Γράφει: Παναγιώτης Βογιατζής
Επανάσταση κι αντεπανάσταση στη Γερμανία – Από τα Σοβιέτ στην επικράτηση του Χίτλερ
Σαν σήμερα, στις 30 Ιανουαρίου του 1933, ο Χίτλερ ανακηρύσσεται Καγκελάριος και ανέρχεται στην εξουσία. Με αφορμή το γεγονός δημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο του σ. Παναγιώτη Βογιατζή, για τα γεγονότα που οδήγησαν στην επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία
Το 1923 το κόμμα του Χίτλερ ήταν μια μικρή περιθωριακή ομάδα. Το 1933 είχε ήδη αναρριχηθεί στην εξουσία. Και το 1943 είχε μετατρέψει ολόκληρη την Ευρώπη σε ερείπια. Πώς έγινε δυνατή μια τέτοια καταστροφική εξέλιξη; Και το κυριότερο: πώς μπορούσε να αποφευχθεί;
Η επανάσταση του 1918
Η ραγδαία ανάπτυξη του καπιταλισμού στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα έκανε το προηγούμενο μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις δυο παραδοσιακές μεγάλες δυνάμεις, την Μ. Βρετανία και την Γαλλία, εντελώς ανεπαρκές. Δίπλα τους είχε εμφανιστεί μια νέα μεγάλη δύναμη, η Γερμανία, που διέθετε την πιο μοντέρνα και συγκεντροποιημένη βιομηχανία της εποχής, χωρίς όμως τις απαιτούμενες πρώτες ύλες και αγορές για τα προϊόντα της. Αυτός ο λόγος ήταν υπεραρκετός για να ξεσπάσει ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος και η δολοφονία του πρίγκιπα Φερδινάνδου στο Σεράγεβο το 1914 ήταν μόνο η αφορμή.
Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό με τον οποίο οι Γερμανοί εργάτες ρίχτηκαν στην μάχη για τα συμφέροντα της αστικής τους τάξης, έφτασαν 2-3 χρόνια καταστροφών και στερήσεων για να βγάλουν το σωστό συμπέρασμα πως αυτός ο πόλεμος δεν ήταν δικός τους. Οι αντιπολεμικές φωνές δυνάμωσαν. Η διαγραφόμενη ήττα έδιωξε και τις τελευταίες αυταπάτες και όρθωσε στο δρόμο του γερμανικού ιμπεριαλισμού ένα τοίχο. Η εξωτερική δυναμική μετατράπηκε σε εσωτερική. Έτσι, ο πόλεμος μετατράπηκε σε επανάσταση.
Όπως στη Ρωσία το 1917, ο πόλεμος οδήγησε εργάτες και στρατιώτες στο να βγάλουν τα σωστά συμπεράσματα για τα αδιέξοδα του προηγούμενου καθεστώτος. Όπως στη Ρωσία, μέσα σε λίγες μόνο μέρες στις αρχές του Νοέμβρη του 1918, όλες οι μεγάλες πόλεις είχαν περάσει στα χέρια των επαναστατημένων. Όπως και στη Ρωσία, δημιουργήθηκαν ενστικτωδώς συμβούλια εργατών και στρατιωτών, τα Σοβιέτ, που ήταν η μόνη δύναμη με πραγματική εξουσία. Όπως και στην επανάσταση του Φλεβάρη του 1917 στη Ρωσία, μια περίεργη κατάσταση δημιουργήθηκε. Ενώ όλη η εξουσία βρισκόταν πρακτικά στα χέρια των συμβουλίων εργατών και στρατιωτών, αυτή παραδόθηκε σε μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση, που δεν είχε άλλο σκοπό από την διατήρηση του παλιού κοινωνικού συστήματος, με οποιοδήποτε κόστος.
Εδώ όμως τέλειωναν οι ομοιότητες. Γιατί, σε αντίθεση με τη Ρωσία, στη Γερμανία το 1918 δεν υπήρχε ένα κόμμα που να ξέρει τι πρέπει να γίνει και που θα βοηθούσε τους εργάτες και τους στρατιώτες ν’ ακολουθήσουν τη σωστή επαναστατική τακτική.
Οι Μπολσεβίκοι αφιέρωσαν όλη τους την ενεργητικότητα από τον Φλεβάρη μέχρι τον Οκτώβρη του 1917, στο να δώσουν στις μάζες να καταλάβουν την πραγματική τους δύναμη. Εκεί αποσκοπούσε το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Την ίδια ώρα όμως καταλάβαιναν ότι αυτή δεν είναι μια αυτόματη διαδικασία και ότι χρειαζόταν υπομονή μέχρι να βγάλουν οι εργάτες κι οι αγρότες τα σωστά συμπεράσματα για τα παραδοσιακά τους κόμματα. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο για τη Γερμανία, όπου το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ήταν πανίσχυρο και είχε πίσω του μια παράδοση σχεδόν μισού αιώνα σαν το μοναδικό κόμμα της εργατικής τάξης.
Το νεογέννητο ΚΚ Γερμανίας (KPD) απέτυχε στην ιστορική του αποστολή. Προκλήθηκε να προχωρήσει σε μια εξαιρετικά πρώιμη εξέγερση που καταπνίγηκε από το SPD και τα παραστρατιωτικά σώματα που εσπευσμένα δημιούργησαν οι αστοί. Κάτι παρόμοιο επιχειρήθηκε να γίνει και στη Ρωσία, τον Ιούλη του 1917, εκεί όμως οι Μπολσεβίκοι κατάφεραν να διευθύνουν μια συντεταγμένη υποχώρηση και να περιορίσουν τις απώλειες. Έτσι, αυτή η πρώτη γερμανική επανάσταση πνίγηκε στο αίμα και οι δυο βασικοί της ηγέτες, ο Καρλ Λήμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ, δολοφονήθηκαν.
Τον Αύγουστο του 1919 ψηφίστηκε στη Βαϊμάρη το νέο γερμανικό σύνταγμα και η Γερμανία ανακηρύχθηκε και επισήμως Δημοκρατία (η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όπως έμεινε στην ιστορία).
Η συνθήκη των Βερσαλλιών
Τον Ιούνη του 1919 υπογράφτηκε στο ανάκτορο των Βερσαλλιών η συνθήκη τερματισμού του 1ου Παγκ. Πολέμου. Περιλάμβανε πολλές εδαφικές απώλειες για τη Γερμανία, αλλά και αστρονομικές πολεμικές αποζημιώσεις, που ήταν εντελώς αδύνατο να ικανοποιηθούν. Για την επόμενη δεκαετία, η αναθεώρηση ή η κατάργηση της συνθήκης έγινε η κορωνίδα του προγράμματος του ναζιστικού κόμματος.
Η συνθήκη πρόσθεσε κι αυτή το δυσβάσταχτό της βάρος στην ήδη κατεστραμμένη γερμανική οικονομία. Οι Γερμανοί αστοί, έχοντας πρόσκαιρα ξεμπερδέψει με την επανάσταση, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν και με την κυβέρνηση του SPD, που δεν τους επέτρεπε να υλοποιήσουν τα σχέδια τους για την πλήρη διάλυση των εργατικών δικαιωμάτων, ώστε να μπορέσουν να ξεφύγουν από την κρίση.
Στις 13 Μαρτίου του 1920 εκδηλώνεται στρατιωτικό πραξικόπημα, το πραξικόπημα του Καππ. Το εργατικό κίνημα όμως, αν και είχε ηττηθεί μόλις ένα χρόνο πριν, δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Αυθόρμητες απεργίες ξεσπούν παντού και μετατρέπονται γρήγορα σε Γενική Απεργία. Έτσι, παρ’ ότι ο στρατός αρνείται να το καταστείλει, το πραξικόπημα κατέρρευσε σε 4 μόλις μέρες και οι πρωταίτιοι διέφυγαν στο εξωτερικό.
Κι εδώ, οι ομοιότητες με τα βήματα που ακολούθησε η ρωσική επανάσταση είναι εκπληκτικές. Κάτι ανάλογο επιχειρήθηκε τον Αύγουστο του 1917, με το πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοβ. Τότε, οι Μπολσεβίκοι πρόσφεραν την συνεργασία τους στην Προσωρινή Κυβέρνηση, ενάντια στον Κορνίλοβ, χωρίς βέβαια ούτε στιγμή να πάψουν την κριτική τους προς αυτή. Η στάση τους αυτή ήταν που τους πρόσφερε και την τελική ώθηση προς την εξουσία. Σε αντιδιαστολή, το «υπεραριστερό» KPD δήλωσε αρχικά πως το πραξικόπημα του Καππ ήταν μια ενδοοικογενειακή υπόθεση της αντίδρασης και πως δεν έπαιρνε θέση. Μόνο την επόμενη μέρα, όταν φάνηκε καθαρά πως το σύνολο της εργατικής τάξης τάχθηκε μαχητικά κατά του πραξικοπήματος, τροποποίησε τη θέση του και υποστήριξε την Γενική Απεργία.
Τα υπεραριστερά λάθη του KPD συνεχίστηκαν και την επόμενη χρονιά, εισάγοντας τη «θεωρία της επίθεσης». Σύμφωνα μ’ αυτή τη «θεωρία», μια μικρή μειοψηφία Κομμουνιστών μπορούσε με τις πράξεις της να διεγείρει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και να προκαλέσει την επανάσταση. Τον Μάρτη του 1921 γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν το Ντίσελντορφ, σαν απάντηση στην αδυναμία της γερμανικής κυβέρνησης να καταβάλει τις αποζημιώσεις που όφειλε. Οι εργάτες των ορυχείων της περιοχής κατέβηκαν σε απεργία και η ηγεσία του KPD αποφάσισε να τους «υποστηρίξει» κηρύσσοντας την εξέγερση σ’ ολόκληρη τη Γερμανία. Η τυφλή τους ανυπομονησία να αναμετρηθούν με την αστική τάξη τους έκανε να παραβλέπουν πως λίγους μόνο μήνες πριν, το SPD και η αριστερή του διάσπαση, το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD), είχαν λάβει πάνω από 11 εκατομμύρια ψήφους, έναντι μόλις 500 χιλιάδων των Κομμουνιστών. Η «επίθεση του Μαρτίου» κατέληξε και πάλι σε βαριά ήττα. Ηρωικές αλλά μεμονωμένες εξεγέρσεις, απέτυχαν να «διεγείρουν» την εργατική τάξη, για να συντριβούν τελικά μία προς μία από την κυβέρνηση.
Το Ενιαίο Μέτωπο
Το 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τον Ιούνη του 1921, (όσο ζούσε ο Λένιν η ΚΔ διεξήγαγε τα συνέδριά της κάθε χρόνο, κάτι που εγκαταλείφθηκε αργότερα) καταδίκασε τη «θεωρία της επίθεσης» και εισήγαγε την τακτική του Ενιαίου Μετώπου: Η περίοδος των επαναστάσεων σαν άμεσο καθήκον είχε παρέλθει προσωρινά, αφού οι κομμουνιστές δεν είχαν καταφέρει να πάρουν με το μέρος τους την μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Αυτό ήταν τώρα το καθήκον: Το να αποσπάσουν τις μάζες απ’ την επιρροή των ρεφορμιστών. Με δυο λόγια αυτό σήμαινε καθημερινή πάλη για τα αιτήματα των εργατών και κοινός αγώνας των εργατικών οργανώσεων ενάντια στον κοινό εχθρό. «Προχωράμε χώρια αλλά χτυπάμε μαζί».
Η τακτική του Ενιαίου Μετώπου απέδωσε, στο να εξαλείψει τις αρνητικές επιπτώσεις της πολιτικής του KPD, που άρχισε και πάλι ν’ αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς. Στα μέσα του 1922 το KPD είχε 220.000 μέλη, εξέδιδε 38 καθημερινές εφημερίδες, διέθετε χιλιάδες εκλεγμένους αντιπροσώπους σε δημοτικά συμβούλια και εργατικά συνδικάτα και ήταν το μεγαλύτερο κόμμα σε 250 πόλεις!
Η κρίση του 1923
Η περίοδος σταθεροποίησης στη Γερμανία δεν έμελλε να διαρκέσει πολύ. Οι απαιτήσεις των Άγγλων και κυρίως των Γάλλων ήταν δυσβάστακτες. Η κεντρική τράπεζα έκοβε συνεχώς νέο χρήμα για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα και έτσι ο πληθωρισμός άρχισε να καλπάζει. Ένα δολάριο άξιζε 300 μάρκα τον Ιούνη του 1922, ενώ έξι μήνες μετά έφτασε τις 18.000.
Αυτό είχε τραγικές επιπτώσεις όχι μόνο για τους εργάτες αλλά και για τα μικροαστικά στρώματα που στην κυριολεξία καταστρέφονταν. Οι αστοί προετοίμαζαν την τελική τους επίθεση. Η επανάσταση του 1918 μπορεί να είχε ηττηθεί, αλλά άφησε πίσω της μια σειρά από κατακτήσεις: την αναγνώριση των συνδικάτων, την ύπαρξη εργοστασιακών επιτροπών, την επαναπρόσληψη των στρατιωτών που αποστρατεύτηκαν στις προηγούμενες δουλειές τους, την 8ωρη εργασία.
Στα τέλη του 1922, ο Ούγκο Στίννες, επικεφαλής του τραστ χάλυβα, δήλωνε:
«Δε διστάζω να πω πως είμαι πεπεισμένος ότι οι Γερμανοί εργάτες θα πρέπει να δουλεύουν 2 ώρες επιπλέον κάθε μέρα για τα επόμενα 10 ή 15 χρόνια… απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε πετυχημένη σταθεροποίηση της οικονομίας, κατά τη γνώμη μου, είναι το σταμάτημα κάθε μισθολογικού αγώνα και κάθε απεργίας για μια μακρά περίοδο… πρέπει να έχουμε το θάρρος να πούμε στο λαό: θα πρέπει να δουλεύετε υπερωρίες χωρίς πρόσθετη αμοιβή για όσο καιρό κριθεί απαραίτητο».
Ήταν ο ίδιος Στίννες που πολλαπλασίασε την περιουσία του με επενδύσεις που χρηματοδοτήθηκαν από πιστώσεις τις οποίες ξεπλήρωσε αργότερα με πληθωρισμένα μάρκα χωρίς καμιά αξία…
Τα πράγματα κατευθύνονταν προς τη σύγκρουση. Το Νοέμβρη του 1922 η κυβέρνηση συνασπισμού του SPD και των φιλελευθέρων κατέρρευσε και πρωθυπουργός ανέλαβε ο εφοπλιστής Βίλχελμ Κούνο. Τον Γενάρη του 1923 η κυβέρνηση κήρυξε στάση πληρωμών. Σαν απάντηση, γαλλικά και βελγικά στρατεύματα κατέλαβαν την βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, όπου παραγόταν το 80% του χάλυβα και του άνθρακα ολόκληρης της Γερμανίας. Ο πληθωρισμός μετατράπηκε σε υπερπληθωρισμό. Ένα ψωμί, που κόστιζε 0.6 μάρκα το 1918, έφτασε τα 250 μάρκα στις αρχές του 1923, 3500 τον Ιούλιο, 1.5 εκατομμύριο το Σεπτέμβριο και 201 δις το Νοέμβριο! Οι τιμές διπλασιάζονταν κάθε λίγες ώρες. Η παραγωγή πρακτικά σταμάτησε. Μόλις πληρώνονταν οι εργάτες, έφευγαν τρέχοντας για να προλάβουν ν’ αγοράσουν κάτι, πριν η τιμή του πολλαπλασιαστεί και πάλι. Οι αγώνες που είχαν ξεκινήσει σαν παθητική αντίσταση στην εισβολή των Γάλλων γρήγορα στράφηκαν εναντίον της κυβέρνησης και των βιομηχάνων που εν τω μεταξύ αγόραζαν τα πάντα για ένα κομμάτι ψωμί και ήταν οι μόνοι που εξακολουθούσαν να θησαυρίζουν.
Το απεργιακό κύμα που εξαπλώθηκε αυθόρμητα σ’ ολόκληρη τη χώρα κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Το SPD έχανε μέλη που κατά χιλιάδες περνούσαν στο πλευρό των Κομμουνιστών. Τον Αύγουστο η κυβέρνηση του Κούνο κατέρρευσε κι αυτή. Οι συνθήκες για την επανάσταση ποτέ δεν ήταν πιο πρόσφορες, αφού, εκτός απ’ τους εργάτες, σ’ αυτή πλέον πρόσβλεπαν και τα εκατομμύρια κατεστραμμένων μικροαστών. Ωστόσο, όπως τόσο συχνά συμβαίνει στην ιστορία, οι ηγέτες του KPD, έχοντας κάψει δυο φορές τα χέρια τους, τώρα δίσταζαν να καλέσουν σε γενίκευση της σύγκρουσης. Για να σπάσει αυτούς τους δισταγμούς, ο Τρότσκι συμβούλεψε στην εκτελεστική γραμματεία της ΚΔ τους ηγέτες του KPD να ορίσουν μια συγκεκριμένη ημερομηνία για την εξέγερση, η πρόταση του όμως απορρίφθηκε.
Το KPD άρχισε τις προετοιμασίες για την εξέγερση, αλλά με μισή καρδιά. Στα τέλη του Οκτώβρη, μια ημερομηνία όντως ορίστηκε τελικά, για να συμπέσει με τη συνδιάσκεψη των συνδικάτων. Την τελευταία όμως στιγμή, μπροστά στις αντιρρήσεις των σοσιαλδημοκρατών, ο ηγέτης του κόμματος, Χάινριχ Μπράντλερ, αποφάσισε να κάνει πίσω και να μην καταθέσει πρόταση για γενική απεργία και εξέγερση. Αμέσως, δεκάδες αντιπρόσωποι έφυγαν για τις διάφορες πόλεις, για να ενημερώσουν τα μέλη του κόμματος. Στο Αμβούργο όμως έφτασαν πολύ αργά. Στις 23 Οκτωβρίου οι κομμουνιστές κατέλαβαν τα αστυνομικά τμήματα και έστησαν οδοφράγματα. Χωρίς καμιά βοήθεια από πουθενά, η εξέγερσή τους κατεστάλη τρεις μέρες αργότερα.
Στο 5ο Συνέδριο της ΚΔ, το Μάρτιο του 1924, ο Μπράντλερ και η ηγεσία του KPD φορτώθηκαν όλη την ευθύνη γι’ αυτή την χαμένη ευκαιρία και την ήττα, ώστε να μείνουν στο απυρόβλητο οι Ζινόβιεφ, Μπουχάριν και Στάλιν, που στο μεταξύ, μετά το θάνατο του Λένιν είχαν πετύχει να ελέγχουν πλήρως τη Διεθνή.
Μερικά χρόνια αργότερα, αποκαλύφθηκε ότι η ευθύνη δεν ανήκε μόνο στην ηγεσία του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος. Στην πραγματικότητα, τέτοιες ήταν οι εντολές που λάμβαναν από την ηγεσία της ΚΔ. Το 1927, όταν η συμμαχία του Ζινόβιεφ με τον Στάλιν είχε πια διαλυθεί, ο πρώτος έδωσε στη δημοσιότητα ένα γράμμα του Στάλιν που εξηγεί πολλά για την τακτική του KPD στις κρίσιμες μέρες του Οκτώβρη του 1923. Έγραφε λοιπόν ο Στάλιν, αποτρέποντας τους Γερμανούς κομμουνιστές από το επιχειρήσουν την κατάληψη της εξουσίας:
«…Αν σήμερα στη Γερμανία πέσει, ας πούμε, η εξουσία κι οι κομμουνιστές σπεύσουν να την αρπάξουν, θα καταρρεύσουν με πάταγο… οι αστοί και οι δεξιοί σοσιαλδημοκράτες θα τους εξολοθρεύσουν. Φυσικά οι φασίστες δεν κοιμούνται, αλλά μας συμφέρει να επιτεθούν πρώτοι(!!). Αυτό θα συσπειρώσει όλη την εργατική τάξη γύρω απ’ τους κομμουνιστές (η Γερμανία δεν είναι Βουλγαρία)(!!). Κατά τη γνώμη μου, οι Γερμανοί πρέπει να συγκρατηθούν και όχι να σπρωχτούν μπροστά».
Για μια ακόμα φορά, το Κομμουνιστικό Κόμμα δοκιμάστηκε και απέτυχε. Οι συνέπειες αυτών των αποτυχιών ήταν δραματικές και πολυεπίπεδες. Πρώτα πρώτα, οι ήττες σήμαιναν ότι δόθηκε πολύτιμος χρόνος στους Γερμανούς αστούς και τους συμμάχους τους να σταθεροποιήσουν την οικονομία και τη θέση τους. Έπειτα, στέρησαν από τη Σοβιετική Ρωσία έναν πολύτιμο σύμμαχο που θα είχε βοηθήσει στην γρήγορη ανάπτυξή της και την αποφυγή της γραφειοκρατικής ολίσθησης που ήδη είχε αρχίσει να κυριαρχεί. Τέλος –και πολύ σημαντικό όπως θα αποδεικνυόταν πολύ γρήγορα– οι μικροαστικές μάζες στη Γερμανία έχασαν την εμπιστοσύνη τους προς το Κομμουνιστικό Κόμμα. Σύντομα θα άρχιζαν να εναποθέτουν τις ελπίδες τους σ’ ένα νέο σχηματισμό που έκανε την εμφάνισή του. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ.
Μετά το τέλος του 1ου Π. Πολέμου εμφανίστηκαν στη Γερμανία αρκετές ακροδεξιές ομάδες, αποτελούμενες κυρίως από υπαξιωματικούς και κατώτερους αξιωματικούς του στρατού. Χρησίμευσαν για την καταστολή του επαναστατικού κινήματος που ξεδιπλωνόταν, χωρίς ωστόσο να έχουν αρχικά κάποια ιδιαίτερη πολιτική σημασία.
Το 1920 το «Κόμμα των Γερμανών Εργατών» μετονομάστηκε σε «Εθνικοσοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Γερμανίας (NSDAP), απ’ όπου προήλθαν και τα αρχικά «Ναζί». Ένα χρόνο μετά, ο Χίτλερ ανέλαβε την αρχηγία του NSDAP.
Ο Χίτλερ προσπάθησε ν’ ακολουθήσει τα βήματα του Μουσολίνι στην Ιταλία και να ηγηθεί ενός κινήματος των κατεστραμμένων μικροαστών (μεσαίων στρωμάτων στις πόλεις και αγροτικά στρώματα). Όπως είδαμε ωστόσο, αυτή η προσπάθεια δεν είχε στο ξεκίνημά της καμιά επιτυχία, καθώς οι μικροαστοί έστρεψαν αρχικά το βλέμμα τους στο ΚΚ και την επανάσταση!
Στα τέλη του 1923 ο Χίτλερ και ο πρώην αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων Λούντεντορφ προσπάθησαν να κάνουν πραξικόπημα, το οποίο όμως κατέρρευσε αμέσως και έμεινε στην ιστορία σαν το «πραξικόπημα της μπυραρίας». Και μόνο από το όνομα, είναι φανερή η σοβαρότητα του εγχειρήματος…Ο ίδιος ο Χίτλερ φυλακίστηκε επί εσχάτη προδοσία, έμεινε όμως στη φυλακή μόνο για 8 μήνες.
Η περίοδος της σταθεροποίησης
Μπορεί η επαναστατική ευκαιρία του 1923 να πέρασε ανεκμετάλλευτη, ωστόσο θορύβησε τους αστούς, τόσο στη Γερμανία όσο και διεθνώς.
Η προοπτική της «μπολσεβικοποίησης» της Γερμανίας ανάγκασε τους νικητές του Πολέμου ν’ αλλάξουν άρδην την πολιτική τους απέναντι στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Τα ξένα στρατεύματα αποσύρθηκαν από το Ρουρ και υιοθετήθηκε ένα τεράστιο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας, κυρίως απ’ τις ΗΠΑ. Αντί να απαιτούν δυσβάσταχτες αποζημιώσεις, άρχισαν να χορηγούν δάνεια και πιστώσεις για ν’ ανορθώσουν και πάλι την κατεστραμμένη γερμανική οικονομία. Μέχρι το 1929, η Γερμανία είχε πληρώσει 8 δις μάρκα σε αποζημιώσεις και είχε πάρει πάνω από 13 δις σε δάνεια και άλλη οικονομική βοήθεια.
Η πολιτική αυτή έφερε γρήγορα αποτελέσματα. Απ’ το 1923 ως το 1928, η παραγωγή αυξήθηκε 2,5 φορές, η ανεργία σχεδόν εκμηδενίστηκε και το νόμισμα βρήκε και πάλι τη σταθερότητά του.
Ήταν φυσικό ότι το SPD ξανακέρδισε όλο το χαμένο έδαφος και παρέμενε σταθερά το μεγαλύτερο και ισχυρότερο κόμμα της χώρας. Το KPD, μετά από μια περίοδο παρανομίας, επίσης άρχισε ν’ αναπτύσσεται παράλληλα με τους εργατικούς αγώνες, αν και με πολύ βραδύτερους ρυθμούς. Το δε NSDAP σχεδόν εκμηδενίστηκε. Στις εκλογές του 1928 κατρακύλησε στο 2,6%, παίρνοντας μόλις 810 χιλιάδες ψήφους. Η ίδια του η ύπαρξη κρεμόταν από μια κλωστή, καθώς ούτε μαζική απήχηση μπορούσε να βρει ούτε οι αστοί ήταν διατεθειμένοι να πληρώνουν αδρά για τη διατήρησή του.
Όλα όμως επρόκειτο ν’ αλλάξουν με την κρίση του 1929 και την εγκληματική πολιτική των εργατικών κομμάτων.
Η «τρίτη περίοδος»
Μετά το 1924, η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ) άρχισε σταδιακά να μετατρέπεται σ’ ένα απλό εργαλείο εξωτερικής πολιτικής της γραφειοκρατίας του Στάλιν, που την ίδια ώρα εκκαθάριζε το εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης από κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή.
Στηριζόμενη στην θεωρία του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα», ακολούθησε στο εξωτερικό μια πολιτική «ουράς» των Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τα αποτελέσματα ήταν τραγικά, τόσο στη Μ. Βρετανία, όπου η Γενική Απεργία του 1926 ηττήθηκε με τις ευθύνες γι’ αυτό να βαρύνουν και την ΚΔ λόγω της υποστήριξης που έδωσε στις ρεφορμιστικές ηγεσίες των συνδικάτων όσο και – πολύ περισσότερο – στην Κίνα, όπου στα 1927 οι Κομμουνιστές σφαγιάστηκαν απ΄ τον Τσιανγκ Κάι Σεκ, που είχε μόλις γίνει δεκτός σαν «συνεργαζόμενος» στη Διεθνή.
Στην πολιτική, ένα λάθος στο βηματισμό συνήθως οδηγεί σε μια σειρά λαθών. Έτσι, το 1928, η σταλινική ηγεσία της Κομ. Διεθνούς αποφάσισε να κάνει μια νέα ολέθρια στροφή 180ο.
Η εποχή βαφτίστηκε «τρίτη περίοδος» μετά την «πρώτη» περίοδο των επαναστάσεων αμέσως μετά τον πόλεμο και τη «δεύτερη» περίοδο της σταθεροποίησης που ακολούθησε. Ήταν η περίοδος, με βάση τη σταλινική λογική της τελικής κρίσης του καπιταλισμού (και ας έγραφε ο Λένιν όσο ζούσε ότι δεν «υπάρχει τελική κρίση του καπιταλισμού»).
Τώρα, για τη σταλινική ΚΔ, ο κυριότερος εχθρός βρισκόταν όχι στα δεξιά, αλλά στ’ αριστερά! Τα κόμματα της Διεθνούς διατάχτηκαν να σπάσουν κάθε δεσμό με τα παραδοσιακά ρεφορμιστικά (Σοσιαλδημοκρατικά) κόμματα, να δημιουργήσουν ανεξάρτητα «κόκκινα συνδικάτα» και να ξεκινήσουν ανελέητη πάλη εναντίον της Σοσιαλδημοκρατίας, αφού η επανάσταση ήταν –υποτίθεται– προ των πυλών.
Στη Γερμανία (όπως και αλλού) αυτή η πολιτική έμελλε ν’ αποδειχθεί καταστροφική. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, SPD, που παρέμενε με διαφορά το μεγαλύτερο κόμμα της εργατικής τάξης, βαφτίστηκε «σοσιαλφασιστικό» κόμμα, ο δε «σοσιαλφασισμός» περιγράφηκε σαν «η χειρότερη και πιο επικίνδυνη μορφή φασισμού».
Τότε ξέσπασε το κραχ του 1929. Η παγκόσμια κρίση έπληξε αμείλικτα την εξωστρεφή γερμανική οικονομία. Τείχη προστατευτισμού υψώθηκαν παντού και οι γερμανικές εξαγωγές έπεσαν δραματικά. Τα εργοστάσια έκλειναν το ένα μετά το άλλο και η ανεργία άρχισε να καλπάζει. Η Γερμανία μετατρεπόταν και πάλι σε μια κοινωνία εξαθλιωμένων, ανέργων και ζητιάνων.
Σ’ αυτές τις συνθήκες η ενότητα και η κοινή πάλη των εργαζομένων, για να αντιμετωπίσουν την επίθεση του κεφαλαίου και να μπουν στην αντεπίθεση, ήταν η μόνη απάντηση. Τί ενότητα όμως μπορούσε να επιδιωχθεί με τους «σοσιαλφασίστες»; Το Κομμουνιστικό Κόμμα αρνιόταν κάθε κοινή δράση, αντίθετα μάλιστα καλούσε σε ενεργητική αντιπαράθεση με τους σοσιαλδημοκράτες σε κάθε χώρο δουλειάς. Κάποιοι άλλοι ωστόσο έβγαλαν πιο σωστά συμπεράσματα…
Το κεφάλαιο καταφεύγει στο τελευταίο του όπλο: τη φασιστική αντίδραση
Από το 1930 και μετά, η αστική τάξη κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα να παίξει το τελευταίο της χαρτί και έδωσε στους Ναζί την πλήρη της υποστήριξη. Εκατομμύρια μάρκα άρχισαν να διοχετεύονται για την προπαγάνδα και τον εξοπλισμό των φασιστών. Αν και μέχρι τότε το NSDAP δεν αντιπροσώπευε όπως είπαμε μια σοβαρή πολιτική απειλή, οι εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930 δεν μπορούσαν ν’ αφήνουν καμιά αμφιβολία: Το SPD εξακολουθούσε να είναι πρώτο κόμμα, αν και με μειωμένα ποσοστά, αλλά στη δεύτερη θέση βρισκόταν πια το κόμμα του Χίτλερ, που οχταπλασίασε τις δυνάμεις του!
Μέσα στις συνθήκες πόλωσης που επικρατούσαν, το KPD αυξήθηκε βέβαια κι αυτό, αλλά μόνο κατά 40%. Ωστόσο, κανένα καμπανάκι δε χτύπησε στ’ αυτιά των ηγετών του ΚΚ και της Διεθνούς. Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, διακήρυξαν πως «το ΚΚ είναι ο πραγματικός νικητής των εκλογών» και πως οι σοσιαλδημοκράτες αντιπροσώπευαν τον «κυριότερο φορέα εκφασισμού της γερμανικής κοινωνίας»!
Συνεργασία με τους Ναζί – το «κόκκινο δημοψήφισμα»
Σα να μην έφταναν αυτά, το KPD προχωρούσε συχνά ακόμα και σε κοινές δράσεις με τους Ναζί, ενάντια στους «σοσιαλφασίστες».
Αποκορύφωμα αποτέλεσε το δημοψήφισμα που ζήτησαν οι φασίστες τον Αύγουστο του 1931, ενάντια στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας, που ήταν το μεγαλύτερο κρατίδιο της Γερμανίας και περιλάμβανε το Βερολίνο και τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Το KPD το βάφτισε «κόκκινο δημοψήφισμα» και το υποστήριξε ενεργά. Τελικά, η κυβέρνηση κατάφερε να κερδίσει με πολύ μικρή πλειοψηφία – αν δεν συνέβαινε αυτό ο Χίτλερ θα είχε ανέλθει στην εξουσία δυο χρόνια νωρίτερα!
Ο Τρότσκι καλεί σε Ενιαίο Μέτωπο των εργατικών κομμάτων
Απέναντι σ’ αυτή την παρανοϊκή πολιτική, μόνο ο Λ. Τρότσκι προσέφερε ένα πλήρες και εφικτό πρόγραμμα αντιμετώπισης του φασιστικού κινδύνου. Κατανόησε πως ο φασισμός δεν αντιπροσωπεύει απλώς μια αντιδραστική πτέρυγα του αστικού πολιτικού συστήματος, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο:
«Ο ιστορικός ρόλος του φασισμού είναι να στήσει στα πόδια τους τις τάξεις που στέκονται αμέσως πιο πάνω απ’ το προλεταριάτο και φοβούνται μην ξεπέσουν στις γραμμές του, να τις στρατιωτικοποιήσει με έξοδα του μεγάλου χρηματιστηριακού κεφαλαίου και να τις προσανατολίσει προς την καταστροφή των εργατικών οργανώσεων… Ο φασισμός είναι ένα κρατικό σύστημα ιδιαίτερο, που στηρίζεται στην εξόντωση όλων των στοιχείων της εργατικής δημοκρατίας μέσα στην αστική κοινωνία… Γι αυτό η φυσική εξόντωση του επαναστατικού στρώματος δεν είναι αρκετή… Πρέπει να καταστρέψει όλα τα’ αποτελέσματα της εργασίας τριών τετάρτων του αιώνα, της σοσιαλδημοκρατίας και των συνδικάτων, αφού στην εργασία αυτή στηρίζεται σε τελική ανάλυση και το Κομμουνιστικό Κόμμα».
(Λ. Τρότσκι, «Και τώρα;»)
Πρότεινε λοιπόν τον κοινό αγώνα Σοσιαλδημοκρατών και Κομμουνιστών, πάνω στο μίνιμουμ πρόγραμμα αντιμετώπισης της φασιστικής επέλασης, που αποτελούσε –όπως άλλωστε αποδείχτηκε με τον χειρότερο τρόπο– έναν άμεσο κίνδυνο ζωής και θανάτου, όχι μόνο για τη Γερμανία, αλλά για ολόκληρο τον κόσμο.
Φυσικά, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ηγεσία του SPD θα ανταποκρινόταν σ’ ένα τέτοιο κάλεσμα. Το πιθανότερο είναι πως όχι. Αλλά τα εργατικά στρώματα της βάσης και η νεολαία του κόμματος ήταν ένα εντελώς διαφορετικό πράγμα.
Τον Δεκέμβρη του 1931 το SPD είχε δημιουργήσει το «Σιδερένιο Μέτωπο», που περιλάμβανε πολιτοφυλακές στις οποίες συμμετείχαν πάνω από 400 χιλιάδες εκπαιδευμένοι εργάτες και που συγκρουόταν καθημερινά στους δρόμους με τους φασίστες, παρά τις επιθυμίες της ηγεσίας του. Αυτοί ήταν οι φυσικοί σύμμαχοι στους οποίους το ΚΚ γύρισε επιδεικτικά την πλάτη.
Τον ίδιο εκείνο μήνα, για άλλη μια φορά, ο Λ. Τρότσκι απευθύνει μια απεγνωσμένη έκκληση προς τις γραμμές του ΚΚ:
«Εργάτες Κομμουνιστές, είστε εκατοντάδες χιλιάδες, είστε εκατομμύρια. Δεν υπάρχει μέρος για να φύγετε. Δεν υπάρχουν για σας αρκετά διαβατήρια. Αν ο φασισμός ανέβει στην εξουσία, θα περάσει πάνω απ’ τα κόκαλά σας, σαν ένα τερατώδες άρμα μάχης. Μόνο στον ανελέητο αγώνα βρίσκεται η σωτηρία σας. Και μόνο η μαχητική ενότητα με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες μπορεί να σας προσφέρει τη νίκη. Βιαστείτε εργάτες κομμουνιστές. Ο χρόνος σας τελειώνει!»
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω! Ακόμα και λίγους μήνες πριν το τέλος, οι ηγέτες του KPD και της Κομ. Διεθνούς συνέχιζαν την εγκληματική τους πολιτική. Τον Ιούλη του 1932 το NSPAD μ’ ένα νέο άλμα φτάνει στο 37% και γίνεται το μεγαλύτερο κόμμα, με σχεδόν διπλάσιες ψήφους από τους δεύτερους Σοσιαλδημοκράτες. Το ΚΚ αναγγέλλει περήφανα πως αυτό είναι ο μοναδικός νικητής των εκλογών και πως «αμέσως μετά τους Ναζί έρχεται η σειρά μας». Η σειρά τους θα έρθει, μ’ έναν πολύ πιο τραγικό τρόπο…
Καθώς δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση, το Νοέμβριο ξαναγίνονται εκλογές και οι Ναζί χάνουν πάνω από δυο εκατομμύρια ψήφους. Τώρα τα εργατικά κόμματα, Σοσιαλδημοκρατικό και Κομμουνιστικό, μαζί έχουν την πλειοψηφία. Και πάλι όμως καμιά προσπάθεια για συνεργασία δεν γίνεται.
Οι αστοί και τα κόμματά τους ρίχνουν πλέον όλο τους το βάρος υπέρ του Χίτλερ, που στις 30 Ιανουαρίου του 1933 ανακηρύσσεται Καγκελάριος.
Στις τελευταίες «νόμιμες» εκλογές, τον Μάρτιο, οι Ναζί φτάνουν το 43,9%. Το «νόμιμες» μπαίνει σε εισαγωγικά, γιατί ήδη έχει αρχίσει η ανοιχτή τρομοκρατία, ενώ έχει προηγηθεί η φωτιά στο Ράιχσταγκ (Βουλή) που αποτέλεσε την τελική προβοκάτσια που χρειαζόντουσαν οι Ναζί.
Παρ’ όλη την τρομοκρατία όμως, ο Χίτλερ δεν καταφέρνει να πάρει απόλυτη πλειοψηφία και βρίσκεται πολύ μακριά από τα ποσοστά που χρειαζόταν για αλλάξει το σύνταγμα. Δεν έχει όμως πια καμιά σημασία. Μ’ έναν απλό νόμο όλες οι εξουσίες του κοινοβουλίου περνούν στον Καγκελάριο. Λίγους μήνες μετά, τα συνδικάτα τίθενται εκτός νόμου και το NSDAP αναγορεύεται το «μοναδικό πολιτικό κόμμα της Γερμανίας».
Ο φασισμός στην εξουσία
Ακόμα και τότε, οι ηγεσίες των εργατικών κομμάτων αλλά και των φιλελεύθερων αστών διατηρούσαν φρούδες ελπίδες ότι η ναζιστική δικτατορία θα αποτελούσε ένα σχετικά σύντομο επεισόδιο.
Σε μια τελευταία πρόβλεψη, ο Λ. Τρότσκι αναγκάζεται να διαλύσει τις ελπίδες αυτές:
«Είναι εντελώς μάταιες οι ελπίδες ότι η κυβέρνηση του Χίτλερ θα μπορούσε να πέσει σήμερα ή αύριο, θύμα της ίδιας της της εσωτερικής ασυνέπειας. Οι Ναζί χρειαζόντουσαν ένα πρόγραμμα για ν’ ανέβουν στην εξουσία, αλλά η εξουσία καθόλου δε χρησιμεύει στον Χίτλερ για να πραγματοποιήσει το πρόγραμμα αυτό. Τα καθήκοντά του υπαγορεύονται απ’ το μονοπωλιακό κεφάλαιο…. Η πραγματική ιστορική αποστολή της φασιστικής δικτατορίας σημαίνει μόνο ένα πράγμα: προετοιμασία για πόλεμο» (Λ. Τρότσκι, Τι είναι ο Εθνικοσοσιαλισμός, Ιούνης 1933).
Ακριβώς έναν χρόνο μετά, ο Χίτλερ ξεμπερδεύει οριστικά με το «πρόγραμμά» του. Οι φτωχές μάζες που ψήφισαν τους Ναζί και πλαισίωναν τα τάγματα εφόδου τους (SA) πίστευαν ότι μετά την «εθνική», θα ακολουθούσε και η «σοσιαλιστική» επανάσταση, εναντίον του μεγάλου κεφαλαίου και των τραστ. Στις 30 Ιουνίου του 1934 με μια τεράστια στρατιωτική επιχείρηση που έμεινε στην ιστορία σαν «Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» τα SA εκκαθαρίζονται και όσοι από τους ηγέτες τους δεν ήταν πιστοί και πειθήνιοι στον Χίτλερ, δολοφονούνται.
Η Ευρώπη έχει μπει ανεπιστρεπτί στο δρόμο της μεγαλύτερης καταστροφής που έζησε στη μέχρι τότε ιστορία της, αυτόν του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.