Η Νοταρά είναι η πρώτη προσφυγική κατάληψη. Έχει φιλοξενήσει χιλιάδες γυναίκες, άνδρες και παιδιά. Αντί σαν πολιτεία να βρίσκουμε τρόπο να τους βοηθάμε, θα στείλουμε τα ΜΑΤ να τους πετάξουν έξω. Ένα ρεπορτάζ της Μαρίας Λούκα.
Είναι μια συνηθισμένη και κάπως χειμωνιάτικη μέρα στην κατάληψη στέγασης προσφύγων και μεταναστών «Νοταρά 26». Το τελεσίγραφο του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη εκπνέει. Από σήμερα το πρωί άνθρωποι μαθημένοι σε τελεσίγραφα, βία και διώξεις γνωρίζουν ότι κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να ξεσπιτωθούν πάλι. Αλλά κανείς εδώ δεν είναι λυπημένος. Κανείς δεν έχει αποσυρθεί στις εσχατιές του φόβου και της απόγνωσης. Και κανείς δε φεύγει. Τα παιδιά τρέχουν στον παιδότοπο, ένα ερωτευμένο ζευγάρι επιστρέφει από βόλτα, στο πλατύσκαλο μια παρέα συζητάει και γελάει, στον καναπέ κάποιοι ακούν ανατολίτικη μουσική από το you tube, η γάτα αράζει αρχοντικά στην πολυθρόνα και μια πιτσιρίκα εκλιπαρεί για μια σβούρα στον αέρα.
Δε σταμάτησε η ζωή στις 20 Νοέμβρη που ο Υπουργός έβγαλε φιρμάνι ότι πρέπει να εγκαταλείψουν το χώρο τους μέσα σε 15 μέρες.
Ούτε τη νύχτα της 7ης Ιουλίου σταμάτησε που πέρασαν οι πρώτοι ξεσαλωμένοι αστυνομικοί έξω από την κατάληψη κραυγάζοντας «ξύλο και φυλακές». Ούτε καν τα ξημερώματα της 24ης Αυγούστου του 2016 που ναζί εγκληματίες έκαναν εμπρηστική επίθεση σ’ ένα μέρος που φιλοξενούνται δεκάδες οικογένειες. Γενικά η ζωή δε σταματάει ούτε με κρατικές διαταγές, ούτε με φασιστικούς τραμπουκισμούς. Πεισμώνει από το άδικο και αναγεννιέται από το πάθος της. Γι’ αυτό η Νοταρά ακόμα και τώρα που αδειάζει η κλεψύδρα του Χρυσοχοΐδη, παραμένει το πιο ζωηρό, πολυφωνικό και ανοιχτό σπίτι στην Αθήνα.
Πριν καλά – καλά σκουπίσουν οι υπηρεσίες του δήμου το αίμα στα πεζοδρόμια από τα ανοιγμένα κεφάλια διαδηλωτών ή απλών περαστικών από το όργιο της αστυνομικής αυθαιρεσίας που κορυφώθηκε στις 17 Νοέμβρη στο πλαίσιο του κυβερνητικού δόγματος της «αναγκαστικότητας», το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη προχώρησε στην καταχώρηση μιας ανακοίνωσης στον Τύπο. Όχι δεν ανήγγειλε τη διενέργεια ελέγχου και πειθαρχικών κυρώσεων για τις δεκάδες καταγγελίες ξυλοδαρμών, βασανισμών, σεξουαλικής παρενόχλησης και εξευτελισμού πολιτών από άνδρες της Ελληνικής Αστυνομίας, όπως θα όφειλε. Έριξε λίγο λάδι ακόμα στη στρατηγική της έντασης, καλώντας τους διαμένοντες στις καταλήψεις να εκκενώσουν τα κτίρια εντός 15 ημερών, αφήνοντας να εννοηθεί ότι εάν δεν το πράξουν μόνοι τους, θα το κάνει το κράτος με τη γνωστή μέθοδο των κουκουλοφόρων αστυνομικών που σηκώνουν τους ανθρώπους από τα κρεβάτια τους κολλώντας όπλα στα κεφάλια τους. Δεν είναι ότι χρειαζόταν τελεσίγραφα, βέβαια, η Αστυνομία για να εισβάλλει σε
Το τελευταίο τρίμηνο έχει προχωρήσει στη βίαιη εκκένωση πολλών καταλήψεων – μεταξύ των οποίων και αρκετές προσφυγικές – αποσπώντας τους ανθρώπους από μια σχετικά δομημένη καθημερινότητα και οδηγώντας τους στην ανυποληψία των camp και της Αμυγδαλέζας. Το τελεσίγραφο τοποθετημένο επιμελημένα και στοχευμένα ανάμεσα σε δύο κορυφαίες ημερολογιακές σημάνσεις των κοινωνικών κινημάτων, τη 17η Νοέμβρη και την 6η Δεκέμβρη, αυτό που κυρίως κάνει είναι ότι αποκρυσταλλώνει τη ρεβανσιστική διάθεση της εξουσίας πάνω στις ετεροτοπίες αντίστασης και αλληλεγγύης. Ένα γερό τζογάρισμα στο φόβο είναι που παραβλέπει, όμως, μια αδιαμφισβήτητη και πολύ ανθεκτική αλήθεια: ότι τα κτίρια εκκενώνονται, οι ανάγκες όμως που οδήγησαν στην κατάληψη τους, όπως και οι ιδέες που χνώτισαν τους τοίχους τους είναι αδύνατο να εκκενωθούν.
Ήταν η ανάγκη του Αλί να φύγει από τη μαύρη τρύπα της Μόριας που ρουφούσε όλη τη νεανική του ενέργεια και να βρει ένα μέρος που να αναγνωρίσει ξανά τον εαυτό που έχασε μέσα στις λάσπες και τη μουσαμένια επίφαση ζωής. Είναι η ιδέα της συνύπαρξης και της αξιοπρέπειας που κάνει τα μάτια του να λάμπουν από επίμονο καμάρι όταν μιλάει για τη Νοταρά: «Μένω 10 μήνες στην κατάληψη. Πριν βρισκόμουν για εφτά μήνες στη Μόρια που κακώς τη λένε Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων. Είναι μόνο ένας άθλιος τόπος που ο κόσμος κρατείται δια της βίας και χάνει την υπόσταση του. Δεν υπάρχει τίποτα ανθρώπινο εκεί. Δε μπορώ να συγκρίνω τη Νοταρά με τη Μόρια. Πρόκειται για διαφορετικούς κόσμους.
Εδώ υπάρχει σεβασμός. Οι άνθρωποι δε διαχωρίζονται με βάση την εθνικότητα, το χρώμα ή το θρήσκευμα. Δεν υπάρχει ρατσισμός που στη Μόρια τον βίωνες κάθε λεπτό της ημέρας. Για μένα αυτός ο χώρος έχει τη λειτουργιά του σπιτιού αλλά περισσότερο του σχολείου. Μαθαίνεις να σέβεσαι τις γυναίκες. Μαθαίνεις την αξία την ελευθερίας. Πράγματα που δεν έμαθα ποτέ στη χώρα μου. Το τελεσίγραφο που μας δώσανε δεν ήταν η αρχή. Βρισκόμαστε έξι μήνες σε διαρκή πίεση με την Αστυνομία να μας ενοχλεί συνέχεια. Ξέρουμε ότι θα έρθουν μια μέρα να μας εκκενώσουν. Κάθε πρωί είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό. Ξέρουμε, όμως, ότι είμαστε πολύ δυνατοί. Αυτό το εξάμηνο διαπιστώσαμε πόση δύναμη κρύβουμε μέσα μας. Μπορεί να χάσουμε το κτίριο αλλά το πνεύμα της κοινότητας δε θα το χάσουμε ποτέ.»
Ο Αλί είναι 24 ετών, πρόσφυγας από το Ιράν και ένας από τους διαμένοντες στην κατάληψη. Η Νοταρά είναι η πρώτη προσφυγική κατάληψη που δημιουργήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 2015 από μια σύζευξη αυθορμητισμού και οράματος κάποιων ατόμων που αρνούνταν να συμβιβαστούν με τη λογική της στρατοπεδοποίησης ως κυρίαρχου μοντέλου διαχείρισης των προσφυγικών πληθυσμών. Από τότε στην κατάληψη έχουν φιλοξενηθεί κάτι λιγότερο από 10.000πρόσφυγες και προσφύγισσες.
Μια δομή φιλοξενίας χωρίς ούτε ένα ευρώ κρατικής ή ευρωπαϊκής επιδότησης, βασισμένη αποκλειστικά στην αλληλεγγύη και την αυτοοργάνωση, εξασφάλισε στους ανθρώπους αυτό που δεν ήθελε να τους εξασφαλίσει το ελληνικό κράτος, μια αξιοπρεπή στέγαση ως βασική προϋπόθεση συγκρότησης ταυτότητας και υποκειμενοποίησης. Αυτή τη βαθιά πυρηνική διάσταση της ύπαρξης είναι που απειλούν να τους πάρουν πίσω. Χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Από καθαρή εκδικητικότητα σ’ ένα αντιπαράδειγμα συνύπαρξης και αλληλουποστήριξης. Για να τους πάνε στο πουθενά, στα κλειστά στρατόπεδα που έχουν προαναγγείλει, για να περιφρουρήσουν με κάγκελα την επιθυμία, για να ανακόψουν μια πορεία προς τη χειραφέτηση.
Ο Ισουν είναι 35 χρονών από την Ερυθραία, τους τελευταίους οχτώ μήνες ζει στη Νοταρά και απολαμβάνει τις στιγμές ελευθερίας που στερήθηκε στη γεμάτη αγκάθια διαδρομή του: «Πριν έρθω εδώ, ζούσα για τέσσερις μήνες στο δρόμο, στην πλατεία, στο προαύλιο της εκκλησίας, όπου έβρισκα. Μετά βρήκα χώρο στη Νοταρά. Αγαπώ αυτό το μέρος γιατί είναι το μοναδικό που έχω νιώσει ελεύθερος στη ζωή μου, ούτε στην πατρίδα μου ένιωθα ελεύθερος. Έκανα φίλους, έμαθα τη γειτονιά και νιώθω όμορφα γιατί είναι σα να απέκτησα μια οικογένεια και μια κοινότητα μαζί. Ξέρω για τις απειλές. Μας έχουν ενημερώσει. Εγώ, όμως, νιώθω έτοιμος να υπερασπιστώ την κατάληψη. Η Νοταρά είναι το σπίτι μου, δεν έχω τίποτα άλλο σ’ αυτή τη χώρα. Από την υπηρεσία ασύλου μου έδωσαν μόνο ένα χαρτί που μου επιτρέπει να μετακινούμαι εντός συνόρων. Δε μπορεί κάποιος να επιβιώσει μ’ ένα χαρτί. Ο,τι δε μπόρεσε να μου δώσει το κράτος υλικά και συναισθηματικά, μου το έδωσαν στην κατάληψη και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Στη συνέλευση που έγινε μετά το τελεσίγραφο πιαστήκαμε σε αλυσίδα και φωνάξαμε No pasaran. Είμαστε ένα.», λέει
Είναι όντως ανατριχιαστικό να βλέπεις ανθρώπους που ενώ φέρουν την εμπειρία του ξεριζωμού και του τραύματος, ενώ ξέρουν ότι απειλούνται να το αναβιώσουν όλο αυτό, να μη θυματοποιούνται αλλά να ενδυναμώνονται, γιατί έχουν ανακτήσει την αυτοπεποίθηση τους που είχε θρυμματιστεί από την πολλαπλή καταπίεση. Η βελτίωση της αυτοεικόνας, η επαναθεμελίωση δεσμών εμπιστοσύνης με τους άλλους, η πίστη στην κοινότητα είναι αξίες που σφυρηλατήθηκαν με κόπο εντός αυτού του κτιρίου που βάλλεται. Είναι το μεταμορφωτικό αποτέλεσμα της πολιτικής αλληλεγγύης που δεν έχει καμία σχέση ούτε με την ελιτίστικη ή υποκριτικά εξιλεωτική φιλανθρωπία, ούτε με την επιδοτούμενη βοήθεια, διότι κουβαλάνε στα σπλάχνα τους την ιεραρχία αντιμετωπίζοντας τον προσφυγικό πληθυσμό ως εσαεί διαφορετικό και ανήμπορο. Η αλληλεγγύη, όμως, εδράζεται στην ισότητα, στην ακλόνητη πεποίθηση ότι μέσα από την αλληλεπίδραση αλλάζουμε, μαθαίνουμε, σκάβουμε και ανακαλύπτουμε μαζί δυνατότητες να υπάρχουμε χωρίς ανταγωνισμούς και ταξινομήσεις. Όλες και όλοι μας, όχι μόνο οι πρόσφυγες.
Το εγχείρημα της αυτοοργανωμένης συνύπαρξης είναι πολύτιμο εφόδιο και για τους δεκάδες ανθρώπους που είχαν το προνόμιο του ευρωπαϊκού διαβατηρίου και παρ’ όλα αυτά επέλεξαν να αφήσουν το ατομικό βόλεμα ή την ατομική μιζέρια και να εμπλακούν στην προσπάθεια. Βλέπεις, η Νοταρά δεν είναι και δεν ήταν ποτέ ένα απομονωμένο και κλειστό σύστημα. Δεκάδες αλληλέγγυοι από την Ελλάδα και το εξωτερικό έχουν περάσει ώρες, μέρες και μήνες εδώ φέρνοντας τρόφιμα, μαγειρεύοντας, κάνοντας μαθήματα, συζητώντας, παίζοντας, μαστορεύοντας, παρέχοντας ιατρική συνδρομή. Δεκάδες άνθρωποι επίσης έχουν σταματήσει κάποια στιγμή για φέρουν ρούχα, για χαϊδέψουν ένα παιδικό κεφάλι, να κάνουν μια χειραψία, να κορνάρουν επευφημώντας, να εκφράσουν τη συμπαράσταση τους.
Όλα τα μεγάλα διεθνή μίντια έχουν ενδιαφερθεί γι’ αυτό που συμβαίνει εδώ.
«Το τελεσίγραφο κατά την άποψη μου έδειξε τη διάσταση ιδανικών. Εμείς παλεύουμε για την ελευθερία, αυτοί προωθούν το σχέδιο εκφασισμού της κοινωνίας. Σε μας πιο πολύ ξυπνάει την ανάγκη μας να υπερασπιστούμε πανανθρώπινα ιδανικά ακόμα κι αν ξέρουμε ότι είμαστε με τον καιρό κόντρα. Η ατζέντα της κυβέρνησης είναι καθαρά ακροδεξιά. Έχω επισκεφτεί πολλές φορές camp λόγω ιδιότητας. Κυριαρχεί η αποξένωση, βλέπεις σμπαραλιασμένες ατομικότητες. Εδώ οικοδομούνται σχέσεις, οι άνθρωποι δεν είναι μετέωροι. Νιώθουν οικεία και κυκλοφορούν μέσα στην πόλη, δε βρίσκονται εκτός αστικού ιστού λες και είναι μιασματικοί. Η λογική των κλειστών κέντρων εκτός πόλης εσωκλείει το υπόδειγμα της καραντίνας που αποσκοπεί στη συμβολική αν όχι και στη φυσική εξόντωση. Όχι δε θα το αποδεχτούμε ποτέ ως κανονικότητα. Εμάς μας νοιάζει να μπορούν να φτιάξουν τη ζωή τους και με τους σχεδιασμούς του κράτους δε θα μπορούν. Όταν τελείωσε η πρώτη συνέλευση μετά το τελεσίγραφο κάναμε ασυναίσθητα έναν κύκλο, φωνάζοντας No pasaran. Από τότε το κάνουμε μετά από κάθε συνέλευση. Το επεδίωξαν οι ίδιοι πρόσφυγες. Είναι μια ιερή στιγμή για αυτούς και για εμάς. Ο δικός μας μονόδρομος είναι να στηρίξουμε την προσπάθεια. Δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο κάλεσμα για τη Νοταρά. Υπάρχει ένα ερώτημα που αφορά σε όλη την κοινωνία, αν θα είσαι με το τέρας ή απέναντι», λέει ο Αλέξανδρος, από τους αλληλέγγυους στην κατάληψη.
Γιατί αν υπάρχει κάτι επικίνδυνο στις καταλήψεις αυτό δεν έγκειται σε όσα τρομολαγνικά και με αρκετές δόσεις φαιδρότητας αναμασώνται από τα δελτία τύπου της Αστυνομίας και τα οποία ουδέποτε αποδείχθηκαν. Στις καταλήψεις που εκκενώθηκαν παιδικά παιχνίδια εντοπίστηκαν και κουβέρτες. Το επικίνδυνο για την εξουσία είναι η διερεύνηση ενός άλλου τρόπου ζωής που δεν εμφορείται από την εξιδανίκευση της ατομικής ιδιοκτησίας, δεν άγεται από την αποθέωση του Εγώ, δεν αναπνέει μόνο με τη διαμεσολάβηση του χρήματος, δεν ξελογιάζεται από κανένα «ηρωικό dna» και δεν ασπάζεται τη θρησκεία του ρατσισμού. Ουσιώδεις ιδεολογίες του καπιταλισμού και του εθνικισμού αμφισβητεί η Νοταρά, όπως και άλλες καταλήψεις. Γι’ αυτό απειλείται με εκκένωση. Οι τοίχοι της ως τέτοιοι έχουν μηδαμινή αξία. Δεν ανήκουν καν σε ιδιώτη. Στο δημόσιο ανήκουν κι έστεκαν θλιβεροί και παντέρημοι μέχρι να μπουν πάνω τους ζωγραφιές, αφίσες, κάδρα και να απεικονίσουν πάλι τη σκιά της κίνησης.
Η Μιμή είναι στην κατάληψη από την πρώτη μέρα και διηγείται πως βιώνουν τις στιγμές μιας αντίστροφης μέτρησης που δεν ελκύει, ούτε ιντριγκάρει κανέναν παρά μόνο ίσως τον ίδιο τον Υπουργό και τους υφιστάμενους του: «Μπορώ να σου πω ότι δε βγήκε άγχος από το τελεσίγραφο αλλά πείσμα. Όσο απειλούμαστε, τόσο δυναμώνουν οι σχέσεις μας. Η κοινότητα δεν είναι τα ντουβάρια αλλά οι δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ μας όταν κοιτάζουμε ό ένας τον άλλον στα μάτια, όταν σφίγγουμε τα χέρια μας, όταν μοιραζόμαστε. Δε θα υποχωρήσουμε από αυτά που πιστεύουμε. Από τη μια υπάρχουν άνθρωποι που δίνουν μάχη καθημερινά να ξαναπάρουν τη ζωή στα χέρια τους κι από την άλλη τελεσίγραφα που θυμίζουν χούντα. Για εμάς οι πρόσφυγες και οι προσφύγισσες δεν είναι στατιστικά μεγέθη, είναι οι φίλες μας, οι συνοδοιπόροι μας. Είμαστε η μοναδική προσφυγική κατάληψη που το τελευταίο πεντάμηνο αντιμετωπίζει συνεχείς παρενοχλήσεις από την Αστυνομία. Περνούν καθημερινά απ’ έξω, βρίζουν, απειλούν, ρίχνουν με τους φακούς, κοπανάνε την πόρτα, φωνάζουν ναζιστικά συνθήματα. Οι άνθρωποι εδώ έχουν περάσει από το κολαστήριο της Μόριας, δε θα πτοηθούν από αυτά. Το κλίμα στις τελευταίες συνελεύσεις είναι φοβερό. Αναγνωρίζουμε όλοι ότι αυτό που έχουμε φτιάξει είναι μια εστία ελευθερίας και είμαστε σα γροθιά. Η Νοταρά έδωσε στους ανθρώπους έναν ασφαλή χώρο για να μπορούν να ονειρευτούν ξανά. Αυτό είναι το μεγαλύτερο στίγμα της κατάληψης. Ήταν κάτι που κι εμείς το κάναμε πρώτη φορά, δεν το ξέραμε, πηγαίναμε βήμα – βήμα και μαθαίναμε. Δεν είναι μόνο ότι εδώ μέσα απελευθερώνονται οι προσφύγισσες, απελευθερωνόμαστε κι εμείς. Λειτουργεί σαν κάτοπτρο του εαυτού μας, γιατί αυτά που πιστεύαμε κληθήκαμε να τα εφαρμόσουμε στην πράξη. Το κτίριο είναι ένα κτίριο. Η κοινότητα έχει μπολιάσει μέσα μας και δεν εκκενώνεται. Και να φύγει κάποιος να πάει στη Μαδαγασκάρη, θα έχει μαζί του το σπόρο. Δεν είναι τυχαίο ότι προσφυγές που ζούσαν στη Νοταρά κι έφυγαν για κάποια χώρα της Δυτικής Ευρώπης επικοινωνούν ακόμα μαζί μας ή μόλις πάρουν το καινούργιο τους διαβατήριο φροντίζουν το πρώτο ταξίδι που θα κάνουν να είναι εδώ».
Καθώς τελειώναμε την κουβέντα μας, τη ρώτησα ποια είναι η πιο συγκινητική στιγμή που ανακαλεί σε αυτό το κτίριο. «Έχω ζήσει πολλά και τώρα επειδή είναι η ώρα του αγώνα δε μπορώ να τα ξεχωρίσω. Ωστόσο, νιώθω ότι όλοι μας την πιο συγκινητική στιγμή στη Νοταρά δεν την έχουμε ζήσει ακόμα» απάντησε.
Σήμερα, λοιπόν, λήγει το τελεσίγραφο. Όλα τα δωμάτια είναι γεμάτα. Στη λίστα αναμονής είναι γραμμένα πολλά ονόματα που επιζητούν στέγαση, αφού το κράτος τους επιφυλάσσει την αβίωτη ζωή. Το βράδυ θα μαγειρέψουν σούπες και θα φάνε όλοι μαζί, πρόσφυγες και αλληλέγγυοι. Θα κατέβει για φαγητό το ζευγάρι που έμενε στο κοντέινερ που πήρε φωτιά στη Μόρια. Πρόσφατα μετακινήθηκαν στην κατάληψη κι άρχισαν κάπως να ξεθολώνουν τα πρόσωπα τους. Θα κατέβει ο Σαμίρ Αλί που έσβησε πριν λίγες μέρες τα κεριά του στην τούρτα – έκπληξη που του ετοίμασαν για τα γενέθλια του. Γιατί τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν και να σβήνουν κεριά, όχι να πεθαίνουν σε χαρτόκουτα ή από αφυδάτωση. Θα ρθουν οι αλληλέγγυοι, οι περισσότεροι κουρασμένοι και συννεφιασμένοι από τη δουλειά. Σε λίγη ώρα θα μαλακώσει η όψη τους, θα ρωτήσουν τον Ρουσμάν τι γίνεται στο Ιράν, θα σκορπίσουν φιλιά στον αέρα στα παιδιά που παίζουν. Κάποιοι δε θα μιλάνε την ίδια γλώσσα.
Με έναν μαγικό τρόπο εντούτοις θα επικοινωνούν, αφού η φροντίδα και η συντροφικότητα έχουν τα ίδια σωματικά σινιάλα. Έξω, στη Μπουμπουλίνας, στην Τοσίτσα και αλλού θα υπάρχουν διμοιρίες των ΜΑΤ. Μπορεί να επιτεθούν ή να κοροϊδέψουν κάποια κοπέλα, κάποιο gay αγόρι ή κάποιον πρόσφυγα που θα περάσει μόνος από μπροστά τους. Θα ακούγονται οι ασύρματοι, θα χαϊδεύουν τη θήκη με το όπλο τους ή θα παίζουν στο κινητό τους. Μπορεί να σταματήσουν κάποιον για έλεγχο και να τον ξεγυμνώσουν στη μέση του δρόμου, μπορεί να ρίξουν χημικά σε κάποια εκδήλωση ή να προσπαθήσουν να σπάσουν την πόρτα κάποιου καφενείου χωρίς εισαγγελέα. Θα περιμένουν εντολή να πάνε να χαλάσουν με γκλοπ και κλωτσιές κάποια νησίδα ομορφιάς. Και κάθε φορά που αντικρίζω αυτούς τους δύο διαμετρικά αντίθετους κόσμους σε απόσταση λίγων τετραγωνικών, καταλήγω στους ίδιους στίχους του Νίκου Καρούζου: «Θα περάσουν από πάνω μας όλοι οι τροχοί. Στο τέλος τα ίδια τα όνειρα μας θα μας σώσουν»
Γράφει: Μαρία Λούκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.