1.3.19

Πώς η Μακεδονία έγινε ελληνική

Ο ιστορικός του μέλλοντος που θα μελετήσει τις εξελίξεις της τελευταίας διετίας γύρω από το Μακεδονικό, μάλλον θα δυσκολευτεί να εξηγήσει την εκτροπή του λόγου της επίσημης Δεξιάς σε κατευθύνσεις αδιανόητες για την παραδοσιακή επιχειρηματολογία της.

Πόσο σοβαρός μπορεί να θεωρηθεί λ.χ. ένας υποψήφιος πρωθυπουργός, όταν δηλώνει στη Γερμανίδα καγκελάριο πως «δεν θα επιτρέψει την καταλανοποίηση της Βορείου Ελλάδος» («Εστία», 4/2), εξομοιώνοντας τη μισή επικράτεια της χώρας με μια συνταγματικά διακριτή εθνοκρατική οντότητα, όπως η Καταλονία
Ή όταν διακηρύσσει στη Βουλή (28/2) πως «η Συμφωνία των Πρεσπών επιτρέπει τυπικά να συσταθούν εδώ πέρα, στην Ελλάδα, στη βόρειο Ελλάδα, σύλλογοι μακεδονικής γλώσσας, μακεδονικού πολιτισμού», αγνοώντας πως αυτό κατοχυρώνεται έτσι κι αλλιώς από το διεθνές δίκαιο περί μειονοτικών δικαιωμάτων – και πως η Ελλάδα έχει ήδη καταδικαστεί επ’ αυτού από το Δικαστήριο του Στρασβούργου;
Οσο κι αν αυτές οι λεκτικές ακρότητες συνάδουν με τη συγκυρία μιας οξύτατης προεκλογικής πόλωσης, δεν παύουν ωστόσο να αποδομούν εκ βάθρων την ίδια την εθνικόφρονα επιχειρηματολογία πάνω στην οποία βασίστηκε η όλη κινητοποίηση για το «Σκοπιανό»: αν η Μακεδονία είναι μία και ανέκαθεν ελληνική, τότε από πού κι ώς πού θα μπορούσε να μετατραπεί σε «Καταλονία» – ή να αποτελέσει εθνικό κίνδυνο ο μειονοτικός αυτοπροσδιορισμός μερικών χιλιάδων (ή και δεκάδων χιλιάδων) κατοίκων της, σε σύνολο 2.239.619 πολιτών που κατέγραψε εκεί η τελευταία απογραφή του 2011
Στοιχειώδης γνώση της διεθνούς πολιτικής αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι, αν υπάρχει κάποιος κίνδυνος, αυτός είναι οι λανθασμένες εντυπώσεις που δημιουργούνται διεθνώς απ’ όλη αυτή την υστερία σχετικά με τη σταθερότητα και το υπόβαθρο της ελληνικής κυριαρχίας στη Βόρεια Ελλάδα.
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι παρόμοια εξωπραγματικά σχήματα λόγου αποτελούν παράδοση για το Μητσοτακέικο.
Λίγο πριν από τις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές, η εφημερίδα της οικογένειας δεν δίστασε, λ.χ., να εξομοιώσει τους Κρητικούς με τους... Βάσκους της Ισπανίας «κάτω από την τυραννία του Φράνκο» και τους Κροάτες της Γιουγκοσλαβίας «κάτω από την ισοπεδωτική απολυταρχία του Τίτο» («Κήρυξ», 24/10/1974).
Αλλο, όμως, να διακηρύσσει παρόμοιες φαιδρότητες το έντυπο ενός περιθωριακού ανεξάρτητου υποψηφίου, που είχε φάει πόρτα από τα μεγάλα κόμματα (όπως τότε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης), και άλλο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που έχει βάλει πλώρη για την εξουσία!
Μια υπόθεση εργασίας γι’ αυτόν τον εκτροχιασμό είναι πως οι εθνικόφρονές μας, επειδή ακριβώς γνωρίζουν πόσο έωλο είναι το βασικό δόγμα τους (περί μιας, διαχρονικά και αποκλειστικά ελληνικής Μακεδονίας), καταλήγουν να αμφιβάλλουν και για το προφανές: την αδιαμφισβήτητη ελληνικότητα της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας.
Η ουσιοκρατική πρόσληψη του έθνους ως προαιώνιας (ή ακόμη και «φυλετικής») κοινότητας, και όχι ως σύγχρονου πολιτικού φαινομένου στενά συνδεδεμένου με τη νεωτερικότητα, οδηγεί έτσι σε αυτοπαγίδευση: το γεγονός πως η ελληνική Μακεδονία κατοικείται τα τελευταία 90 χρόνια από συντριπτική πλειοψηφία Ελλήνων καταλήγει να έχει γι’ αυτούς δευτερεύουσα σημασία, σε σχέση με τον μύθο που τη θέλει επί 4.000 χρόνια διαρκώς και αποκλειστικά ελληνική!
Πώς και πότε έγινε όμως η σημερινή ελληνική Μακεδονία όντως ελληνική; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή – την ενσωμάτωσή της, δηλαδή, στο ελληνικό κράτος κατά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913.

Πριν από την απελευθέρωση

Σύμφωνα με την ημιεπίσημη άποψη για την πληθυσμιακή σύνθεση της ελληνικής Μακεδονίας που επεξεργάστηκε το 1925 ο Αλέξανδρος Πάλλης, μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους οι Ελληνες αποτελούσαν σαφώς μειοψηφία του πληθυσμού της περιοχής: μόλις 42,56% –οι υπόλοιποι ήταν μουσουλμάνοι (39,4%), «Βουλγαρίζοντες» (9,9%) και «Διάφοροι», κυρίως Εβραίοι (8,1%).
Ακόμη κι αυτή η εκτίμηση βασίστηκε, ωστόσο, σε παραπλανητικά δεδομένα: ως αφετηρία δεν χρησιμοποιήθηκε κάποια αξιόπιστη καταμέτρηση, αλλά μια προπαγανδιστική στατιστική που δημοσιεύτηκε το 1904 στην παρισινή εφημερίδα Le Temps και το 1908 στο βιβλίο του Ιταλού δημοσιολόγου Τζιοβάνι Αμαντόρι-Βιρτζίλι, που εκδόθηκε με λεφτά του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών· σαν «Ελληνες» μετρήθηκε δε όλο συλλήβδην το ποίμνιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Σύμφωνα όμως με απόρρητες ελληνικές υπηρεσιακές στατιστικές της εποχής, οι ελληνόφωνοι χριστιανοί της Μακεδονίας το 1912 μόλις ξεπερνούσαν το 30% (Κωστόπουλος 2002, σ. 118-20).
Εξίσου σημαντική ήταν η γεωγραφική κατανομή αυτών των γλωσσικών ομάδων, με την ελληνοφωνία σαφώς περιορισμένη ως επί το πλείστον στα νότια και δυτικά του Αλιάκμονα και σε μια στενή λωρίδα κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου. Η πραγματικότητα αυτή ομολογείται κατ’ ιδίαν απ’ όλους τους τότε σχεδιαστές της εθνικής πολιτικής.
«Προς βορράν της γραμμής ήτις συνδέει την Καστορίαν, Νιάουσταν [σημ. Νάουσα], Θεσσαλονίκην, Σέρρας και Δράμαν, ουδεμία υπάρχει –πλην του Μελενίκου– ελληνόφωνος κοινότης», εξηγεί χαρακτηριστικά σε απόρρητη έκθεσή του το 1903 ο Ιων Δραγούμης («Τα τετράδια του Ιλιντεν», Αθήνα 2000, σ. 623). Αποτυπώνεται δε σε όλους ανεξαίρετα τους εθνολογικούς χάρτες της εποχής – πλην των ελληνικών, που απέφυγαν συστηματικά να θίξουν το επίμαχο ζήτημα.
Για το σκεπτικό αυτής της παράλειψης, εξαιρετικά σαφής είναι ο ίδιος ο Δραγούμης σε έκθεσή του το 1906 προς τον προϊστάμενό του υπουργό Αλέξανδρο Σκουζέ«Επειδή λυμαίνονται την Ευρώπην θεωρίαι δημοκρατικής προελεύσεως» που «εν Μακεδονία δεν εξετάζουσιν οποίος ο από αμνημονεύτων χρόνων υφιστάμενος χαρακτήρ της χώρας, ή οποίος ο επικρατών πολιτισμός (culture) ή οποίος ο δεσπόζων των άλλων λαός (ηθικώς και οικονομολογικώς), αλλ’ οποία η πλειοψηφία των ατόμων, κατά τας κοινοβουλευτικάς συνηθείας», διαβάζουμε, «διά τούτο δεν συμφέρει ημίν η δημοσίευσις τοιούτων [εθνολογικών] χαρτών ή [στατιστικών] πινάκων» (Αρχείο Ι. Δραγούμη, φ. IV/17.1, εγγρ. 1).
Βάση της διεκδίκησης της Μακεδονίας από την Ελλάδα δεν αποτελούσε άλλωστε η πληθυσμιακή σύνθεσή της αλλά επιχειρήματα όπως η «ζωτικότητα της φυλής», η «εκπολιτιστική αποστολή του Ελληνισμού» (ως τοπικού ισοδύναμου της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας) και, πάνω απ’ όλα, τα «ιστορικά δίκαια» που πήγαζαν κληρονομικώ δικαίω από την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων.
Αναγνωρίζοντας αυτή την εθνολογική πραγματικότητα, ο Ιωάννης Καποδίστριας είχε ζητήσει το 1828 ως «φύσει οριστική» ελληνοτουρκική μεθόριο τη γραμμή Ολυμπος-Αλιάκμονας-Μέτσοβο: «Τούτο το όριον διεχώριζε και το πάλαι την Ελλάδα από τα βόρεια γειτονικά μέρη», διαβάζουμε στην επίσημη απάντησή του (10/11/1828) σε σχετικό ερώτημα των Μεγάλων Δυνάμεων. «Κατά τον μεσαιώνα, και ακόμη κατά τους νεωτέρους χρόνους, η Θεσσαλία εφυλάχθη πάντοτε ελληνική, ενώ η Μακεδονία εκυριεύθη από τους Σλάβους και από πολλάς άλλας φυλάς» («Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας», έκδοση Βιβλιοθήκης της Βουλής των Ελλήνων, τ.Δ', Αθήναι 1973, σ. 275).
Η παραπάνω στοχοθεσία τροποποιήθηκε βέβαια αισθητά επί Οθωνα, όταν το μοναρχικό ιδεώδες της Μεγάλης Ιδέας αντικατέστησε τα δημοκρατικά οράματα του Εικοσιένα. Στην πράξη, ωστόσο, τα σποραδικά και βραχύβια εγχειρήματα του ελληνικού αλυτρωτισμού στον μακεδονικό χώρο περιορίστηκαν κατά κανόνα στην ελληνόφωνη ζώνη (Ολυμπος, Χαλκιδική).


Παρά τις προπαγανδιστικές μεγαλοστομίες, η σλαβόφωνη ενδοχώρα αποτελούσε αντίθετα μόνιμο παράγοντα ανασφάλειας για τα αρμόδια επιτελεία.
«Δύσκολον είναι να παραδεχθώμεν ότι όλοι οι νυν ελληνίζοντες βουλγαρόφωνοι θέλουσιν εξακολουθήσει μένοντες πιστοί εις ημάς, διότι ο εχθρός έχει σύμμαχον φύσει το ομόγλωσσον και το ομότροπον», εκτιμούσε ήδη από το 1884 ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ως επικεφαλής της υπηρεσίας που ήταν καθ’ ύλην αρμόδια για τη χάραξη και προώθηση του ελληνικού αλυτρωτισμού (Αρχείο Στ. Δραγούμη, φ. 214, εγγρ. 7). «Βεβαίως κτήνη είναι οι βουλγαρόφωνοι ούτοι», γράφει πάλι το 1903 για τους κολίγους των μακεδονικών τσιφλικιών ο Δραγούμης, «αλλά κτήνη λαλούντα την βουλγαρικήν, κτήνη δυνάμενα, τη υποστηρίξει άλλων, να αγοράσωσι την γην ημέραν τινά». 
Εξ ού και οι Ελληνες μετανάστες θα έπρεπε αντί για την Αμερική να «διηυθύνοντο αρμοδίως» προς τη Μακεδονία, «υποστηριζόμενοι και εγκαθιστάμενοι εκεί όπου ήθελεν υποδειχθή αυτοίς», με στόχο τη δραστική μεταβολή του εθνολογικού τοπίου: «συρρεόντων Ελλήνων εις την ύπαιθρον χώραν θα εξετοπίζοντο βουλγαρόφωνοι, αλλά και θα αφομοιούντο, θα εξελληνίζοντο βουλγαρόφωνοι τελούντες υπό την πλουτοκρατικήν κυριαρχίαν των Ελλήνων εν οικονομική υποδουλώσει» (ό.π., σ. 629-30).
Δεν ήταν ο μόνος που έβλεπε έτσι. Μεταξύ 1880 και 1912 καταστρώθηκαν αλλεπάλληλα παρόμοια προγράμματα εξελληνισμού της περιοχής με συστηματική εξαγορά κτημάτων (βλ. Καράβας 2010). Στην πράξη, ωστόσο, τα μεγαλόπνοα αυτά σχέδια μετασχηματισμού της ταξικής κατίσχυσης σε εθνική αποδείχθηκαν εντελώς εξωπραγματικά· η υπερατλαντική μετανάστευση επέτρεψε, αντίθετα, σε ουκ ολίγα σλαβόφωνα «κτήνη» της μακεδονικής ενδοχώρας να αγοράσουν με τα δολάριά τους γη, μετατρέποντας τον εφιάλτη του Ιωνα Δραγούμη σε πραγματικότητα.
Για τη δραστική μεταβολή του εθνολογικού τοπίου θα χρειαστεί έτσι να περιμένουμε μέχρι τους πολέμους της δεκαετίας του 1910 και, κυρίως, τις κοσμογονικές ανταλλαγές πληθυσμών που ακολούθησαν.

Το πρώτο κύμα



Στη διάρκεια του Β' Βαλκανικού πολέμου (1913), αποτέλεσμα του οποίου υπήρξε η σημερινή οριοθέτηση της ελληνικής Μακεδονίας, ο ελληνικός στρατός πυρπόλησε συστηματικά δεκάδες σλαβόφωνα –ως επί το πλείστον εξαρχικά– χωριά των σημερινών νομών Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας, οι κάτοικοι των οποίων κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη βουλγαρική και σερβική Μακεδονία.
Η διαβολική σύμπτωση της επιλεκτικής διάσωσης όσων οικισμών είχαν χαρτογραφηθεί από το ελληνικό επιτελείο σαν «ελληνίζοντες» ή «ελληνόκτητοι» (Κωστόπουλος-Ψαρράς 2018, σ. 9-10) πιστοποιεί την ύπαρξη ενός σχεδίου εθνοκάθαρσης της στρατηγικά ευαίσθητης περιμέτρου της Θεσσαλονίκης από τη βουλγαρική ή φιλοβουλγαρική παρουσία· η διαπίστωση αυτή ισχύει ακόμη περισσότερο για την πόλη του Κιλκίς, που πυρπολήθηκε μετά την κατάληψή της από τον ελληνικό στρατό (βλ. εδώ, 17/6/2016).
Αντίστοιχες υπήρξαν φυσικά οι επιδόσεις και του βουλγαρικού στρατού στη δική του ζώνη επιχειρήσεων:στοχευμένη καταστροφή των βασικών εκεί ελληνόφωνων κέντρων (Σέρρες, Νιγρίτα, Δοξάτο), με πρόσχημα την καταστολή της δράσης Ελλήνων ανταρτών.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις κι ο φόβος καταδίωξης όσων βρέθηκαν στη «λάθος» πλευρά των νέων συνόρων παρήγαγαν τα πρώτα προσφυγικά κύματα, από και προς την ελληνική Μακεδονία.
Οι σλαβόφωνοι χριστιανοί που εγκατέλειψαν την τελευταία στη διάρκεια του Β' Βαλκανικού πολέμου υπολογίστηκαν από την ελληνική Γενική Διοίκηση σε 43.647· οι δε μουσουλμάνοι που έφυγαν για την Τουρκία μεταξύ 1912 και 1915, ως αποτέλεσμα σχετικής ζύμωσης των Νεοτούρκων αλλά και των βιαιοτήτων που συνόδευσαν την εκστρατεία αφοπλισμού τους το φθινόπωρο του 1913, ανήλθαν σε 82.628 (Αρχείο Στέφ. Δραγούμη, φ. 217, έγγρ. 5).
Από την άλλη, στην ελληνική Μακεδονία κατέφυγαν την ίδια περίοδο 34.112 πρόσφυγες από τη βουλγαρική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (που η συνθήκη του Βουκουρεστίου είχε επιδικάσει στη Σόφια), 3.250 από τον Καύκασο, 60.925 από την Ανατολική Θράκη και 19.250 από τη Μ. Ασία – απόρροια, αυτοί οι τελευταίοι, του πρώτου ανθελληνικού πογκρόμ που εξαπέλυσε το καθεστώς των Νεοτούρκων την άνοιξη του 1914.
Για τις ελληνικές αρχές –όπως και για τις ομόλογές τους στις γειτονικές χώρες– η προσφυγιά αποτελούσε ιδεώδες εργαλείο για την αφομοίωση των νέων επαρχιών. Εξαιρετικά εύγλωττο αποδεικνύεται επ’ αυτού ένα σημείωμα του Αθανασίου Εξαδάκτυλου (2/10/1913) που εντοπίστηκε στο Αρχείο Βενιζέλου (φ. 8).
Επιτελικό στέλεχος του στρατού, ο συντάκτης του τονίζει «το επείγον της διά διαφόρων μέσων μεταβολής του εθνολογικού χαρακτήρος της ζώνης ΑΒΓ [των εδαφών ανατολικά της γραμμής Θεσσαλονίκη-Δοϊράνη] προς μετριασμόν του παρουσιαζομένου μειονεκτήματος από στρατιωτικής και πολιτικής απόψεως, να έχωμεν επί της παραμεθορίου ζώνης αποκλειστικώς πληθυσμούς μη φιλίως ή και εχθρικώς διακειμένους», για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως «εκτός των άλλων μέτρων άτινα συντόμως δέον να ληφθώσι, όπως ο εξελληνισμός των σλαυοφώνων βουλγαριζόντων τε και ελληνιζόντων, η μεταξύ των ξένων τούτων πληθυσμών εγκατάστασις καθαρώς Ελληνικών οικογενειών αποσοβήσεται το προσφορώτερον, ταχύτερον και συντελεστικώτερον μέσον προς έναρξιν της μεταβολής του εθνολογικού χαρακτήρος της υπ’ όψιν παραμεθορίου ζώνης».
Εισηγείται δε την εγκατάσταση κάθε κατηγορίας προσφύγων σε συγκεκριμένη περιοχή, με κριτήριο τη γλώσσα και τον τρόπο βιοπορισμού της: οι ελληνόφωνοι Θράκες στα καπνοπαραγωγά –και ως επί το πλείστον μουσουλμανικά– εδάφη Δράμας-Καβάλας, οι επίσης ελληνόφωνοι Μελενικιώτες στο Σιδηρόκαστρο, οι σλαβόφωνοι Στρωμνιτσιώτες και Πετριτσινοί στο Κιλκίς. Οπερ και εγένετο.
Ακολούθησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη διπλή κατοχή: της Αντάντ στα δυτικά του Στρυμόνα, βουλγαρική στα ανατολικά. Στην πρώτη περίπτωση, οι πολεμικές επιχειρήσεις και τα μέτρα ασφαλείας των συμμάχων επέφεραν την καταστροφή δεκάδων χωριών, μεγάλο αριθμό εσωτερικών προσφύγων και τη φυγή μερικών χιλιάδων στην αντίπερα όχθη.
Στη βουλγαρική ζώνη, ο απολογισμός υπήρξε ακόμη βαρύτερος: χιλιάδες κάτοικοι πέθαναν από την πείνα στα αστικά κέντρα και στα καπνοχώρια –αποτέλεσμα του συμμαχικού αποκλεισμού και των περιοριστικών μέτρων των αρχών κατοχής– ή εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και τη Βόρεια Μακεδονία (Κωστόπουλος 2007, σ. 289-298).

Η προσφυγική εγκατάσταση






Τις de facto εθνοκαθάρσεις ακολούθησε η έννομη, με τη βούλα των συνεδρίων της ειρήνης. Το αποφασιστικότερο βήμα σημειώθηκε με τη σύμβαση της Λωζάννης για την υποχρεωτική ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών (30/1/1923), με αποκλειστικό κριτήριο διαχωρισμού το θρήσκευμα των εκατέρωθεν πολιτών.
Σύμφωνα με τα απόρρητα αποτελέσματα της απογραφής του 1920, στην ελληνική Μακεδονία παρέμεναν 316.300 μουσουλμάνοι: 264.400 τουρκόφωνοι, 12.800 αλβανόφωνοι, 11.700 ελληνόφωνοι, 1.200 βλαχόφωνοι, 5.400 «αθιγγανόφωνοι», 7.800 βουλγαρόφωνοι και 13.000 «μακεδονικής γλώσσης» (ΙΑΥΕ 1923, φ. 6.7).
Σχεδόν όλοι έφυγαν μετά το 1923 (οι περισσότεροι στην Τουρκία, κάποιοι στην Αλβανία) και τη θέση τους πήραν 638.253 (τουλάχιστον) πρόσφυγες από τη Μ. Ασία, την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο – οι 255.273 από τους οποίους ήταν ήδη πρόσφυγες του πολέμου, πριν από την επίσημη ανταλλαγή. Η εγκατάστασή τους επισφράγισε μια για πάντα τον ελληνικό χαρακτήρα της περιοχής.
Την εκκαθάριση συμπλήρωσε η ελληνοβουλγαρική σύμβαση του Νεϊγί (14/11/1919) για την «εθελοντική» ανταλλαγή των εκατέρωθεν μειονοτήτων. Παρά τον «εθελοντικό» –τυπικά– χαρακτήρα της, στην πράξη και τα δύο κράτη άδραξαν την ευκαιρία να ξεφορτωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα «ξένα στοιχεία», επιστρατεύοντας γι’ αυτόν τον σκοπό εγχώριους παρακρατικούς και ξεσπιτωμένους ομογενείς.
Τελικά, αναχώρησαν 53.000 σλαβόφωνοι της ελληνικής Μακεδονίας και 30.000 Ελληνες της Βουλγαρίας· επικυρώθηκε δε η αποχώρηση 39.000 και 16.000 παλαιότερων προσφύγων, αντίστοιχα, με ρευστοποίηση των περιουσιών τους.
Για την εφαρμογή αυτών των συμβάσεων στην ελληνική Μακεδονία, αποκαλυπτικό είναι το τηλεγράφημα των μακεδονομάχων κατοίκων ενός σλαβόφωνου χωριού της Γουμένισσας προς τον Φίλιππο Δραγούμη (8/12/1924):
«Χωρίον μας Πέτροβον, αγωνισθέν κατά Βουλγαρικής προπαγάνδας επί Τουρκοκρατίας, ευρίσκεται σήμερον εις διωγμόν υπό οργάνων εξουσίας χρησιμοποιούντων πιεστικά μέτρα προς εκπατρισμόν μας εις Βουλγαρίαν. Διά βιαίας εγκαταστάσεως προσφύγων δυσαναλόγων ποσοτικώς εις οικίας και γαίας μας πιεζόμεθα αναχωρήσωμεν εις Βουλγαρίαν ως δήθεν Βούλγαροι. [...] Αδελφοί πρόσφυγες εξωθούμενοι απειλούν όλεθρόν μας εάν δεν αναχωρήσωμεν. Εχύσαμεν το αίμα μας κατά αντιβουλγαρικούς αγώνας, δεν εννοούμεν καταφύγωμεν ζωντανοί εις Βουλγαρίαν» (Αρχείο Φ. Δραγούμη, φ. 104, εγγρ. 4).
Για το ίδιο χωριό, ο στρατηγός Κάκκαβος, επιτελικό στέλεχος του Μακεδονικού Αγώνα, μας πληροφορεί ότι «διέτρεξε τον κίνδυνον να εκτοπισθή ως ξενόφωνον και μη εμπνέον εμπιστοσύνην κατά την εγκατάστασιν των προσφύγων»· τελικά, οι κάτοικοί του παρέμειναν, χάρη στην παρέμβαση του (επίσης μακεδονομάχου) σωματάρχη, που γνώριζε πρόσωπα και πράγματα («Απομνημονεύματα», Αθήναι 1972, σ. 113). Δεν είναι δύσκολο ν’ αντιληφθούμε τι συνέβη με όσους χωρικούς στερούνταν παρόμοιες προσβάσεις.
Οι στρατηγικές στοχεύσεις της προσφυγικής εγκατάστασης αποτυπώνονται σε έγγραφο του γενικού διευθυντή εποικισμού Μακεδονίας, Σ. Γούδα, προς τη Διεύθυνση Εποικισμού του υπουργείου Γεωργίας (Εν Θεσ/νίκη 3/3/1924, αρ. 454).
Διαβιβάζοντας έναν εθνολογικό χάρτη και μία πολυσέλιδη στατιστική, που απαριθμούσε κατά χωριό «τας μη Ελληνικάς εν Μακεδονία οικογενείας (κατά διάκρισιν Σλαυϊζούσας, Ρουμανιζοούσας και Αλβανιζούσας) ως και τας Ελληνικάς μεν πλην ξενοφώνους τοιαύτας», ο γενικός διευθυντής ξεκαθαρίζει ότι «συνετάγησαν επί τη βάσει πληροφοριών των κατά τόπους εποικιστικών αρχών εν συνεννοήσει μετά των Πολιτικών και Στρατιωτικών τοιούτων» με σκοπό «την υπό της υπηρεσίας ημών εξακρίβωσιν των ξένων εν Μακεδονία στοιχείων και την κατ’ αναλογίαν παρεμβολήν προσφυγικών συνοικισμών μεταξύ τούτων εις τρόπον ώστε να καταστώσιν τελείως ακίνδυνα εφεξής».
Κάποιες αναφανδόν «ελληνοφρονούσες» σλαβόφωνες κοινότητες εξαιρέθηκαν, πάντως, ακόμη κι από τη στήλη των «ξενόφωνων Ελλήνων»· φως φανάρι πως ακόμη κι οι συντάκτες των σχετικών πινάκων δεν ήταν καθόλου βέβαιοι μέχρι πού θα έφτανε η εξουδετέρωση των «ξένων στοιχείων».
Πάνω από 10.000 Βλάχοι έφυγαν επίσης το 1925-1932 στη Ρουμανία, βάσει διακρατικής συμφωνίας. Στις 12/8/1927 θεσπίστηκε μάλιστα ειδικό Προεδρικό Διάταγμα για την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας από «αλλογενείς Ελληνας υπηκόους, εγκαταλιπόντας το Ελληνικόν έδαφος άνευ προθέσεως επανόδου». Διάταξη που τις επόμενες δεκαετίες έμελλε να χρησιμοποιηθεί μαζικά, για τον εξοβελισμό από τον εθνικό κορμό χιλιάδων «αλλογενών» μεταναστών και πολιτικών προσφύγων.
Ενα τελευταίο προσφυγικό κύμα προς την ελληνική Μακεδονία θα σημειωθεί στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, με την έλευση χιλιάδων Ποντίων από την ΕΣΣΔ. Ημιτελείς παρέμειναν, αντίθετα, οι υπηρεσιακοί σχεδιασμοί της ίδιας περιόδου για απομάκρυνση των «ύποπτων» Σλαβοφώνων από τα παραμεθόρια χωριά και αντικατάστασή τους με εποίκους «ακραιφνών εθνικών φρονημάτων» (3.500 οικογένειες μόνο στην Ανατολική Μακεδονία) ή ακόμη και για αποστολή τους με διακρατική συμφωνία στην... Αργεντινή.

«Οι Σουδήται της Ελλάδος»

Μπορεί οι κοσμογονικές ανταλλαγές της δεκαετίας του 1920 να διασφάλισαν από άποψη πληθυσμού την ελληνικότητα της νότιας Μακεδονίας, για τους εθνικόφρονες όμως της εποχής κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου αρκετό.
Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η κινδυνολογία για την παρουσία εκεί μιας μειονότητας 170-200 χιλιάδων σλαβόφωνων Μακεδόνων (και 50.000 Εβραίων στη Θεσσαλονίκη) δίνει και παίρνει στον αθηναϊκό Τύπο και στις υπηρεσιακές εκθέσεις κάθε είδους ταγών της εθνικής ασφάλειας.
Τη δεκαετία του 1930, τον δυναμικό «σωφρονισμό» των «ξένων στοιχείων» ανέλαβαν φασιστικές οργανώσεις, όπως η Εθνική Ενωσις Ελλάδας (ΕΕΕ) και, τελικά, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Τα αποτελέσματα της ασφυκτικής καταπίεσης, που έφτασε στο σημείο της δρακόντειας απαγόρευσης της (δημόσιας αλλά και κατ’ ιδίαν) σλαβοφωνίας, ήταν –όπως είχε προβλεφθεί από τους φιλελεύθερους αρνητές τους– καταστροφικά για το κύρος του ελληνικού κράτους.
Στη διάρκεια της Κατοχής, ένα τμήμα της μειονότητας θα συστρατευθεί έτσι με τον βουλγαρικό αλυτρωτισμό· ένα άλλο θα προσχωρήσει στην ΕΑΜική αντίσταση, αποδεχόμενο (και υπερασπιζόμενο) την ελληνική κυριαρχία στην περιοχή έναντι της παραχώρησης μειονοτικών δικαιωμάτων.
Χάρη στη ναζιστική κατοχή επιλύθηκε πάντως το «πρόβλημα» του ατελούς εξελληνισμού της Θεσσαλονίκης, με την εξολόθρευση της εκεί πολυπληθούς εβραϊκής κοινότητας.


Δέκα χρόνια μετά την απελευθέρωση, το 1954, η εγχώρια εθνικοφροσύνη θα εκφράσει ανοιχτά τα αισθήματά της γι’ αυτήν την περίοδο, ψηφίζοντας για δήμαρχο (με 24,3% στον πρώτο γύρο και 43,4% στον δεύτερο) τον οικονομικό υπερυπουργό της Κατοχής, Σωτήριο Γκοτζαμάνη – το μόνο στέλεχος δωσιλογικής κυβέρνησης που τόλμησε ποτέ να κατέβει υποψήφιος σε όλη την Ελλάδα.
Με το εβραϊκό ζήτημα λυμένο διά παντός, απέμενε η τακτοποίηση του σλαβομακεδονικού: η απομάκρυνση των σλαβόφωνων Μακεδόνων –ή έστω μιας μεγάλης μερίδας τους– από την εθνική επικράτεια.
Δεν είναι μόνο οι εφημερίδες των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων που απαιτούν την απέλαση με συνοπτικές διαδικασίες των «Σουδητών της Ελλάδος» – όπως ακριβώς συνέβη, δηλαδή, το 1945 με τη γερμανική μειονότητα της Τσεχοσλοβακίας, που χρησιμοποιήθηκε το 1938 σαν πρόσχημα για την κατάληψη της χώρας από το Τρίτο Ράιχ. Δεκάδες παρόμοια αιτήματα και σχέδια διατυπώνονται στην ενδοϋπηρεσιακή αλληλογραφία, όπως και σε εκείνη μεταξύ υψηλόβαθμων παραγόντων του δημόσιου βίου, ήδη από την τελευταία φάση της Κατοχής.
«Οι πληθυσμοί ούτοι επέδειξαν άγριον φανατισμόν και μισελληνισμόν και δεν δύναται πλέον να γίνη λόγος περί παραμονής των επί Ελληνικού εδάφους. Εις όλην την Μακεδονίαν η εκκαθάρισις έχει καταστή γενική πεποίθησις και ανάγκη», διαβάζουμε π.χ. σε επιστολή του εκδότη Δημ. Λαμπράκη προς τον πρωθυπουργό της εξόριστης κυβέρνησης, Εμμανουήλ Τσουδερό (αρχές 1944), μαζί με την εκτίμηση πως «αυτοί που πρέπει να εγκαταλείψουν το Ελληνικό έδαφος υπολογίζονται εις 100.000» – και την επισήμανση πως «οι πληθυσμοί αυτοί είναι βαθειά ριζωμένοι εις την γην, και μόνον κατόπιν σκληράς πιέσεως είναι δυνατόν να εκριζωθούν» (Αρχείο Τσουδερού, φ. Ε16, έγγρ. 38).
Να «εξοντωθούν ή τουλάχιστον να εκδιωχθούν εις Βουλγαρίαν, προ της ειρήνης, οι μη ανταλλαγέντες το 1923 Βούλγαροι» και να τιμωρηθούν δημόσια «μετά ταχύτητος και αγριότητος» οι «Ελληνες Βουλγαρόφιλοι»εισηγείται πάλι στις 3/10/1944 ο διευθυντής Α2 του ΓΕΣ, ταγματάρχης Επαμεινώνδας Βρεττός, υπενθυμίζοντας «ότι το Βυζάντιον ησύχασεν έως 300 έτη, αφ’ ης ημέρας ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος ετύφλωσε τους 10.000 Βουλγάρους» (Αρχείο Βρεττού, φ. 1.4).
Τα σχετικά παραθέματα θα μπορούσαν να περιλάβουν πολλές σελίδες. Ακόμη κι ο Βρετανός πρέσβης, Ρέτζιναλντ Λίπερ, αποφαίνεται στις παραμονές των Δεκεμβριανών (27/11/1944) ότι «καλύτερα η Ελλάδα να μην περιέχει καθόλου σλαβικές μειονότητες», εισηγείται δε στο Λονδίνο «να βρεθεί μια πατρίδα για 120.000 ίσως Σλαβομακεδόνες βορείως των ελληνικών συνόρων». 
Τον Μάρτιο του 1947, τέλος, η ελληνική κυβέρνηση θα διακηρύξει επίσημα στον ΟΗΕ πως «οι Σλαυόφωνοι είναι Βούλγαροι» και πρέπει επειγόντως να «δοθή ριζική λύσις εις το πρόβλημα» που η παρουσία τους στην ελληνική επικράτεια προκαλεί στην εθνική ασφάλεια («Η εναντίον της Ελλάδος κομμουνιστική επιβουλή», Αθήναι 1947, σ. 158-60).

Τα σχέδια και η πράξη


Σε υπηρεσιακό επίπεδο, δύο διαφορετικοί μηχανισμοί ανέλαβαν τον διαχωρισμό των εριφίων από τα πρόβατα, εν όψει των τελικών αποφάσεων.
Ο πρώτος αποτελούνταν από τρεις εθνικόφρονες πρώην βουλευτές της περιοχής (Γ. Μόδης, Φ. Δραγούμης, Δ. Ανδρεάδης) που ταξινόμησαν το 1945 τα χωριά της Φλώρινας και της Καστοριάς βάσει των (εικαζόμενων) «εθνικών φρονημάτων» των κατοίκων τους.
Ο δεύτερος συγκροτήθηκε με κοινή απόφαση των υπουργών Δικαιοσύνης, Εσωτερικών και Στρατιωτικών (24/10/1945) από υψηλόβαθμες τοπικές επιτροπές σε επίπεδο νομού (νομάρχες, στρατιωτικοί διοικητές, εισαγγελείς, επιθεωρητές χωροφυλακής) και κατάρτισε λεπτομερείς πίνακες «βουλγαροφρόνων» και «ρουμανοφρόνων» (113.379 και 2.740, αντίστοιχα).
Η μελέτη αυτών των καταγραφών επιβεβαιώνει, πάντως, την άκρα αυθαιρεσία και ιδιοτέλεια που διαπερνά παρόμοια υπηρεσιακά ζυγίσματα των ανθρώπινων συνειδήσεων: χωριά οπλισμένα από το «Βουλγαρομακεδονικό Κομιτάτο» το 1943 ξεπλύθηκαν σαν «ελληνόφρονα» ή «ρευστοσυνείδητα», ενώ προπύργια του ΕΑΜ στιγματίστηκαν σαν αναφανδόν «βουλγαρίζοντα».
Ο εμφύλιος πόλεμος των επόμενων χρόνων χάραξε άλλωστε νέες διαχωριστικές γραμμές, καθιστώντας αυτές τις χαρτογραφήσεις λίγο-πολύ παρωχημένες«Κατά τον συμμοριτοπόλεμον, χωρία τα οποία εθεωρούντο κατά 90% βουλγαρίζοντα, έδειξαν απαράμιλλον αφοσίωσιν, προστατεύσαντα τα χωρία των από τας φονικωτάτας επιθέσεις των συμμοριτών», διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε μεταγενέστερη εμπιστευτική έκθεση του κατοχικού νομάρχη Φλώρινας, Μπόνη, προς το Δ.Σ. του ΙΜΧΑ (1968).
Στην πράξη, η γραφειοκρατική αδράνεια υποκαταστάθηκε από διαδοχικά προσφυγικά κύματα10.000 Σλαβομακεδόνες κατέφυγαν στη Βουλγαρία και 4.000 στη Γιουγκοσλαβία το 1944· άλλοι 13.000 στη Γιουγκοσλαβία λόγω της λευκής τρομοκρατίας του 1945-1946 και 38.000 σε όλη την Ανατολική Ευρώπη ως πολιτικοί πρόσφυγες μετά την ήττα του δεύτερου αντάρτικου.
Στις 11/8/1949, λίγο πριν από την τελική αναμέτρηση στο Βίτσι και τον Γράμμο, το Συντονιστικό Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αθήνας αποφάσισε, τέλος, την αναγκαστική μετακίνηση περίπου 15.000 σλαβοφώνων από τη μεθόριο για μόνιμη εγκατάσταση στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Η τεχνική προπαρασκευή της ομαδικής αυτής εκτόπισης δρομολογήθηκε τους επόμενους μήνες, οικονομικοί όμως λόγοι και η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία οδήγησαν τελικά στη ματαίωσή της.
Το επόμενο «σχέδιον μακράς πνοής» του στρατάρχη Παπάγου (18/12/1950) προέβλεπε τη «βαθμιαία»μετακίνηση στη Ν. Ελλάδα ατόμων ή οικογενειών «με αντεθνικήν δράσιν» και αντικατάστασή τους «υπό εθνικοφρόνων οικογενειών εξ άλλων περιοχών της Χώρας».

Παρόμοιοι σχεδιασμοί, για «μεθοδικήν και κατά στάδια μεταφοράν των σλαυοσυνειδήτων εις διάφορα σημεία νοτίως του Αλιάκμονος» θα εξακολουθήσουν να καταρτίζονται σε διυπουργικό επίπεδο μέχρι το 1958 (Κωστόπουλος-Ψαρράς 2018, σ. 30).
Αποτελεσματικότερη αποδείχθηκε, ωστόσο, η εξώθηση των εριφίων στην υπερπόντια μετανάστευση, με διαβατήρια «άνευ δικαιώματος επιστροφής» και συνακόλουθη αφαίρεση των ιθαγενειών τους.

Αντί επιλόγου

Η σκοτεινή αυτή προϊστορία ουδόλως αναιρεί, φυσικά, την ελληνικότητα της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας. Οπως ακριβώς η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη δεν παύουν να είναι σήμερα τουρκικές επειδή προηγήθηκε η σφαγή του 1922 και τα Σεπτεμβριανά του 1955: τον εθνικό χαρακτήρα ενός τόπου ορίζουν οι ζωντανοί κάτοικοί του, όχι τα φαντάσματα του παρελθόντος. Αρκεί, φυσικά, αυτά τα τελευταία να αντιμετωπίζονται ως τέτοια – κι όχι σαν προβολές κάποιου «διαχρονικού» μέλλοντος...

Γράφει: Τάσος Κωστόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.