Διασκευή άρθρου από το site της «Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής» (Sozialistische Alternative — SAV) αδελφής οργάνωσης του «Ξ» στην Γερμανία
Στις αρχές Φλεβάρη, η εκλογή του Τόμας Κέμεριχ του «Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος» (FDP), ως πρωθυπουργού στο γερμανικό κρατίδιο της Θουριγγίας, που βασίστηκε στις ψήφους των βουλευτών του ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), αποτέλεσε ένα σοκ για πολλούς πολίτες της χώρας. Ήταν η πρώτη φορά από την άνοδο των ναζί στην εξουσία που ένα ακροδεξιό κόμμα στήριζε μια κυβέρνηση σε ομοσπονδιακό επίπεδο.Είχαν προηγηθεί οι εκλογές του περασμένου Οκτώβρη, στις οποίες νικητής αναδείχθηκε ο Μπόντο Ραμέλοφ του αριστερού κόμματος Die Linke, ο οποίος ωστόσο δεν κατάφερε να συγκεντρώσει απόλυτη πλειοψηφία στο τοπικό κοινοβούλιο παρόλο που στηρίχτηκε τόσο από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) όσο και από τους Πρασινους.
Στον τρίτο γύρο των διαδικασιών σχηματισμού κυβέρνησης, προέκυψε μια αναπάντεχη εξέλιξη: το FDP ψηφίστηκε τόσο από το ακροδεξιό AfD που έχει στις γραμμές ακόμα και φασιστικά στοιχεία, όσο και από το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ (CDU). Είναι προφανές ότι αυτή η «Μαύρη Συμμαχία» είχε απώτερο στόχο να κόψει το δρόμο του Ραμέλοφ από το να εκλεγεί πρωθυπουργός στο κρατίδιο της Θουριγγίας.
Στις αρχές Φλεβάρη, η εκλογή του Τόμας Κέμεριχ του «Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος» (FDP), ως πρωθυπουργού στο γερμανικό κρατίδιο της Θουριγγίας, που βασίστηκε στις ψήφους των βουλευτών του ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD), αποτέλεσε ένα σοκ για πολλούς πολίτες της χώρας. Ήταν η πρώτη φορά από την άνοδο των ναζί στην εξουσία που ένα ακροδεξιό κόμμα στήριζε μια κυβέρνηση σε ομοσπονδιακό επίπεδο.Είχαν προηγηθεί οι εκλογές του περασμένου Οκτώβρη, στις οποίες νικητής αναδείχθηκε ο Μπόντο Ραμέλοφ του αριστερού κόμματος Die Linke, ο οποίος ωστόσο δεν κατάφερε να συγκεντρώσει απόλυτη πλειοψηφία στο τοπικό κοινοβούλιο παρόλο που στηρίχτηκε τόσο από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) όσο και από τους Πρασινους.
Στον τρίτο γύρο των διαδικασιών σχηματισμού κυβέρνησης, προέκυψε μια αναπάντεχη εξέλιξη: το FDP ψηφίστηκε τόσο από το ακροδεξιό AfD που έχει στις γραμμές ακόμα και φασιστικά στοιχεία, όσο και από το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ (CDU). Είναι προφανές ότι αυτή η «Μαύρη Συμμαχία» είχε απώτερο στόχο να κόψει το δρόμο του Ραμέλοφ από το να εκλεγεί πρωθυπουργός στο κρατίδιο της Θουριγγίας.
Το αντιφασιστικό κίνημα απαντάει
Η απάντηση του αντιφασιστικού κινήματος ήταν άμεση, καθώς χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους δεκάδων πόλεων της Γερμανίας, προκειμένου να εκφράσουν την αγανάκτησή τους. Στην Ερφούρτη, πρωτεύουσα της Θουριγγίας, 500 άτομα πραγματοποίησαν αυθόρμητη συγκέντρωση ενάντια στην ακροδεξιά, στην πόλη Τζένα της Θουριγγίας 2.000 άτομα βγήκαν στο δρόμο, ενώ στο Βερολίνο και το Αμβούργο έγιναν κινητοποιήσεις με περισσότερα από 1.000 άτομα. Στην Κολωνία μάλιστα, οι διαδηλωτές κατάφεραν να μπουν και να διακόψουν τη σύσκεψη της κοινοβουλευτικής ομάδας του FDP που γινόταν εκείνη την ώρα στο δημαρχείο της πόλης. Η δημόσια πίεση γρήγορα έγινε τόσο μεγάλη που ανάγκασε τον Τόμας Κέμεριχ να παραιτηθεί.
Αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συγκρίνουν τους ελιγμούς στο κοινοβούλιο της Θουριγγίας με την υποστήριξη που είχαν δεχτεί πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ναζί από του συντηρητικούς. Οι συγκρίσεις με την Βαϊμάρη είναι αναπόφευκτες καθώς τότε, όπως και τώρα, τα αστικά κόμματα την ώρα που στα λόγια μιλούσαν για τον κίνδυνο της ακροδεξιάς, υιοθέτησαν τη ρατσιστική ατζέντα των ακροδεξιών λαϊκιστών. Το γεγονός ότι το CDU και το FDP έστρεψαν το μίσος τους ενάντια στο Die Linke, το SPD και του Πράσινους, επέτρεψε στο ακροδεξιό ΑfD να ψηφίσει μια τέτοια κυβέρνηση, βάζοντας έτσι την σφραγίδα του στις εξελίξεις.
Η απάντηση του αντιφασιστικού κινήματος ήταν άμεση, καθώς χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους δεκάδων πόλεων της Γερμανίας, προκειμένου να εκφράσουν την αγανάκτησή τους. Στην Ερφούρτη, πρωτεύουσα της Θουριγγίας, 500 άτομα πραγματοποίησαν αυθόρμητη συγκέντρωση ενάντια στην ακροδεξιά, στην πόλη Τζένα της Θουριγγίας 2.000 άτομα βγήκαν στο δρόμο, ενώ στο Βερολίνο και το Αμβούργο έγιναν κινητοποιήσεις με περισσότερα από 1.000 άτομα. Στην Κολωνία μάλιστα, οι διαδηλωτές κατάφεραν να μπουν και να διακόψουν τη σύσκεψη της κοινοβουλευτικής ομάδας του FDP που γινόταν εκείνη την ώρα στο δημαρχείο της πόλης. Η δημόσια πίεση γρήγορα έγινε τόσο μεγάλη που ανάγκασε τον Τόμας Κέμεριχ να παραιτηθεί.
Αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συγκρίνουν τους ελιγμούς στο κοινοβούλιο της Θουριγγίας με την υποστήριξη που είχαν δεχτεί πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Ναζί από του συντηρητικούς. Οι συγκρίσεις με την Βαϊμάρη είναι αναπόφευκτες καθώς τότε, όπως και τώρα, τα αστικά κόμματα την ώρα που στα λόγια μιλούσαν για τον κίνδυνο της ακροδεξιάς, υιοθέτησαν τη ρατσιστική ατζέντα των ακροδεξιών λαϊκιστών. Το γεγονός ότι το CDU και το FDP έστρεψαν το μίσος τους ενάντια στο Die Linke, το SPD και του Πράσινους, επέτρεψε στο ακροδεξιό ΑfD να ψηφίσει μια τέτοια κυβέρνηση, βάζοντας έτσι την σφραγίδα του στις εξελίξεις.
Από τη Βαϊμάρη στην Ερφούρτη;
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν τα παραπάνω γεγονότα σημαίνουν πως η Γερμανία βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στο να πάρουν οι φασίστες την εξουσία. Χωρίς καμία διάθεση να υποβαθμιστεί η ακροδεξιά και ο κίνδυνος της εξάπλωσης της φασιστικής βίας, πρέπει να πούμε ότι ο φασισμός δεν είναι η μορφή διακυβέρνησης που επιθυμεί η αστική τάξη σε αυτή τη φάση. Υπό κανονικές συνθήκες η κοινοβουλευτική δημοκρατία προσφέρει το καλύτερο έδαφος για την αύξηση των κερδών του κεφαλαίου. Η άρχουσα τάξη μπορεί με εύκολο τρόπο και με σχετικά περιορισμένη χρήση βίας, να διασφαλίσει τα συμφέροντά της.
Σε μια τέτοια «δημοκρατία», οι φασίστες και οι ακροδεξιοί είναι χρήσιμοι για τον εκφοβισμό της Αριστεράς και των μειονοτήτων. Αλλά οι μεγάλες επιχειρήσεις δε θέλουν να τους δώσουν πλήρη εξουσία να κυβερνήσουν ή να επιτρέψουν σε ανεξέλεγκτες πολιτικές προσωπικότητες να ανακατεύονται στις δουλειές τους. Η άρχουσα τάξη καταφεύγει στο φασισμό μόνο όταν η εξουσία της απειλείται σοβαρά. Αυτό συνέβη στη Γερμανία τη δεκαετία του 1920 και του 1930, όταν η εργατική τάξη είχε φτάσει πολύ κοντά στο να πάρει στα χέρια της την εξουσία. Μια κυβέρνηση με τη συνεργασία του Die Linke, του SDP και των Πρασίνων, κάτω από τη «χαλαρή» ηγεσία του Μπόντο Ραμέλοφ δεν θα ήταν φυσικά ικανή να απειλήσει σοβαρά τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
οι ηγεσίες του CDU όσο και του FDP κεντρικά κράτησαν αποστάσεις από την τοπική συνεργασία με το AfD, μιλώντας για την ανάγκη της «ενότητας των δημοκρατικών δυνάμεων». Αυτή τους η στάση όμως είναι υποκριτική. Το FDP όχι μόνο δεν ήταν ποτέ ένα αντιφασιστικό κόμμα, αλλά στην ουσία είναι το «μικρό κόμμα των μεγάλων επιχειρήσεων» και έδωσε πολιτική στέγη σε αρκετούς πρώην Ναζί μετά τον πόλεμο. Το κόμμα καθοδηγείται από μικροαστικά και αστικά στρώματα, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει τις κοινωνικές περικοπές, τις απελάσεις, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, πίσω από ένα φιλελεύθερο προσωπείο.
Το ταμπού που υπήρχε στο παρελθόν, με τα μεγάλα κόμματα να αρνούνται τη συνεργασία με το AfD, έχει σπάσει. Παρόλο που αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι οι ηγεσίες των κομμάτων του κατεστημένου δεν επιδιώκουν μια ανοιχτή συνεργασία με την ακροδεξιά, αυτό δεν αλλάζει καθόλου την πρόθεσή τους να την ανεχτούν και να τη στηρίξουν αν θα τους είναι απαραίτητη στο μέλλον.
Ταυτόχρονα, αυτά τα γεγονότα αποκαλύπτουν και τον πραγματικό ρόλο του AfD, που παρουσιάζεται σαν ένα «αντισυστημικό κόμμα» που δίνει τη μάχη ενάντια στα «παλιά κόμματα». Υποστηρίζοντας όμως τον Κέμεριχ έδειξε ακριβώς το αντίθετο, καθώς η πολιτική που θα ακολουθούσε ο Κέμεριχ θα ήταν η πολιτική των κοινωνικών περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν τα παραπάνω γεγονότα σημαίνουν πως η Γερμανία βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στο να πάρουν οι φασίστες την εξουσία. Χωρίς καμία διάθεση να υποβαθμιστεί η ακροδεξιά και ο κίνδυνος της εξάπλωσης της φασιστικής βίας, πρέπει να πούμε ότι ο φασισμός δεν είναι η μορφή διακυβέρνησης που επιθυμεί η αστική τάξη σε αυτή τη φάση. Υπό κανονικές συνθήκες η κοινοβουλευτική δημοκρατία προσφέρει το καλύτερο έδαφος για την αύξηση των κερδών του κεφαλαίου. Η άρχουσα τάξη μπορεί με εύκολο τρόπο και με σχετικά περιορισμένη χρήση βίας, να διασφαλίσει τα συμφέροντά της.
Σε μια τέτοια «δημοκρατία», οι φασίστες και οι ακροδεξιοί είναι χρήσιμοι για τον εκφοβισμό της Αριστεράς και των μειονοτήτων. Αλλά οι μεγάλες επιχειρήσεις δε θέλουν να τους δώσουν πλήρη εξουσία να κυβερνήσουν ή να επιτρέψουν σε ανεξέλεγκτες πολιτικές προσωπικότητες να ανακατεύονται στις δουλειές τους. Η άρχουσα τάξη καταφεύγει στο φασισμό μόνο όταν η εξουσία της απειλείται σοβαρά. Αυτό συνέβη στη Γερμανία τη δεκαετία του 1920 και του 1930, όταν η εργατική τάξη είχε φτάσει πολύ κοντά στο να πάρει στα χέρια της την εξουσία. Μια κυβέρνηση με τη συνεργασία του Die Linke, του SDP και των Πρασίνων, κάτω από τη «χαλαρή» ηγεσία του Μπόντο Ραμέλοφ δεν θα ήταν φυσικά ικανή να απειλήσει σοβαρά τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
οι ηγεσίες του CDU όσο και του FDP κεντρικά κράτησαν αποστάσεις από την τοπική συνεργασία με το AfD, μιλώντας για την ανάγκη της «ενότητας των δημοκρατικών δυνάμεων». Αυτή τους η στάση όμως είναι υποκριτική. Το FDP όχι μόνο δεν ήταν ποτέ ένα αντιφασιστικό κόμμα, αλλά στην ουσία είναι το «μικρό κόμμα των μεγάλων επιχειρήσεων» και έδωσε πολιτική στέγη σε αρκετούς πρώην Ναζί μετά τον πόλεμο. Το κόμμα καθοδηγείται από μικροαστικά και αστικά στρώματα, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζει τις κοινωνικές περικοπές, τις απελάσεις, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, πίσω από ένα φιλελεύθερο προσωπείο.
Το ταμπού που υπήρχε στο παρελθόν, με τα μεγάλα κόμματα να αρνούνται τη συνεργασία με το AfD, έχει σπάσει. Παρόλο που αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι οι ηγεσίες των κομμάτων του κατεστημένου δεν επιδιώκουν μια ανοιχτή συνεργασία με την ακροδεξιά, αυτό δεν αλλάζει καθόλου την πρόθεσή τους να την ανεχτούν και να τη στηρίξουν αν θα τους είναι απαραίτητη στο μέλλον.
Ταυτόχρονα, αυτά τα γεγονότα αποκαλύπτουν και τον πραγματικό ρόλο του AfD, που παρουσιάζεται σαν ένα «αντισυστημικό κόμμα» που δίνει τη μάχη ενάντια στα «παλιά κόμματα». Υποστηρίζοντας όμως τον Κέμεριχ έδειξε ακριβώς το αντίθετο, καθώς η πολιτική που θα ακολουθούσε ο Κέμεριχ θα ήταν η πολιτική των κοινωνικών περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων.
Ο καπιταλιστικός κοινοβουλευτισμός σε κρίση
Η κοινωνική πόλωση και η παρακμή των παραδοσιακών κομμάτων δείχνουν ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο να επιτυγχάνονται σταθερές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Από τη στιγμή που η άρχουσα τάξη δε μπορεί να εμπιστευτεί ούτε το AfD αλλά ούτε και το Die Linke, είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν και άλλες κρίσεις και θα προκύπτουν ξανά και ξανά περιπτώσεις αδυναμίας σχηματισμού κυβερνήσεων πλειοψηφίας.
Τέτοιες κρίσεις ήδη υπάρχουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα παραδοσιακά κόμματα εξαφανίζονται και νέα κόμματα εισέρχονται στο πολιτικό προσκήνιο σαν κομήτες. Αυτό αντανακλά τη γενική δυσαρέσκεια και την απώλεια εμπιστοσύνης στα κόμματα του κατεστημένου. Πρακτικά, για τα πλατιά λαϊκά στρώματα, έχει ελάχιστη διαφορά αν βρίσκεται στην εξουσία μια σοσιαλδημοκρατική ή συντηρητική κυβέρνηση, όταν το βιοτικό τους επίπεδο παραμένει χαμηλό και η κοινωνική ανασφάλεια αυξάνεται. Στην πραγματικότητα αυτές οι συνθήκες τροφοδοτούν την άνοδο της ακροδεξιάς.
Πίεση στο Die Linke για να προσαρμοστεί
Τα κόμματα του κεφαλαίου θα χρησιμοποιήσουν αυτή την κατάσταση για να ασκήσουν πίεση στο Die Linke για να ενσωματωθεί στο σύστημα ακόμη περισσότερο. Στις τελευταίες εκλογές, το Die Linke έλαβε το 31% των ψήφων στη Θουριγγία. Σε ενδεχόμενο νέων εκλογών, μπορούν να πετύχουν ακόμη καλύτερα αποτελέσματα. Το CDU από την πλευρά του, κάνει ελιγμούς και προσπαθεί να βρει λύση χωρίς να χρειαστεί να πάει σε εκλογές. Ο κεντρικός στόχος του CDU είναι περισσότερο να περιθωριοποιήσει πολιτικά το Die Linke, παρά να ενισχύσει την εκλογική του απήχηση, και να αναγκάσει το Die Linke να μπει στην «κοινότητα των δημοκρατών».
Ένα κεντρικό ζήτημα για ένα αριστερό κόμμα είναι πώς χρησιμοποιεί τέτοιες εκλογικές επιτυχίες για να κινητοποιήσει την κοινωνία προκειμένου να υλοποιήσει τα πολιτικά του αιτήματα και πώς μπορεί να δώσει τη μάχη ενάντια στην ακροδεξιά και τους νεοναζί. Το ιστορικό της τοπικής διακυβέρνησης υπό την ηγεσία του Μπόντο Ραμέλοφ δε διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνο των κυβερνήσεων σε άλλα κρατίδια της Γερμανίας, καθώς έχει αποδεχθεί τους περιορισμούς του δημόσιου χρέους και άλλους νεοφιλελεύθερους κανονισμούς, ενώ έχει προχωρήσει και σε απελάσεις προσφύγων.
Στην ουσία, κάθε κόμμα πρόθυμο να συμβιβαστεί με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου, αντί να παλεύει για τις διεκδικήσεις και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των φτωχών, όσο κι αν μιλάει στο όνομα της Αριστεράς και του αντιφασισμού, τελικά δε μπορεί να δώσει ούτε τη μάχη ενάντια στην ακροδεξιά. Αν μάλιστα αυτό το κόμμα βρεθεί σε κάποια τοπική ή κεντρική κυβέρνηση και δεχτεί να εφαρμόσει μέτρα λιτότητας, τότε θα σπείρει την απογοήτευση και θα ενισχύσει την παρουσία των ακροδεξιών.
Πολλοί είναι αυτοί που ανησυχούν για τα γεγονότα στην Ερφούρτη. Οι εξελίξεις αυτές πρέπει να λειτουργήσουν ως ένα καμπανάκι κινδύνου, προκειμένου να μάθουμε το σημαντικότερο μάθημα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: στη ρίζα του φασισμού βρίσκεται το κεφάλαιο. Μπορούμε να δώσουμε ένα τέλος στον ρατσισμό, το σεξισμό και την ομοφοβία μια για πάντα, μόνο αν δώσουμε τη μάχη ενάντια στο σύστημα που ενισχύει όλα αυτά τα στοιχεία, δηλαδή τον καπιταλισμό.
Η κοινωνική πόλωση και η παρακμή των παραδοσιακών κομμάτων δείχνουν ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο να επιτυγχάνονται σταθερές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Από τη στιγμή που η άρχουσα τάξη δε μπορεί να εμπιστευτεί ούτε το AfD αλλά ούτε και το Die Linke, είναι δεδομένο ότι θα υπάρξουν και άλλες κρίσεις και θα προκύπτουν ξανά και ξανά περιπτώσεις αδυναμίας σχηματισμού κυβερνήσεων πλειοψηφίας.
Τέτοιες κρίσεις ήδη υπάρχουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου τα παραδοσιακά κόμματα εξαφανίζονται και νέα κόμματα εισέρχονται στο πολιτικό προσκήνιο σαν κομήτες. Αυτό αντανακλά τη γενική δυσαρέσκεια και την απώλεια εμπιστοσύνης στα κόμματα του κατεστημένου. Πρακτικά, για τα πλατιά λαϊκά στρώματα, έχει ελάχιστη διαφορά αν βρίσκεται στην εξουσία μια σοσιαλδημοκρατική ή συντηρητική κυβέρνηση, όταν το βιοτικό τους επίπεδο παραμένει χαμηλό και η κοινωνική ανασφάλεια αυξάνεται. Στην πραγματικότητα αυτές οι συνθήκες τροφοδοτούν την άνοδο της ακροδεξιάς.
Πίεση στο Die Linke για να προσαρμοστεί
Τα κόμματα του κεφαλαίου θα χρησιμοποιήσουν αυτή την κατάσταση για να ασκήσουν πίεση στο Die Linke για να ενσωματωθεί στο σύστημα ακόμη περισσότερο. Στις τελευταίες εκλογές, το Die Linke έλαβε το 31% των ψήφων στη Θουριγγία. Σε ενδεχόμενο νέων εκλογών, μπορούν να πετύχουν ακόμη καλύτερα αποτελέσματα. Το CDU από την πλευρά του, κάνει ελιγμούς και προσπαθεί να βρει λύση χωρίς να χρειαστεί να πάει σε εκλογές. Ο κεντρικός στόχος του CDU είναι περισσότερο να περιθωριοποιήσει πολιτικά το Die Linke, παρά να ενισχύσει την εκλογική του απήχηση, και να αναγκάσει το Die Linke να μπει στην «κοινότητα των δημοκρατών».
Ένα κεντρικό ζήτημα για ένα αριστερό κόμμα είναι πώς χρησιμοποιεί τέτοιες εκλογικές επιτυχίες για να κινητοποιήσει την κοινωνία προκειμένου να υλοποιήσει τα πολιτικά του αιτήματα και πώς μπορεί να δώσει τη μάχη ενάντια στην ακροδεξιά και τους νεοναζί. Το ιστορικό της τοπικής διακυβέρνησης υπό την ηγεσία του Μπόντο Ραμέλοφ δε διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνο των κυβερνήσεων σε άλλα κρατίδια της Γερμανίας, καθώς έχει αποδεχθεί τους περιορισμούς του δημόσιου χρέους και άλλους νεοφιλελεύθερους κανονισμούς, ενώ έχει προχωρήσει και σε απελάσεις προσφύγων.
Στην ουσία, κάθε κόμμα πρόθυμο να συμβιβαστεί με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου, αντί να παλεύει για τις διεκδικήσεις και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των φτωχών, όσο κι αν μιλάει στο όνομα της Αριστεράς και του αντιφασισμού, τελικά δε μπορεί να δώσει ούτε τη μάχη ενάντια στην ακροδεξιά. Αν μάλιστα αυτό το κόμμα βρεθεί σε κάποια τοπική ή κεντρική κυβέρνηση και δεχτεί να εφαρμόσει μέτρα λιτότητας, τότε θα σπείρει την απογοήτευση και θα ενισχύσει την παρουσία των ακροδεξιών.
Πολλοί είναι αυτοί που ανησυχούν για τα γεγονότα στην Ερφούρτη. Οι εξελίξεις αυτές πρέπει να λειτουργήσουν ως ένα καμπανάκι κινδύνου, προκειμένου να μάθουμε το σημαντικότερο μάθημα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: στη ρίζα του φασισμού βρίσκεται το κεφάλαιο. Μπορούμε να δώσουμε ένα τέλος στον ρατσισμό, το σεξισμό και την ομοφοβία μια για πάντα, μόνο αν δώσουμε τη μάχη ενάντια στο σύστημα που ενισχύει όλα αυτά τα στοιχεία, δηλαδή τον καπιταλισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.