκοπη άσκηση το να απαριθμήσουμε συστηματικά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του. Αυτά είναι:
- ο καθημερινός και καθολικός περιορισμός στο σπίτι,
- η επίμονη και διαρκής (για μεγάλο δηλαδή χρονικό διάστημα) αποφυγή κοινωνικών επαφών και σχέσεων,
- η οποία αποφυγή οδηγεί σε συμπτώματα κοινωνικής απόσυρσης και σημαντική λειτουργική αναπηρία.
Αν το τρίτο σημείο φαντάζει κάπως υπερβολικό, δεν είναι. Για παράδειγμα, τα συμπτώματα σοβαρής οικογενειακής βίας έχουν ήδη εκτοξευτεί λόγω του εγκλεισμού και δεν έχουμε ακόμα δει όλες τις κοινωνικές παθολογίες που φέρνει αυτός μαζί του.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι μια συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας (με φιλοσοφικές ανησυχίες υπαρξιστικού χαρακτήρα), παίρνοντας αφορμή από την όλη κατάσταση, αρχίζει να γράφει το magnum opus της, ένα μυθιστόρημα για μια φανταστική επιδημία άγνωστης αιτιολογίας της οποίας τα συμπτώματα είναι ακριβώς τα τρία παραπάνω μαζί με ένα κρίσιμο τέταρτο που πρόσθεσε η ίδια:
- Ανυπαρξία εμφανούς φυσιολογικής ή διανοητικής αιτιολογίας, η οποία να εξηγεί τους λόγους που οδήγησαν κάποιον να κλειστεί μέσα.
Η συγγραφέας μας, με αφορμή το lockdown, έχει φανταστεί μια περίεργη “επιδημία” που όσοι προσβάλλονται κλείνονται ο ένας μετά τον άλλον αυτοβούλως στα σπίτια τους, εκτελώντας μια ακραία μορφή μη εξαναγκασμένης κοινωνικής αποστασιοποίησης χωρίς κανέναν εμφανή λόγο (χωρίς ας πούμε να υπάρχει ένας ιός, όπως στην περίπτωση του SARS-CoV-2). Γεμάτη χαρά που κατασκεύασε έναν τόσο τρομακτικά απωθητικό κόσμο, αρχίζει να φέρνει σε αντιπαράθεση τα τρία πρώτα, κατανοητά πλέον σε όλους μας, γνωρίσματα με το (φανταστικό και ακατανόητο) τέταρτο, για να εξερευνήσει τη ριζικά παράλογη ανθρώπινη φύση. Αυτάρεσκα σκέφτεται ότι το υλικό που έχει στα χέρια της είναι μεν απομακρυσμένο από την πραγματικότητα, αλλά πρωτότυπο, ελπίζοντας σε ένα λαμπρό μέλλον για το ζοφερό της μυθιστόρημα.
Ευτυχώς για μας τους αναγνώστες, δεν θα υποχρεωθούμε ποτέ να διαβάσουμε ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Γιατί όχι μόνο κάποιος την έχει προλάβει και έχει ήδη φανταστεί αυτό το σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά έχει επίσης καταφέρει να το υλοποιήσει, σε μαζική μάλιστα κλίμακα. Και τα τέσσερα παραπάνω χαρακτηριστικά δεν είναι αποκυήματα φαντασίας, αλλά ακριβής μετάφραση από δημοσίευση σε επιστημονικό περιοδικό ψυχιατρικής και αποτελούν την πρόταση της συγγραφικής ομάδας για διαγνωστικά κριτήρια κλινικής αξιολόγησης της κοινωνικο-ψυχολογικής διαταραχής που είναι διεθνώς γνωστή με το Ιαπωνικό όνομα “Χικικομόρι” ( 引きこもり), μιας διαταραχής που, όπως και αρκετά άλλα πράγματα που κατάγονται από τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, έρχεται κατευθείαν από το σκοτεινό μας μέλλον.
- Το παρελθόν…
Η μεταπολεμική Ιαπωνία, πρώτη αυτή από όλες τις χώρες της Άπω Ανατολής που θα ακολουθούσαν αργότερα τα βήματά της, είχε καβαλήσει το κύμα ενός βιομηχανικού, επιθετικά εξαγωγικού καπιταλισμού που βασίστηκε στο εγχώριο επιστημονικό δυναμικό και την εξαιρετικά πειθαρχημένη και μορφωμένη εργατική τάξη της χώρας, για να κατακτήσει τον κόσμο. Την δεκαετία του ’80, ύστερα από μια μετεωρική άνοδο τριών δεκαετιών, η χώρα βρισκόταν κοντά στην κορυφή της διεθνούς τεχνολογίας σε αρκετούς κρίσιμους τομείς και τα μονοπώλιά της (τα κερέτσου, ημι-καθετοποιημένα καρτέλ που περιλάμβαναν βιομηχανίες, υπηρεσίες και από μια τράπεζα το καθένα) κοίταζαν με ανταγωνιστικό βλέμμα την πρώτη θέση της παγκόσμιας οικονομίας.
Φυσικά, στην πρώτη θέση δεν έφτασαν ποτέ, διότι παρενέβησαν οι ΗΠΑ – ακριβέστερα, εκμεταλλεύτηκαν τις εσωτερικές αδυναμίες της Ιαπωνίας: την τεράστια φούσκα στο χρηματιστήριο και τα ακίνητα, την υπερεξάρτηση από τις εξαγωγές, τον ταχύτατα γηράσκοντα πληθυσμό, την έλλειψη πρώτων υλών. Σε έναν βαθμό θα πρέπει να προστεθεί εδώ και η έλλειψη άξιων λόγου ενόπλων δυνάμεων που οδηγεί οπωσδήποτε σε μια αυξημένη “ευαισθησία” της ιαπωνικής άρχουσας τάξης στις ευγενικές προτάσεις που σπάνια και με διακριτικό τρόπο διατυπώνει ο αμερικανικός παράγοντας (κοινώς: η Ιαπωνία από το τέλος του πολέμου και μετά ήταν στρατιωτικά κατεχόμενη χώρα).
Η φούσκα έσκασε, το χρηματιστήριο ακόμα και σήμερα δεν έχει φτάσει ξανά τα ψηλά της δεκαετίας του ’80 και η κατάσταση άλλαξε. Βέβαια, οι ειδικές συνθήκες της χώρας σήμαιναν ότι παρά την κρίση, οι οικονομικές ανισότητες παράμειναν σε συγκριτικά χαμηλά επίπεδα, ότι τα επίπεδα μόρφωσης και υγείας του γενικού πληθυσμού είναι από τα κορυφαία του κόσμου και ότι η ανεργία, αν και έπαψε να είναι αυτό που οι Ιάπωνες είχαν μάθει να θεωρούν φυσιολογικό (δηλαδή μηδενική), έχει πάντως διατηρηθεί σε χαμηλότατα επίπεδα, σε σχέση τουλάχιστον με τις ΗΠΑ, πόσω μάλλον την Ευρώπη. Αν κάποιος έχασε πραγματικά το παιχνίδι τότε ήταν ακριβώς οι πολυεθνικές που, από την κορυφή του κόσμου έως τότε, άρχισαν να χάνουν σταδιακά θέσεις στην παγκόσμια σκηνή όχι μόνο από τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους ανταγωνιστές, αλλά και από τους ανερχόμενους Κορεάτες πρώτα και Κινέζους μετά. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν ιαπωνικά κινητά τηλέφωνα στη διεθνή αγορά, ενώ τα περισσότερα ιαπωνικά αυτοκίνητα κατασκευάζονται πλέον από την άλλη πλευρά της Θάλασσας της Κίνας. Το ΑΕΠ της Ιαπωνίας έχει μείνει στάσιμο από το 1995 μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα η Κίνα να την έχει ξεπεράσει ήδη από το 2008, ενώ σε όρους αγοραστικής ισοδυναμίας (PPP) την έχει πλέον ξεπεράσει και η Ινδία.
Ήταν τέτοια η διαφορά με την προηγούμενη κατάσταση που η δεκαετία του ’90 χαρακτηρίζεται από τους Ιάπωνες ως “η χαμένη δεκαετία”, ακόμα και από όσους δεν έχασαν και πολλά. Αυτό που κυρίως χάθηκε για τα κατώτερα στρώματα δεν ήταν μόνο οικονομικό αλλά και ιδεολογικό: το κομφουκιανής καταγωγής ιαπωνικό ιδανικό πίστης σε μια εκπληκτικά ιεραρχική, φαλλοκρατική, φορμαλιστική και ντρεσαρισμένη κοινωνία κατέρρευσε.
Πράγματι, η υπόσχεση κοινωνικής ανόδου στην Αμερική, για παράδειγμα, έχει να κάνει με το “αμερικάνικο όνειρο” (που ως όνειρο, είναι βέβαια πλάσμα της φαντασίας): σκληρή δουλειά, ατομική πρωτοβουλία, πρωτότυπες ιδέες, με (υποτιθέμενο) επιστέγασμα τον πλούτο. Αντίθετα, στην Ιαπωνία η κοινωνική άνοδος για τις μέσες και χαμηλότερες τάξεις ήταν πολύ πιο πραγματική και είχε να κάνει περισσότερο με την υπακοή στην ιεραρχία, την υποταγή στην αυθεντία και την ανταμοιβή της σταθερότητας, ξεκινώντας από ένα πολύ σκληρό και ανταγωνιστικό (οι ίδιοι το αποκαλούσαν “αξιοκρατικό”) εκπαιδευτικό σύστημα.
Στην Ιαπωνία το “ογιακόκοκο” (親孝行), η υπακοή και ο σεβασμός στους γονείς, τους μεγαλύτερους και τους προγόνους είναι μια από τις σημαντικότερες αρχές. Υπήρχε ισχυρότατη κοινωνική πίεση τόσο από τους γονείς όσο και από τον κοινωνικό περίγυρο στα παιδιά για επιτυχία στις διαδοχικές εξετάσεις, που ξεκινούν από την προσχολική ηλικία. Η επιτυχία είναι υποχρέωση του παιδιού προς τους γονείς. Από την άλλη, οι καλοί βαθμοί έχουν ως σκοπό την εισαγωγή σε ένα από τα καλά πανεπιστήμια της χώρας. Αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο σήμαινε άμεση πρόσληψη από έναν από τους πολυεθνικούς ομίλους ή από την κρατική γραφειοκρατία.
Αυτή η πρόσληψη σήμαινε για αρχή μιαν ορισμένη άνοδο στην αυστηρά καθορισμένη κοινωνική ιεραρχία και συνοδευόταν από μονιμότητα. Πράγματι, η Ιαπωνία ήταν η μόνη καπιταλιστική χώρα που η πρόσληψη στον ιδιωτικό τομέα ισοδυναμούσε (άτυπα μεν, σίγουρα όμως) με μονιμότητα. Η μονιμότητα αυτή δεν προσφερόταν δωρεάν, αλλά είχε ως αντάλλαγμα την (πολύ) σκληρή δουλειά και τον κοινωνικό κομφορμισμό της υποταγής στην ομάδα. Ο “σαράριμαν” (ιαπωνικός όρος από το αγγλικό salaried man που αντιστοιχεί στο μεσαίο ή ανώτερο στέλεχος του δημοσίου ή των μεγάλων πολυεθνικών) θα δουλέψει τουλάχιστον 70 ώρες την εβδομάδα ή παραπάνω, θα βγει με τους ανωτέρους στην ιεραρχία το βράδυ για άφθονο αλκοόλ και καραόκε στα κιαμπάκουρα (キャバクラ, νυχτερινά κλαμπ που προσφέρουν γυναικεία συντροφιά αλλά όχι σεξ) και μετά ή θα ξαναγυρίσει στο γραφείο ή θα πέσει σε λήθαργο στο πεζοδρόμιο και, αν δεν πεθάνει από “καρόοσι” (θάνατο από υπερκόπωση), έμφραγμα, εγκεφαλικό ή αυτοκτονία λόγω αποτυχίας σε κάποιο καθήκον που του ανατέθηκε (να καλύψει π.χ. τις ανικανότητες των ανωτέρων του), μπορεί να περιμένει ένα δικό του σπίτι και μια πολύ καλή σύνταξη πριν τα 60 – ή μάλλον μπορούσε, μέχρι την κρίση.
Όσοι δεν τα κατάφερναν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες των σχολικών διαγωνισμάτων σε οποιοδήποτε στάδιό τους, θα γίνονταν εργάτες, ή μισθωτοί σε χαμηλότερες θέσεις, γνωρίζοντας ταυτόχρονα την κοινωνική χλεύη (αν και αυτή θα έπεφτε και πάνω στους γονείς που δεν κατάφεραν να εκπαιδεύσουν σωστά τα παιδιά τους). Εντούτοις, ακόμα και οι εργάτες μπορούσαν να περιμένουν και αυτοί μονιμότητα στην απασχόληση (δουλεύοντας πολλές ώρες, υπακούοντας στην ιεραρχία κ.ο.κ.). Όσο για τις γυναίκες, το καλύτερο που μπορούσαν να κάνουν ήταν ένας γάμος. Ακόμα και σήμερα, με το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται να έχει πλέον φτάσει το 70% (μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ΗΠΑ), δεν θεωρείται ιδιαίτερα περίεργο, αν και δεν αποτελεί πια τον κανόνα, μια γυναίκα να εγκαταλείψει τη δουλειά της για να γίνει νοικοκυρά – ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι οι μέσες αποδοχές των γυναικών είναι κατά 40% μικρότερες από των ανδρών, ότι δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες γυναίκες σε θέσεις ευθύνης και ότι οι περισσότερες δουλειές για γυναίκες είναι βοηθητικές και μερικής απασχόλησης.
Η υπόσχεση της μονιμότητας έφτασε στο τέλος της με την κρίση της δεκαετίας του ’90. Οι μόνιμες θέσεις μειώθηκαν, τα κόστη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης εκτοξεύτηκαν λόγω των υποχρεωτικών μεταρρυθμίσεων. Η είσοδος στο πανεπιστήμιο με τις εξαιρετικά μεγάλες θυσίες που απαιτούσε στα σχολικά χρόνια, ξαφνικά έπαψε να είναι και τόσο δελεαστική. Η κοινωνική πίεση από τους γονείς πρώτα, αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον γενικότερα, σταμάτησε να έχει τόσο μεγάλη σημασία. Οι ιδιαίτερα σκληρές κοινωνικές συνθήκες μέσα στο ίδιο το σχολείο, όπου το μπούλινγκ (“ιτζιμέ”) είναι ένα σοβαρό πρόβλημα (και μηχανισμός βίαιης δημιουργίας κοινωνικών ιεραρχικών δικτύων) δεν βοήθησαν. Γενικά, μια σειρά από σκληρές ιδεολογικές βεβαιότητες της Ιαπωνικής κοινωνίας θρυμματίστηκαν.
Η δεκαετία του ’90 είδε μια έκρηξη από υποκουλτούρες, ειδικά στην μητρόπολη του Τόκιο (μόδες, ελεύθερος χρόνος, βιντεοπαιχνίδια, μάνγκα και ανιμέ, άιντολ γκρουπς κτλ.), που συνδέονταν με τη διάλυση πολλών από τα ταμπού της προηγούμενης περιόδου. Για παράδειγμα, η διεθνώς επιδραστική, πολύχρωμη και αντισυμβατική μόδα του δρόμου του Τόκιο έχει σαφώς και χαρακτηριστικά αυθόρμητης εξέγερσης στον κομφορμισμό των γονιών. Απορρίπτοντας τα αισθητικά πρότυπα του mainstream, εκφράζεται από αυτήν μια επαναστατικότητα, περίπου όπως στη δύση το πανκ δημιούργησε μια δική του αισθητική ως αντίδραση στον κυρίαρχο λόγο. Βέβαια από την άλλη, η είσοδος σε ένα “ζόκου” (族 φυλή, φατρία σε αυτές τις υποκουλτούρες) συνεπάγεται την υποταγή στον εσωτερικό κομφορμισμό και τους αυστηρούς κανόνες του – αλλά κανείς δεν είναι τέλειος.
Πολλοί νέοι που απορρίφθηκαν από το σύστημα άρχισαν να επιτελούν τον ρόλο αυτού που αρνείται να παλέψει για τις ιεραρχικά ανώτερες θέσεις προκειμένου να έχει περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του (η κοινωνική κατηγορία του “φουρίτα”, freeter ή του Hodo-Hodo που σημαίνει “έτσι κι έτσι”), ακόμα και αν αυτό σημαίνει μια ζωή από το ένα “μπάιτο” (μερική απασχόληση) στο άλλο. Φυσικά, η αυτοσυνείδηση των φουρίτα, ως δημιουργικών ατόμων που δεν θυσιάζουν τα όνειρά τους για χάρη της καριέρας, είναι σημαντική, αλλά σημαντική είναι και η αντικειμενική πραγματικότητα: η ιαπωνική οικονομία έχει πλέον μια ιδιαίτερη έφεση στις θέσεις μερικής απασχόλησης, τόσο επειδή είναι πολύ πιο φτηνές για τις επιχειρήσεις όσο και επειδή η χώρα έχει κλειστά σύνορα για μετανάστες, άρα και τις “κατώτερες”, εξ αντικειμένου μη μόνιμες δουλειές (αγροτικές, καθαρισμού κτλ.) τις κάνουν Ιάπωνες. Δεν υπάρχουν πλέον μόνιμες θέσεις για όλους, από επιλογή των εταιριών και όχι από ανάγκη, άρα ένα ποσοστό των νέων εργαζομένων αναγκαστικά θα ξεπέσει σε τέτοιες θέσεις, ανεξάρτητα από τις τυχόν φιλοδοξίες τους. Σε κάθε περίπτωση, το ποσοστό των νέας ηλικίας μόνιμων εργαζομένων στις επιχειρήσεις έπεσε από το 90% το 1988, στο 54% το 2012.
Δεν είναι αμελητέο επίσης το ποσοστό της νεολαίας που εγκαταλείπει το σχολείο σε κάποιο στάδιο για να γίνει “νίιτο” (από το NEET: not in education, employment, or training), δηλ. μη προσοντούχος άνεργος). Αρκετοί και κυρίως αρκετές, γίνονται “παρασάιτο σίνγκουρου” (parasite singles), νέοι, ή όχι πια και τόσο νέοι, που μένουν σπίτι με τους γονείς τους, επειδή δεν κερδίζουν αρκετά, ώστε να μπορούν να πληρώσουν τα πανάκριβα ενοίκια και να ανεξαρτητοποιηθούν.
Αλλά η πιο ακραία κατηγορία είναι οι “χικικομόρι”.
- …Το παρόν…
Η Ιαπωνία δεν είναι η καλύτερη χώρα για στατιστικές που αφορούν την κοινωνική συμπεριφορά ή την ψυχική υγεία. Είναι μια χώρα που κεφαλή του κράτους εξακολουθεί να είναι ο Αυτοκράτορας (μέλος της αρχαιότερης δυναστείας του κόσμου) και που από το 1955 και μετά την εξουσία την κατέχει, με διάλειμμα μόνο λίγων μηνών κατά τη διάρκεια της κρίσης, το ίδιο κόμμα, το συντηρητικό Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (συχνά σε συνασπισμό με τις διασπάσεις του, κάτι που προφανώς θα πρέπει να είναι ο λόγος που οι Δυτικοί δεν καταγγέλλουντην Ιαπωνία ως μονοκομματική δικτατορία, όπως λ.χ. την Κίνα ή την Βενεζουέλα). Δεν είναι περίεργο, επομένως, που οι έρευνες είναι ισχυρά μεροληπτικές, εάν η κυβέρνηση χρειάζεται να τονίσει κάποιο σημείο. Επιπλέον, ο κοινωνικός συντηρητισμός απαγορεύει στους γονείς να αναφέρουν καν τους όρους “ψυχική νόσος”, “ψυχίατρος” κτλ., καθότι αυτές κουβαλάνε τεράστιο στίγμα, επομένως ούτε από την πλευρά αυτή μπορούμε να περιμένουμε ακριβή νούμερα.
Στην Ιαπωνία οι χικικομόρι, αυτοί δηλαδή που κλείνονται στο σπίτι για διαστήματα μεγαλύτερα από 6 μήνες, αποκόπτοντας τους εαυτούς τους από κάθε κοινωνική αλληλεπίδραση, υπολογίζονται σε τουλάχιστον 500.000 στις ηλικίες από 18-30, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές που δεν καταμετρούν ούτε τις σχολικές ηλικίες, ούτε τους πάνω από 30, ούτε ενδεχομένως κατηγορίες όπως νοικοκυρές. Σύμφωνα με τις κυβερνητικές συντηρητικές εκτιμήσεις, το σύνολο των έγκλειστων, λαμβάνοντας υπόψη και τις ανωτέρω κατηγορίες ξεπερνά το 1,5 εκατ. ενήλικους.
Περίπου το ένα τρίτο εξ αυτών υποφέρει από ψυχικές ασθένειες (κατάθλιψη, σχιζοφρένεια κτλ.), άλλο ένα τρίτο παρουσιάζει αναπτυξιακές διαταραχές και οι υπόλοιποι διαταραχές προσωπικότητας κάποιου είδους, ενώ όλοι και όλες εμφορούνται από ενοχές για το βάρος που αντιπροσωπεύουν για τις οικογένειές τους. Και αυτό επειδή, ως εντελώς ανίκανοι να διαχειριστούν τους εαυτούς τους, βασίζονται αναγκαστικά στους γονείς τους για την επιβίωσή τους. Οι τελευταίοι, υπό το βάρος των ενοχών τους για την κακή ανατροφή των τέκνων τους, φέρουν σιωπηλά το βάρος της συντήρησης ενός ανθρώπου που σε ακραίες περιπτώσεις είναι διαρκώς κλεισμένος στο δωμάτιό του και δεν δείχνει ούτε το πρόσωπό του ακόμα και στους ίδιους τους γονείς του. Το πρόβλημα αναμένεται να αποκτήσει νέες διαστάσεις την ερχόμενη δεκαετία (το λεγόμενο “Ερώτημα του 2030”), όταν οι χικικομόρι της πρώτης γενιάς αναμένεται να πιάσουν τα 60. Χωρίς πλέον γονείς να τους φροντίζουν, χωρίς οικονομικά μέσα, χωρίς απολύτως καμιά κοινωνική δεξιότητα, δεν είναι καθόλου προφανές το πόσο βαθιά θα είναι αυτή η κοινωνική τραγωδία.
Οι ατομικές αιτίες του εγκλεισμού μπορεί να διαφέρουν (μπούλινγκ στο σχολείο ή στο εργασιακό περιβάλλον, αποτυχία σε εξετάσεις, αποτυχία της δυσλειτουργικής οικογένειας κτλ.), αλλά μπορούν εν γένει να ενταχθούν σε ένα σχήμα αποτυχίας της κοινωνίας συνολικά και ειδικότερα του κράτους στην αντιμετώπιση των μακροπρόθεσμων συνεπειών της κρίσης.
Πρόκειται για ένα πολύ περίπλοκο φαινόμενο που απλώνει ρίζες βαθιά στην δομή της χώρας. Για παράδειγμα, είδαμε ότι το φαινόμενο των χικικομόρι απόκτησε ορατότητα στην κοινωνία μετά τη δεκαετία του ’90. Είδαμε επίσης ότι ένας από τους λόγους ήταν το ιδιαίτερα απαιτητικό σχολικό σύστημα. Μετά από πολλή σκέψη, μια σειρά από μεταρρυθμίσεις προσπάθησαν να ελαφρύνουν το πρόγραμμα των μαθημάτων (κάνοντας το σχολικό πρόγραμμα πενθήμερο αντί για εξαήμερο) και να μειώσουν το βάρος των εξετάσεων. Το αποτέλεσμα είναι σήμερα η Ιαπωνία να είναι μια χώρα που ο θεσμός των φροντιστηρίων είναι εξίσου διαδεδομένος με την… Ελλάδα: οι γονείς, θορυβημένοι από την “ελάφρυνση” αυτή του σχολείου (που παραμένει ένα από τα πιο βαρυφορτωμένα στον κόσμο), άρχισαν να στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικούς χώρους μελέτης για να “καλύψουν τα κενά” τους, ακόμα και αν τα παιδιά πηγαίνουν σε ιδιωτικά σχολεία. Έχουμε δηλαδή ένα περίπλοκο πλέγμα σχέσεων που δεν επιβάλλονται μόνο από το κράτος, αλλά και από τις προσδοκίες των πολιτών, στο φόντο μιας κρίσης σε αργή κίνηση που ποτέ δεν σταμάτησε να πυροδοτεί ανισορροπίες στο κοινωνικό επίπεδο.
Και στο βάθος βέβαια αυτής της ιστορίας, η μεγαλύτερη εικόνα έχει να κάνει με τη ριζική αποσταθεροποίηση ενός βασικού κοινωνικού μηχανισμού, της οικογένειας. Για τις ως τώρα γενιές αυτό είχε να κάνει με την απουσία του πατέρα και την υπερεξάρτηση από τη διαρκώς παρούσα μητέρα, μια σχέση που δυσκολεύει την ανεξαρτητοποίηση των εφήβων. Όμως τα προβλήματα θα είναι ακόμα μεγαλύτερα για τις επόμενες γενιές, επειδή μιλάμε για μια χώρα που έχει αποδιαρθρώσει σε τέτοιο βαθμό τις διαπροσωπικές σχέσεις, ώστε ο κύριος (αν όχι μόνος) μηχανισμός κοινωνικοποίησης να είναι ο χώρος εργασίας, ενώ την ίδια στιγμή τα κόστη για την δημιουργία οικογένειας (κατοικία, μόρφωση παιδιών κτλ.) είναι από τα μεγαλύτερα στον πλανήτη. Εάν η προσφερόμενη από το σύστημα εναλλακτική περιλαμβάνει οικονομικές απολαβές που να επιτρέπουν ανατροφή παιδιών μόνο ύστερα από τεράστια προσπάθεια, με ατέλειωτες ώρες δουλειάς χωρίς νόημα, με εμπορευματοποιημένες προσωπικές σχέσεις και χωρίς χρόνο για τα ίδια τα παιδιά, δεν είναι περίεργο που όσο πλησιάζει η ενηλικίωση, τόσο λιγότεροι νέοι άνθρωποι πιστεύουν ότι αξίζει τον κόπο.
- …και το μέλλον;
Οι δυτικές εφημερίδες, όταν αναφέρονται σε τέτοια φαινόμενα, συνήθως το κάνουν στο πλαίσιο μιας οριενταλιστικής διάθεσης (“Αυτοί οι Γιαπωνέζοι, πόσο διαφορετικοί είναι από μας!”). Παραδόξως, στο ίδιο ρατσιστικό συμπέρασμα, αν και με διαφορετικό επιτονισμό, φτάνουν και οι (καθόλου λίγοι) Ιάπωνες εθνικιστές που εξαίρουν την “μοναδικότητα” της γιαπωνέζικης φυλής.
Από την άλλη μεριά βέβαια, όλες οι τόσο “ιαπωνικές” κοινωνικές παθολογίες που συζητήθηκαν ως τώρα, έχουν προ πολλού κάνει την εμφάνισή τους και στις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες της Άπω Ανατολής. Η Νότια Κορέα λχ, που είχε φτάσει σε ένα πλατώ ανάπτυξης όχι πολύ διαφορετικό από της Ιαπωνίας εδώ και ένα με δύο χρόνια, παρουσιάζει και αυτή αντίστοιχα φαινόμενα, έστω και χρωματισμένα από τις τοπικές συνθήκες. Τα αυξανόμενα κόστη για κατοικία και εκπαίδευση, οι όλο και λιγότερες καλές δουλειές, η ανεπαρκής υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά από κράτος και εργοδότες είναι τμήμα ενός γενικότερου προβλήματος που μεταφράζεται σε αδυναμία των νεότερων γενεών να ζήσουν μια “κανονική” ζωή. Οι κυβερνήσεις επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα (αν η χαμηλή γεννητικότητα είναι πρόβλημα και όχι απλώς επιλογή), με σπασμωδικές ενέργειες, δίνοντας κάποια προνόμια σε όσες οικογένειες έχουν παιδιά κτλ.
Το βαθύτερο ζήτημα είναι η κατάρρευση αυτών των θεσμών που κρατούσαν ιδεολογικά τα θεμέλια του κράτους, μεταξύ των οποίων η οικογένεια και η παιδεία, ένα πρόβλημα που δεν διορθώνεται με απλά μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα αλλά με ιστορικού τύπου αλλαγές. Η Κορέα έχει πλέον χειρότερο πρόβλημα υπογεννητικότητας από την Ιαπωνία, ενώ φαινόμενα της κατηγορίας των χικικομόρι είναι ήδη εμφανή και σε αυτήν, όπως και στις άλλες αναπτυγμένες οικονομίες της περιοχής.
Αλλά όχι μόνο της περιοχής: αντίστοιχες συμπεριφορές έχουν πλέον τεκμηριωθεί σε χώρες σε Δύση και Ανατολή τόσο διαφορετικές από την Ιαπωνία όσο οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ινδία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ελλάδα.
Αυτή τη στιγμή δεν είναι ακόμα προφανές που θα οδηγήσει – και πότε θα τελειώσει ο υποχρεωτικός εγκλεισμός όλων μας. Όμως μπορούμε να προβλέψουμε με σχετική ασφάλεια ότι αν μετά το πέρας της πανδημίας δεν υπάρξουν επαναστατικές αλλαγές στα θεμέλια των σύγχρονων κοινωνιών, το lockdown, όχι το υποχρεωτικό αλλά το εθελοντικό, είναι μια εικόνα από το μέλλον.
Γράφει:Δημήτρης Λένης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.