7.2.20

ΜΟΡΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ




Διήγημα του Μιχάλη Κατράκη


Η ΕΙΚΟΝΑ «ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΗ ΜΟΡΙΑ» ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΪΟΝ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ ΤΗΣ, RICHARD MOSSE ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΚΑΛΕΡΥ JACK SHAINMAN.
ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥΣ ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:



© Richard Mosse, Moria in Snow, 2017, courtesy of the artist and Jack Shainman Gallery

«Κάτι πλησίαζε από πίσω τους. Τι ακριβώς ήταν, ήταν αδύνατο να δουν: έμοιαζε με μεγάλη σκιά στο κέντρο της οποίας διακρινόταν μία σκοτεινή μορφή, ανθρωπόμορφη ίσως, όμως μεγαλύτερη. Μία φοβερή ισχύ και ατόφιος τρόμος έδειχνε να φωλιάζει μέσα του και να το περιστοιχίζει.»
Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν
Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών
Απόσπασμα από την υπόγεια πόλη της Μόρια
Το κείμενο αυτό αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας βασισμένο στις καταγγελίες των διεθνών ανθρωπιστικών οργανώσεων. Κάθε πρόσωπο, περιγραφή τοποθεσίας ή όνομα είναι προϊόν φαντασίας. Όσα δεν είναι, θα πρέπει να τα ανακαλύψετε μόνοι σας. Στο τέλος του διηγήματος, μπορείτε να βρείτε μερικές πηγές που ίσως σας ανοίξουν τα μάτια.

Ένα ποτήρι νερό. Πάνω σε ένα τραπέζι. Τα φώτα φθορίου πονούν τα μάτια της κι αυτό είναι όσο καταφέρνει να δει μπροστά της. Ένα ποτήρι με καθαρό νερό. Έχει να πιει νερό παραπάνω από εικοσιτέσσερις ώρες, τα χείλια της είναι σκισμένα σε πολλά σημεία. Την δάγκωσε κάποιος κάνοντας μία βαθιά πληγή στην δεξιά άκρη του στόματός της, τώρα το θυμόταν. Όμως είχαν σκιστεί από άκρη σ’άκρη με κάθετες ρωγμές. Μπορεί από τους άλλους, μπορεί από τη στέρηση. Ήθελε νερό. Σε λίγο θα πιει λαίμαργα. Προς το παρόν πρέπει να καταπιεί τις μύξες και τα σάλια, είναι γεμάτο το στόμα της. Στρέφεται πάνω στην σιδερένια καρέκλα, κάθεται με το βάρος στον γοφό διαφορετικά την τρυπάει ο πόνος. Το δωμάτιο είναι άδειο, τα λευκά πλακάκια του βρώμικα, γεμάτα λασπουριά από τους δεκάδες ανθρώπους που πέρασαν από εκεί μέσα. Είναι αργά, δεν ξέρει πόσο αργά όμως είχε πέσει σκοτάδι όταν κατάφερε να ξεφύγει από το Μπλοκ 2. Οι Σύροι την ακολούθησαν, βγήκε στο πλάτωμα πίσω από τις τουαλέτες ουρλιάζοντας. Ο Άραβας που κρατάει τον καφενέ προσπάθησε να την σταματήσει, έτσι της φάνηκε. «Πού πας;» την είχε ρωτήσει, «πού είναι η μάνα σου;» Την ήξερε. Δύο χρόνια μέσα στην «ζούγκλα». Όλοι την ήξεραν. Προσπάθησε να την πιάσει, έχωσε τα νύχια της στα μάτια του μόλις άπλωσε τα χέρια στους ώμους της και συνέχισε να τρέχει. Πίσω της άκουσε φωνές, τις κατάρες του Άραβα, τους Σύρους να της λένε πως δεν θα γλιτώσει. «Χρωστάει ακόμα ο αδελφός σου, βρώμα! Θα σε βρούμε!» φώναζαν.
Έπεσε αρκετές φορές, έκοψε το πόδι της άσχημα σε μία λαμαρίνα, τώρα το ένοιωθε να κρυώνει και να την πονάει. Ήταν το πρώτο πράγμα που ένοιωσε μετά από ώρα. Την ξέπλυνε ο πόνος. Άρχισε να τρέμει. Άκουσε μία ήρεμη φωνή να της μιλάει στα Αγγλικά κι έπειτα βήματα προς την έξοδο μέχρι που χάθηκαν μέσα στην νύχτα, δεν κατάλαβε ποιος ήταν ή τι είπε. Ήξερε Αγγλικά, τα είχε μάθει στο Χαλέπι όταν ήταν μικρή. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε. Όμως δεν μπορούσε να ακούσει, δεν μπορούσε να κουνήσει το κεφάλι, δεν μπορούσε να μιλήσει. Τίποτα δεν μπορούσε εδώ και καιρό, τώρα οριστικά.
Ο πόνος ήταν το πρώτο που ένοιωσε, σφύριζε μέσα στα αφτιά της, όπως τότε που η πρώτη βόμβα εξερράγη στην Μεντινέ. Ήταν στον δρόμο, όλα τα παιδιά ήταν στον δρόμο. Εκείνη η πρώτη έκρηξη τους βρήκε απροετοίμαστους. Τους σάρωσε. Έπειτα το Σινάν Τζαμί, το Χαν Σουνέ και το Κάρλτον. Μετά ήρθαν τα αεροπλάνα. Όταν πολύ καιρό μετά έφτασε ο στρατός, ο πατέρας τους πήρε και έφυγαν με τα πόδια. Τίποτα δεν ένοιωθε, τίποτα δεν πρόλαβε κανένας ζωντανός να θρηνήσει καθώς άφηνε πίσω την πατρίδα. Ο πατέρας ίσως ένοιωθε ντροπή. Δεν είπε τίποτα ποτέ όμως όταν νόμιζε πως δεν τον έβλεπε κανείς έκλαιγε σιωπηλά καθισμένος στις ερημιές της Τουρκίας, όπου τους έβρισκε η νύχτα κάθε φορά. Είκοσι μέρες περπατούσαν και εκείνη δεν ένοιωθε τίποτα. Τίποτα όταν τους έβαλαν στην σχεδία να περάσουν απέναντι. Τίποτα όταν κάρφωσαν το μαχαίρι στο πλαστικό. Τίποτα όταν τους τύλιξε η μαύρη θάλασσα. Τίποτα όταν στην στεριά πια τους μάζεψαν στην «ζούγκλα». Τίποτα όταν η μάνα έμαθε πως ο πατέρας έμεινε στο πέλαγος. Ούτε όταν τον βρήκαν μετά από μέρες σαπισμένο στα βράχια του νησιού ένοιωσε τίποτα.
Δύο χρόνια πέρασαν από τότε. Τα πρώτα λεφτά έφτασαν στην σκηνή τους πριν έξι μήνες. Τα έφερε ο Τζαφάρ. Τον είχε ρωτήσει που το είχε βρει εκείνο το χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ. «Αΐσα, μικρή αδελφή μου, μην ρωτάς. Μόνο τρώγε», της είχε αποκριθεί χωρίς να την κοιτάει. Εκείνη έφαγε και συνέχισε να τρώει κάνοντας πως δεν ήξερε. Δεν τον ρώτησε ξανά που έβρισκε τα λεφτά. Τα έφερνε, τα έδινε στην μάνα τους και έφευγε χωρίς να τους ρίξει ούτε ένα βλέμμα. Και σήμερα που την ξύπνησε το χάραμα και την πήρε με το νυχτικό έξω από την σκηνή, πάλι δεν την κοιτούσε. Όταν τον ρώτησε πού πάνε δεν της απάντησε καθόλου. Την χτύπησε την τρίτη φορά που ρώτησε. «Αν ξαναμιλήσεις θα σε σπάσω στο ξύλο, ακούς;»
Τότε μόνο την κοίταξε και η Αΐσα κατάλαβε. Όμως της ήταν αδύνατο να νοιώσει το παραμικρό. Είχε φοβηθεί πολύ, είχε πονέσει πολύ, είχε φτάσει να μην αισθάνεται τίποτα άλλο πέρα από κούραση. Πήγε αθόρυβα. Τόσο αθόρυβα που πίστευε πως ήταν ήδη νεκρή, από την βόμβα της Μεντινέ ακόμα. Μετά την πήραν οι Σύροι. Και διαπίστωσε πως δεν ήταν νεκρή την στιγμή που άρχισε να παρακαλάει ουρλιάζοντας να την σκοτώσουν. Εκείνοι συνέχιζαν την δουλειά τους. Και δεν την σκότωναν.
***
Βγήκα από το δωμάτιο προσπαθώντας να βρω κάποιον διερμηνέα. Δεν υπήρχε κανείς τόσο αργά στο κέντρο υποδοχής, αυτό ήταν σίγουρο. Περπάτησα μέχρι το κεντρικό κτήριο, ήταν περασμένες δώδεκα, επικρατούσε ησυχία. Ήταν το τρίτο βράδυ που ήμουν υπηρεσία. Πριν καμιά ώρα είχα μιλήσει με τη Γιασμίν και τον Βασίλη που είχαν την πρωινή βάρδια για τα περιστατικά. Κόλαση, μου είχαν πει και αυτό το ήξερα αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ το είδος της κόλασης.
Βρήκα έναν κουρασμένο Τζέικομπ σκυμμένο πάνω από τις αναφορές. Σήκωσε τα μάτια και με κοίταξε όπως τον χαιρέτισα. Ήταν ένα στρογγυλοπρόσωπο αγόρι, είχε πάρει την ειδικότητα του πριν δύο χρόνια και τα είχε παρατήσει όλα και όλους για τον Οργανισμό. Τον τάιζε το όνειρο του, εφτακόσιες μέρες στους Γιατρούς μπορούν να σκοτώσουν κάθε ίχνος ονείρου. Πάνω στο στρογγυλό του μούτρο βλέπαμε όλοι όσα κινδυνεύαμε να χάσουμε οριστικά. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε στην θέα του προσώπου του ήταν να αναρωτιόμαστε «πώς τα καταφέρνει;»
«Τι έχουμε;» ρώτησε και μου χαμογέλασε.
Κούνησα το κεφάλι.
«Δεν έχω ιδέα», ξεκίνησα να λέω. «Μπήκε σαν φάντασμα στο εξεταστήριο. Δεν μιλάει καθόλου. Δεν ξέρω καν αν με ακούει. Θεέ μου! Δεν μπορώ να την πλησιάσω, μαζεύεται. Δεν με κοιτάει καν. Μόλις κατάφερα να την πείσω να καθίσει.»
«Από πού είναι;»
«Δεν μου είπε. Νομίζω δεν ξέρει Αγγλικά.»
«Κλινική κατάσταση; Την εξέτασες;»
«Δεν με αφήνει να την αγγίξω. Έχει ένα βαθύ κόψιμο στο πόδι. Δείχνει υγιής. Σε σοκ, αλλά υγιής. Το τραύμα θέλει αντιβιοτικά και ράμματα.»
Ο Τζέικομπ αναστέναξε.
«Ο I.S.I.S.;»
Με πήρε το παράπονο. Κάθισα δίπλα του και άρχισα να κλαίω.
«Δεν θα σταματήσει ποτέ, Τζέικ; Ποτέ;»
Με αγκάλιασε.
«Άκου. Είσαι γιατρός. Είσαι γυναικολόγος. Μπορούσες να βγάζεις λεφτά και να ξεγεννάς χαρούμενες μανούλες και να είναι όλα ρόδινα. Γιατί ήρθες εδώ;»
Ήταν η πρώτη φορά στους έξι μήνες που βρισκόμουν στον οργανισμό που κάποιος πέρα από την διοίκηση με είχε ρωτήσει. Ήταν λογικό. Έσπασα εκείνο το βράδυ και ο Τζέικομπ το ήξερε. Όλοι σπάνε στην αρχή. Κάποιοι νωρίτερα, κάποιοι αργότερα αλλά συμβαίνει σε όλους. Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή έχεις ανάγκη από ένα όνειρο για να πιαστείς. Οτιδήποτε άλλο υπάρχει γύρω σου και ανήκει στον φυσικό κόσμο και στην σφαίρα της λογικής δεν κάνει, γλιστράει γιατί είναι βουτηγμένο στα σκατά και το αίμα.
«Για να βοηθήσω», μουρμούρισα.
«Πώς;» με ρώτησε απαλά. «Έτσι; Ποιον βοηθάς έτσι;»
Είχα αντίλογο.
«Είναι αδύνατον να το αντέξει άνθρωπος αυτό το πράγμα, Τζέικ! Αδύνατον! Πόσα παιδιά προσπάθησαν να αυτοκτονήσουν αυτή την εβδομάδα, Τζέικ;»
«Δεκατρία. Το μικρότερο ήταν εννιά χρονών. Μοχάμεντ είναι το όνομα του. Ήρθε από το Χαλέπι πέρυσι. Έμενε σε μια σκηνή με τους γονείς του στο Μπλοκ Τρία. Τον βίασαν όσο περίμενε να επιστρέψουν οι γονείς του με το συσσίτιο. Δεν μάθαμε ποιοι. Ούτε πόσοι.»
Έτρεμα.
«Πόσα παιδιά τα κατάφεραν; Πόσα πέθαναν;»
«Τέσσερα.»
«Μπήκες μέσα να δεις τι γίνεται;»
«Όχι. Η δουλειά μου είναι έξω, εδώ…»
«Είναι εννιά χιλιάδες άνθρωποι!»
«Δεν έχουμε δουλειά εκεί…»
«Σε χώρο για δυόμισι!»
«Έτσι είναι…»
«Χέζουν εβδομήντα άνθρωποι σε μία τουαλέτα!»
«Αυτό είναι όμως…»
«Χέζουν ο ένας πάνω στον άλλο, ζουν παράφρονες και εγκληματίες αγκαλιά με παιδιά και δασκάλους, καταλαβαίνεις;»
«Απόλυτα. Εσύ δεν καταλαβαίνεις;»
«Πόσοι ήρθαν από το Ντέιρ Αλ Ζορ πριν έξι μήνες; Εκατό; Διακόσιοι; Τους είδες; Το Ντέιρ Αλ Ζορ ανήκει στο Ισλαμικό Κράτος, Τζέικομπ! Ξέρεις τι κάνουν στα παιδιά και στις γυναίκες αυτά τα ζώα;»
«Πολύ καλά.»
«Και πού τους έβαλαν; Στο Μπλοκ Δύο, αν έχεις τον Θεό σου! Μέσα στον πληθυσμό!»
«Σωστά.»
«Και οι ντόπιοι…»
«Ελάχιστοι.»
«…κάνουν πάρτι! Τους βλέπεις!»
«Το ξέρεις, είναι νόμος. Σε κάθε κοινωνία, ακόμα και στην πιο όμορφη, στην πιο αρμονική όπως είναι η κοινωνία αυτού του τόπου, θα βρεθούν μερικοί ικανοί να πράξουν τα χειρότερα εις βάρος άλλων ανθρώπων. Το ξέρεις…»
«Κοίτα έξω μια στιγμή, εδώ αφήνουν τα αγροτικά, κοιτά πόσα είναι! Κοίτα!»
«Είναι μερικά.»
«Αντέχετε αυτό το πράγμα Τζέικ; Πώς αντέχετε, γαμώτο! Θα πάρει η μητέρα μου αύριο τηλέφωνο. Τι θα της πω; Όλα καλά ρε μαμά, να εδώ, μαζεύουμε κομματιασμένα παιδιά από τις λάσπες, ναι, ναι, τα ράβουμε και πίσω πάλι στην κόλαση; Αυτό θα πω;»
«Όχι. Θα πεις ότι κανείς την δουλειά σου.»
«Και ποια είναι η δουλειά μου;»
«Η δουλειά σου είναι να βοηθάς όσους περισσότερους ανθρώπους μπορείς. Για να το κάνεις αυτό θα πρέπει να αδιαφορείς απόλυτα για αυτούς. Ξέρω, είναι δύσκολο. Ήμουν τέσσερις μήνες στην δομή της Ερυθραίας για τον Έμπολα. Ήταν καλύτερα από εδώ. Μόνο η νόσος ήταν το πρόβλημα εκεί. Η νόσος, το νερό, το φαγητό. Εδώ… εδώ είναι η κόλαση. Όμως, για να μπορέσεις να βοηθήσεις πρέπει να πάψει να σε νοιάζει ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Το καλύτερο που έχεις να κάνεις για αυτό το πονεμένο κορίτσι που έχεις μέσα στο εξεταστήριο, είναι να μην δίνεις δεκάρα.»
Πάγωσα. Θύμωσα, ήθελα να τον χτυπήσω, σήκωσα μάλιστα το χέρι μου για να το κάνω όταν γύρισα και κοίταξα το πρόσωπο του. Ήταν εκεί, το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου και ανάμεσα στην μεγάλη εικόνα εμείς, ένα τσιρότο πάνω σε μία υπερβολικά βαθιά πληγή.
«Είναι σκληρό…»
«Όμως, έτσι είναι.»
«Πονάει τόσο…»
«Δεν μπορείς να το αλλάξεις. Κάνε την δουλειά σου.»
«Η μικρή εκεί μέσα;»
«Ράψε το πόδι της και στειλ’ την πίσω.»
«Δεν μπορώ.»
«Δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο.»
«Θα πεθάνει, αν το κάνω.»
«Δεν το ξέρεις.»
Γύρισα και τον κοίταξα.
«Είναι ένα παιδί, ένα μικρό κορίτσι, πονάει, τρέμει και είναι σε σοκ. Δεν μπορεί να κάτσει στην καρέκλα. Δεν την εξέτασα, αλλά αν το κάνω ξέρω καλά τι θα βρω», απάντησα οργισμένα και σηκώθηκα. «Εκεί έξω, δεν την στέλνω!»
«Δεν μπορείς να τους σώσεις όλους, το ξέρεις.»
«Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να σώσω κανέναν.»
Κούνησε το κεφάλι.
«Δεν θα το αντέξεις. Θα σε σκοτώσει αυτό το πράγμα.»
«Ας με σκοτώσει», απάντησα καθώς έβγαινα από την κεντρική μονάδα και τον άφηνα πίσω μου. «Δεν τη στέλνω πίσω.»
***
Νερό. Μόνο αυτό θέλει. Με κάποιο τρόπο να αδειάσει το ποτήρι. Κοιτάζει γύρω της. Κανείς. Είναι μόνη, αυτή και το ποτήρι. Απλώνει το χέρι και γέρνει μπροστά για να το πιάσει. Ο πόνος διαπερνά το κορμί της. Ξεκινά ανάμεσα από τα πόδια της και τρυπάει το μυαλό της. Κοιτάζει το νυχτικό της. Την σκεπάζει κουρελιασμένο και βρώμικο. Κοιτάζει επίμονα, φέρνει τα χέρια και το σηκώνει μέχρι την μέση. Βλέπει την γάμπα της βαθιά κομμένη να αιμορραγεί. Βλέπει κι άλλο αίμα πιο ψηλά, στα γόνατα, στα μπούτια της. Κατεβαίνει από μέσα της σε μικρά, καφετιά ρυάκια. Έχει ξεραθεί πάνω της. Τρέμει, γυρίζει στο πλάι και βγάζει χολή διπλωμένη πάνω στα πλακάκια. Τελειώνει, σκουπίζει με τα βρώμικα χέρια της το πρόσωπο της αφήνοντας σημάδια και σηκώνεται από εκεί που έχει πέσει. Θυμάται την μητέρα της όταν γύριζε από τα παιχνίδια βρώμικη και γεμάτη λάσπες. Την καθάριζε προσεκτικά, να προσέχεις, της έλεγε, μην παίζεις σαν αγρίμι μέσα στο χώμα. Πού θα βρεις άντρα, έτσι που είσαι αγοροκόριτσο; Πώς θα κάνεις παιδιά; Πού θα δοκιμάσεις την αγάπη; Στις αλάνες; Με γδαρμένα γόνατα; Με βρώμικο μούτρο; Τότε της τσιμπούσε τα μάγουλα και γελούσε. Αγρίμι είσαι, της έλεγε.
Σβήνει μπροστά της η εικόνα, γυμνή εκείνη μέσα στην μπανιέρα με τα σαπούνια, τα μαλώματα και τα γέλια. Φωτιά και σκουπίδια όλα. Γυρίζει στο τραπέζι απαθής. Τίποτα δεν νοιώθει. Ο αδελφός της. Εκείνος, ως και εκείνος. Εάν δεν υπάρχει αίμα που να σώζει, έστω το ίδιο αίμα, δεν υπάρχει τίποτα. Το ποτήρι είναι εκεί, ακόμα εκεί. Πρέπει μόνο να πιει το νερό. Μετά θα ηρεμήσει. Κάθεται ξανά στην καρέκλα. Απλώνει και το πιάνει. Το φέρνει στο ύψος των ματιών. Διψάει τόσο πολύ.
***
Στεκόταν στην τιμονιέρα και κάπνιζε, έβλεπε μπροστά τα φώτα του κάστρου και το λιμάνι. Δίπλα του φάνηκε από την πόρτα ο ανιψιός του.
«Ομορφιά που ‘χει η πουτάνα, ε μπάρμπα;»
Γέλασε.
«Άμα με ξαναπείς μπάρμπα θα σε κλάψει η μάνα σου, τσογλανάκι», απάντησε δήθεν θιγμένος και ο μικρός έβαλε τα γέλια.
«Ξεψαρίσαμε καλώς, καπετάν- Σάββα.»
«Σιγά το κατόρθωμα. Μαζέψτε γριγρί κι έτοιμο για μαντάρισμα, πριν βγει ο ήλιος. Φούντο όταν σου πω να το δέσουμε.»
Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι και κοίταξε το νησί. Έβλεπαν τους δρόμους πια, έρημους μέσα στο χάραμα.
«Θα πας σπίτι;» ρώτησε και κοίταξε τον θείο του.
«Δεν το βλέπω. Περιμένω τηλεφώνημα.»
«Τι τηλεφώνημα;»
«Για δουλειά.»
Ο μικρός δεν επέμεινε.
«Θα δω τον Κωστή το μεσημέρι. Να του πω τίποτα;»
Ο Σάββας τον κοίταξε.
«Πες του πως, ο πατέρας του λέει, άμα δεν διαβάσει και σκάσει την μάνα του θα ανέβω στο χωριό και θα του κόψω τα ποδάρια», απάντησε κοφτά, έχωσε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των πενήντα. «Δώσ’ του κι αυτό», συμπλήρωσε και του το έβαλε στο χέρι. «Τσακίσου πλώρα να φουντάρεις, φτάσαμε.»
Λίγο αργότερα βρέθηκε μόνος στο κατάστρωμα. Ο μικρός έφυγε γραμμή για το χωριό, οι Αιγύπτιοι κουβαλούσαν τα ψάρια στην Σκάλα κι εκείνος κάπνιζε και κοιτούσε το τηλέφωνο του. Χτύπησε με το πρώτο φως. Μίλησε χαμηλόφωνα, χαμογέλασε και κατέβηκε από το σκαρί. Το βράδυ θα έβγαιναν ξανά. Προς το παρόν, είχε άλλες δουλειές. Όμορφες, φρέσκιες δουλειές.
Μπήκε στο αυτοκίνητο και πήρε τον δρόμο προς τα βόρεια. Έφτασε στο τέταρτο. Πάρκαρε στο πλάτωμα, κοντά στην είσοδο. Εκεί ήταν το σημείο. Κάποιος ακουμπούσε σε ένα δέντρο και κάπνιζε. Βγήκε από το αυτοκίνητο και τον πλησίασε.
«Σάββας, δεν άργησες!» αναφώνησε με σπαστά ελληνικά όταν τον είδε.
Ήταν ένας μελαψός τύπος, ψηλός και γεροδεμένος. Βρωμούσε ανυπόφορα ακόμα και για τον Σάββα που είχε κολλημένη τη μυρωδιά των ψαριών στα ρουθούνια του. Του έδωσε το χέρι. Είχαν περίπου το ίδιο ύψος και κοψιά, με φαρδύς ώμους και μεγάλες πλάτες.
«Τι έχεις ρε Μαλίκ για μένα σήμερα;»
Ο άλλος γέλασε.
«Καλό πράμα, Σάββας, αλλά πιο ακριβό.»
Δεν του άρεσε.
«Σώπα ρε ψοφίμι! Θες και παραπάνω! Άμα είναι για παραπάνω δεν ήξερα να πάω στη Μυτιλήνη;»
«Είναι καλό σου λέω. Δέκα ευρώ μόνο και είναι καθαρή.»
Γυάλισε το μάτι του. Όταν οι Άραβες έλεγαν «καθαρή», το εννοούσαν.
«Πού τη βρήκες, ρε σκύλε;»
Γέλασε ο Μαλίκ.
«Από χρέος. Θέλεις;»
Έτριψε το σαγόνι του.
«Δείξε μου.»
Του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Περπάτησαν περιμετρικά και βρέθηκαν στην πίσω μεριά του καταυλισμού. Ο Μαλίκ σήκωσε το συρματόπλεγμα. Το είχαν κόψει σε διάφορα σημεία για να μπορούν οι ντόπιοι να συναλλάσσονται μαζί τους. Κανονικά, έπρεπε να υπάρχουν φρουροί όμως οι μπάτσοι ήταν ένας για κάθε διακόσιους του καταυλισμού και οι περισσότεροι, δεν ήταν διατεθειμένοι να παίξουν με τα παιδιά του Ισλαμικού Κράτους, οπότε έκαναν πως δεν έβλεπαν.
Πέρασαν εύκολα τον φράχτη. Μέσα από τα σκουπίδια και τις σκηνές, έφτασαν σε ένα από τα λυόμενα κτίσματα στην άκρη του στρατοπέδου. Του έδειξε την πόρτα. Άνοιξε και μπήκε.
Μπροστά του είδε τέσσερις ημίγυμνους άντρες γυρισμένους όλους προς την ίδια γωνία και δίπλα τους έναν ακόμα, ντυμένο, που έκρυβε με τα χέρια το πρόσωπο του. Γελούσαν και μιλούσαν στην γλώσσα τους, όλοι εκτός από τον τελευταίο. Έδειχνε ο μικρότερος σε ηλικία. Κρατούσε τα μάτια χαμηλά ακόμα κι όταν οι άλλοι γύριζαν προς το μέρος του και του μιλούσαν. Ένας του κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα στο σβέρκο, λίγο έλειψε να πέσει. Οι υπόλοιποι ξέσπασαν σε γέλια, εκείνος όμως δεν αντέδρασε καθόλου, ούτε που σήκωσε το κεφάλι. Παράξενη ράτσα οι Άραβες κι ο Σάββας δεν μπλεκόταν στις υποθέσεις τους. Δεν τον ένοιαζαν, έτσι κι αλλιώς. Άλλο πράγμα γύρευε.
Μπροστά τους διακρινόταν ένα ράντζο καλυμμένο με μια μάλλινη, στρατιωτική κουβέρτα όμως δεν έβλεπε περισσότερα, τα σώματά τους δεν το επέτρεπαν.
Κάτι είπε ο Μαλίκ και οι τέσσερις άντρες παραμέρισαν και τον χαιρέτισαν. Τότε την είδε.
Καθαρή, του είχε πει. Μα αυτή ήταν το κάτι άλλο.
«Θα πάρεις πρώτος», άκουσε τον Μαλίκ να λέει. «Εμείς μετά. Οι άλλοι ύστερα.»
Με τα μάτια καρφωμένα πάνω της, έβγαλε από την τσέπη και του έδωσε το δεκάρικο. Ο Μαλίκ τον ευχαρίστησε. Έκανε νόημα στους άλλους.
«Θα περιμένουμε έξω. Δεν μπαίνει κανείς», του είπε. «Αργά. Αργά.»
Τον άκουσε να γελάει καθώς έκλεινε την πόρτα. Για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη ησυχία. Μετά έκανε ένα βήμα προς το ντιβάνι που ήταν πεταμένη.
Τότε ξεκίνησε να ουρλιάζει.
***
Χρειαζόμουν προμήθειες. Πέρασα από την φαρμακαποθήκη πήρα γάζες, ράμματα, αντιβιοτικά και ό,τι άλλο μπορούσα να σκεφτώ πως θα χρειαζόταν για να κάνω μια δουλειά που δεν συνήθιζα, δεν γνώριζα καλά. Δεν είμαι χειρουργός, γυναικολόγος είμαι και με εξαίρεση τα δύο ράμματα στο περίνεο δεν συνήθιζα να κάνω τέτοιες παρεμβάσεις σε ασθενείς. Μέχρι που μπήκα στους Γιατρούς. Εκεί έπρεπε να κάνω τα πάντα, έτσι κι αλλιώς στην Μόρια δεν ήμασταν πάρα μια χούφτα ειδικευμένοι, δεν υπήρχε περιθώριο για λεπτότητες. Τα μάζεψα όσο γρηγορότερα μπορούσα, έκλεισα τους φωριαμούς και γύρισα προς την έξοδο. Δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι το παγωμένο βλέμμα της. Έδειχνε πολύ νέα, ίσως δεκαπέντε χρόνων, τσακισμένη από κάτι που δεν μπορούσε να κατονομάσει όμως μου είχε γίνει εμμονή η ανάκαμψή της. Θα την έκανα να μιλήσει, θα την γιάτρευα ξεκινώντας από την πληγή στο πόδι και θα έφτανα μέχρι την τσακισμένη της ψυχή. Ήξερα πως θα ήταν δύσκολο. Αν όσα φαντάζουν πως της είχαν συμβεί ήταν αλήθεια τότε το κορίτσι αυτό βρισκόταν στο χείλος της αβύσσου. Στον αραβικό κόσμο, ο βιασμός μιας γυναίκας αντιστοιχεί με θάνατο. Κανείς δεν θέλει μια γυναίκα που δεν είναι παρθένα, που έχει χρησιμοποιηθεί. Τα τέρατα του Ισλαμικού Κράτους αλλά και τα σώματα ασφαλείας του Άσαντ το ήξεραν καλά αυτό και χρησιμοποιούσαν τους μαζικούς βιασμούς ως όπλο εξόντωσης του άμαχου πληθυσμού σε όλες τις αραβικές χώρες από το Ιράν μέχρι την Λιβύη από τότε που ξέσπασε η Αραβική Άνοιξη.
Οπότε, έπρεπε όχι απλά να την γιατρέψω αλλά να την πείσω πως στον δυτικό κόσμο η τραγωδία της δεν θα της στερούσε το όνειρο μίας ευτυχισμένης ζωής και πολύ περισσότερο, το όνειρο της μητρότητας. Υπήρχε ελπίδα και το ήξερα. Ήμουν σίγουρη πως θα κατάφερνα και εκείνη να το καταλάβει. Πρώτα όμως, έπρεπε να την προστατεύσω.
Γύρισα πίσω, άνοιξα το ντουλάπι με τα μη συνταγογραφούμενα και πήρα ένα κουτί Postinor. Αυτό αρκούσε για να βεβαιώσει πως το κορίτσι που με περίμενε δεν θα κατέληγε να γεννήσει το παιδί του βιαστή της.
Βγήκα με τα χέρια γεμάτα φάρμακα, υλικά και σιγουριά. Χαμογελούσα. Αυτή είναι η δουλειά μου, σκεφτόμουν. Όχι να γιατρεύω ανθρώπους. Να φτιάχνω ανθρώπους. Η δουλειά μου είναι να με νοιάζει.
Περπάτησα βιαστικά ως το εξεταστήριο. Έπιασα το πόμολο με κόπο, το γύρισα και άνοιξα την πόρτα.
***
Είχε σταματήσει να ουρλιάζει όταν πια σηκώθηκε από πάνω της. Έσκυψε και σήκωσε το εσώρουχό του. Το λέρωσε με αίμα όπως το φορούσε. Γύρισε και την κοίταξε. Τα χείλια της ήταν επίσης ματωμένα. Την δάγκωσε όταν μπήκε μέσα της για να σταματήσει να ουρλιάζει. Ήταν γυμνή, άνευρη πάνω στο κρεβάτι με μάτια γυάλινα. Άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε τις τρίχες ανάμεσα στα ματωμένα της πόδια. Χαμογέλασε. Εκείνη δεν αντέδρασε.
«Σου άρεσε μωρή ψώλα… θα ξανάρθω», της ψιθύρισε, έτριψε με τα δάχτυλα την ρώγα της και ένοιωσε να του σηκώνεται ξανά. Εκείνη εξακολουθούσε να κοιτά με άψυχα μάτια.
Την άφησε. Έπρεπε να επιστρέψει στο λιμάνι. Όμως θα ερχόταν ξανά για εκείνη την επόμενη μέρα.
Βγήκε έξω βαρύς. Είχε ξημερώσει για τα καλά. Βρήκε τους Άραβες έξω από την πόρτα να καπνίζουν. Ο ένας, ο μικρότερος ήταν κουλουριασμένος πάνω στο χώμα. Έδειχνε άρρωστος, τα γόνατα του ήταν λερωμένα από εμετό.
«Καλή, Σάββας;»
Ο Μαλίκ πετάχτηκε μπροστά του. Ο Σάββας τον κοίταξε διαπεραστικά και χαμογέλασε.
«Ένα έχω να σου πω, ρε τυχερέ μπάσταρδε», του είπε. «Σαν το αραβικό μουνί, δεν έχει.»
Ο Μαλίκ γέλασε, το επανέλαβε ξανά στην γλώσσα του για να ακούσουν και οι υπόλοιποι. Γέλασαν και αυτοί.
Έδειξε με ένα νεύμα προς τον νεαρό που ήταν κουλουριασμένος στο χώμα.
«Τι έπαθε αυτός;»
Ο Μαλίκ έσκυψε στο αφτί του. «Γάμησες την αδερφή του.»
Ο Σάββας γέλασε.
«Άμα κι η μάνα του είναι τόσο σφιχτομούνα, πες του για πέντε ευρώ, γαμάω και τη μάνα του!»
Ο Μαλίκ λίγο έλειψε να πέσει κάτω από το γέλια.
«Καλά περνάτε, κουφάλες μεμέτια. Να δούμε εμείς τι θα κάνουμε αν αποφασίσουν να σας πάρουν από δω καμιά ώρα. Πάλι με την χοντροκώλα τη Μαριώ θα την βγάζουμε. Πού τέτοια μπουμπούκια στο κωλόνησο», συμπλήρωσε και τους χαιρέτησε με ένα νεύμα.
Μέχρι ο Μαλίκ να χαιρετήσει τον Σάββα, ένας από τους ημίγυμνους άντρες που στέκονταν δίπλα του, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο.
***
Ένα ποτήρι νερό, αυτό θέλει μόνο. Τίποτα άλλο δεν μπορεί να θέλει, τίποτα να της ανήκει. Ούτε ο πόλεμος, ούτε ο πόνος του πολέμου, ούτε η μοναξιά της ή το σπασμένο της κορμί. Είναι δεκαπέντε χρόνων και είναι νεκρή. Λίγο νερό μόνο. Ένα ποτήρι.
Άπλωσε το χέρι και το έπιασε με τα δάχτυλα της. Ήταν κρύο. Όμορφα κρύο μέσα στο γυάλινο ποτήρι. Το σώμα της έκαιγε, το χρειαζόταν.
Όταν έπεσε πάνω της ο πρώτος, ήθελε να τον κοιτάει στα μάτια. Της τραβούσε τα μαλλιά και προσπαθούσε να την κάνει να τον κοιτάξει. Όταν οι κραυγές της έγιναν διαπεραστικές σε σημείο που να μην αντέχει άλλο, την δάγκωσε στο στόμα για να την κάνει να σταματήσει. Είχε σταματήσει πριν μπει μέσα της. Το βλέμμα του την έφαγε ζωντανή. Τρανταζόταν πάνω της και έσπρωχνε τα πόδια της ψηλά και τριβόταν πάνω της και όλο ήθελε να τον κοιτάει μέσα στα μάτια και όσο εκείνη τα έκλεινε, τόσο την χτυπούσε και προσπαθούσε να την κάνει να τον κοιτάξει. Μέχρι να τελειώσει, είχε κατασπαράξει κάθε ίχνος ζωής από μέσα της. Πέρασαν πολλοί από πάνω της και έκαναν ο καθένας ό,τι ήθελε με το κορμί της. Πόσοι, δεν μπορούσε να πει. Εφτά, δώδεκα, είκοσι. Ώρες ολόκληρες που όμως, δεν μέτρησαν για κανέναν. Στο τέλος, όταν είχε πέσει πια σκοτάδι, μπήκε στο δωμάτιο ο Τζαφάρ.
Κοίταξε το ποτήρι. Το ακούμπησε στα χείλη της. Ήπιε μια μικρή γουλιά. Ήταν τόσο νόστιμο. Ήπιε περισσότερο, ήπιε λαίμαργα.
Θυμόταν πως μια υποψία φόβου είχε ξυπνήσει μέσα της όταν τον είδε. Ήταν η σειρά του. Την πλησίασε, το πρόσωπο του ήταν χλωμό, τα μάτια του κλαμένα. Εκείνη άνοιξε τα πόδια όπως ήταν ξαπλωμένη. Ο Τζαφάρ ξέσπασε σε λυγμούς. Μουρμούρησε ένα ανάξιο «συγγνώμη».
Το είχε αδειάσει όλο. Το κράτησε στο στόμα της και άφησε την τελευταία σταγόνα να κυλήσει. Κροτάλισε τα δόντια της πάνω στο γυάλινο χείλος, το έγλυψε με την γλώσσα και το έσπρωξε λίγο πιο βαθιά μέσα στο στόμα της.
Την σήκωσε από τους ώμους και την έντυσε με το νυχτικό της.
«Έφυγαν όλοι», τον άκουσε να λέει. «Φύγε. Φύγε πριν γυρίσουν. Ή τώρα ή ποτέ.»
Να πάει πού; Γιατί; Ένοιωσε τα πόδια της να αντιδρούν, ένοιωσε την ανάγκη να ψάξει έναν τρόπο να σωθεί, μία γωνιά καλύτερη από αυτή την κόλαση για να αφήσει την τελευταία της πνοή. Να διαλέξει τον τρόπο, να διαλέξει τα χέρια που θα την κουβαλήσουν όταν τελικά θα πέσει οριστικά. Σηκώθηκε, την βοήθησε ο Τζαφάρ και όλο μιλούσε για συγχώρεση και ντροπή. Βγήκε στην νύχτα ίδια με αγρίμι και τον άφησε μόνο μέσα στο δωμάτιο. Έτρεξε. Την κυνήγησαν όμως τελικά τα κατάφερε.
Άκουσε την πόρτα πίσω της. Κάποιος ερχόταν, έπρεπε να βιαστεί. Κοίταξε ξανά τα λευκά πλακάκια, το τραπέζι και τις λάμπες φθορίου. Ήταν μια καλή, ήσυχη γωνιά. Εκεί ήταν το τώρα. Δάγκωσε το ποτήρι, απαλά. Κρύο και καθαρό. Η πόρτα άνοιξε, σφήνωσε το γυαλί ανάμεσα στους κυνόδοντες, κοίταξε λοξά προς την πόρτα, είδε την λευκή ποδιά, πράγματα να σκορπούν πάνω στο πλακάκι, δύο πράσινα μάτια γεμάτα τρόμο να την κοιτούν, ένα γλυκό στόμα, μερικά λόγια που δεν κατάλαβε και μετά στα Αγγλικά «σε παρακαλώ…», άπλωσε τα χέρια. Όμορφα, λεπτά χέρια. Τρυφερά χέρια, φτιαγμένα για να σώζουν. Θα μπορούσαν να είναι δικά της αυτά τα χέρια, της φίλης της, της μητέρας της, αν δεν είχε γεννηθεί εκεί, τότε. Ήταν χέρια που ήθελε να την αγγίξουν.
Έκλεισε τα μάτια.
«ΟΧΙ!»
Δάγκωσε δυνατά το ποτήρι κάνοντας το κομμάτια μέσα στο στόμα της.
«ΟΧΙ!»
Δάγκωσε ξανά και ξανά και ούρλιαζε και έκλαιγε και ένοιωθε τα κομμάτια να κατεβαίνουν στον λαιμό της και να την κομματιάζουν από μέσα προς τα έξω μέχρι που την λύγισε ο πόνος και έπεσε από την καρέκλα μέσα σε μια κόκκινη λίμνη σιωπής μακριά από κάθε ίχνος βίας.
***
Άπλωσα τα χέρια μου και την πήρα αγκαλιά. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα περισσότερο, δεν ήθελα να κάνω κάτι παραπάνω. Την κρατούσα καλυμμένη από το αίμα της και κουνιόμουν και φώναζα «γιατί;» και «όχι» και δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω, δεν ήθελα να σταματήσω να κλαίω. Είναι δύσκολο να πω με σιγουριά, όμως νομίζω ούρλιαζα απελπισμένα γιατί με άκουσε ο Τζέικομπ από το κεντρικό κτήριο και όρμηξε στο εξεταστήριο ανήσυχος. Δεν θυμάμαι πώς φύγαμε από εκεί. Δεν ξέρω που πήγαν εκείνο το κορίτσι. Θυμάμαι να συνέρχονται ώρες αργότερα. Το εξεταστήριο ήταν καθαρό, το κορίτσι είχε μεταφερθεί, ίσως την είχαν παραδώσει στην οικογένεια της, δεν γνωρίζω. Πήγα στο κεντρικό κτήριο, βρήκα τις αναφορές. Διόρθωσα τους αριθμούς. «Δεκατέσσερις απόπειρες, πέντε επιτυχημένες».
Αύριο ξεκινάει καινούργια εβδομάδα. Θα μετρήσουμε τις απόπειρες και τα θύματα από την αρχή. Κρατάμε αναλυτικά αρχεία στον Οργανισμό. Στην δομή της Ερυθραίας κρατάνε εβδομαδιαία αρχεία για τα κρούσματα και τους θανάτους που οφείλονται στον Έμπολα. Στη Μόρια κρατάμε εβδομαδιαία αρχεία για τους θανάτους που οφείλονται στον Άνθρωπο. Είναι απλά μια δουλειά. Πρέπει να καταλάβετε. Δεν μπορώ να τους σώσω όλους μόνη μου.

«Οι άνθρωποι στη Μόρια αναγκάζονται να στήνονται σε διαφορετικές ουρές 12 ώρες τη μέρα για να πάρουν φαγητό! Γιατί δεν τους δείχνουν τον στοιχειώδη σεβασμό; Εχω δει πολλά καμπ στον κόσμο, αλλά αυτό είναι ό,τι χειρότερο αντίκρισα στη ζωή μου».

Κούμι Ναϊντού- Γ.Γ. Διεθνούς Αμνιστίας


«Η Διεθνής Αμνηστία καλεί για άλλη μια φορά τις ελληνικές αρχές να θέσουν την ανθρώπινη ζωή ως απόλυτη προτεραιότητά τους και να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για τους πρόσφυγες, τη μεταφορά τους στην ηπειρωτική Ελλάδα και τη μετεγκατάσταση τους σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Η Διεθνής Αμνηστία καλεί επίμονα για μία ταχεία έρευνα σχετικά με τα αίτια των πρόσφατων θανάτων.»

Λία Γώγου, Ερευνήτρια της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ελλάδα και την Κύπρο


ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.