21.1.19

O Φεμινισμός στην Ελλάδα: Από τις Αντάρτισσες στο Σήμερα



«Η Βασιλική Ντάνου, ήταν μια ψηλή γυναίκα με κοτσίδες από τη Δρακοσπηλιά Φθιώτιδας. Το 1940, σε ηλικία 17 χρονών, ο πόλεμος την πέτυχε στην εγκυμοσύνη. Τον Οκτώβρη θα γινότανε κι ο γάμος. Αφού επέστρεψε ο αρραβωνιαστικός της, όμως, από το μέτωπο, αρνήθηκε να αναγνωρίσει το παιδί, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν εκείνη την εποχή στην αγροτική ελληνική επαρχία. Λέγεται ότι ο αρραβωνιαστικός "πείσθηκε" από τους αντάρτες να γυρίσει και να αναλάβει τις ευθύνες, μα το έσκασε και πάλι τέσσερις μήνες αργότερα. 


Η Βασιλική, όντας φτωχή, αναγκάστηκε να δώσει το παιδί της γιατί δεν μπορούσε να το μεγαλώσει. Εντάχθηκε σε διμοιρία γυναικών του ΕΛΑΣ στα 20 της. Έγινε καπετάνισσα αλλά δεν ήθελε να βάλει κάποιο ψευδώνυμο σαν τους άλλους καπετάνιους. Τι σημασία είχε; Είχε εκτεθεί πολλαπλά για την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος. Ήταν ευαίσθητη, έκλαιγε συχνά, και στη μέση της είχε πάντα δύο χειροβομβίδες, έγραψε για αυτήν μια γυναίκα από την ίδια διμοιρία.

Στο βουνό καβαλούσε κι ένα άλογο. Μετά τον πόλεμο γύρισε στην Αθήνα. Δούλευε και το βράδυ πήγαινε σε νυχτερινή σχολή. Αρχίσαν να την κυνηγάνε οι φασίστες λόγω του ότι ήταν σταμπαρισμένη πια από το βουνό. Κρύφτηκε αρχικά σε άλλα σπίτια. Μετά, από φόβο, ξαναβγήκε στο βουνό και έγινε υπεύθυνη γυναικών. Σε μια μάχη την τραυματίσαν. Κλείστηκε σε μια σπηλιά. Προδόθηκε και πιάστηκε. Μεταφερθηκε στη Λαμία και στην Αθήνα για ανάκριση. Στη συνέχεια πήγε στις φυλακές Λαμίας υπόδικη.

Το Δεκέμβρη του '48 πέρασε Στρατοδικείο. Καταδικάστηκε σε θάνατο. Στη δίκη της δεν παρουσιαστήκαν μάρτυρες υπεράσπισης. Οι κατήγοροι την περιέγραψαν σαν "ελευθέρων ηθών", αυτός ήταν ο λόγος είπαν για να βγει στο βουνό. Το '49, 26 χρονών, την εκτελέσαν στη Λαμία.

Η ιστορία της Βασιλικής, είναι η ιστορία μιας γυναίκας με δύσκολο παρόν και δυσοίωνο μέλλον στη δεκαετία του '40, η ιστορία μιας γυναίκας που βγήκε από την κατεύθυνση των διαδρομών που της επεφύλασσαν και που το πλήρωσε με τη ζωή της. Δεν είναι η μόνη. Το σενάριο παίχτηκε επί χίλια. Κι όμως για την επίσημη ιστορία δεν πρόκειται παρά για μια αδιάφορη λεπτομέρεια, αφού είναι μια κοινωνική και πολιτική ιστορία κατά βάση άγνωστη. Για το κόμμα είναι μια ιστορία μιας ηρωικής γυναίκας με όπλα, η ζωή ενός ηρωικού θύματος. Και η εγχώρια φεμινιστική ιστορία στέκει ακόμη αμήχανη μπροστά της. Γιατί είναι καιρός να την αναγνωρίσει». 
Από το βιβλίο Έθνος, φύλο και γυναικεία κινήματα στην Ελλάδα, 1880-1949 [Εκδ. Fight Back]
Κάπως έτσι βρήκε τις γυναίκες στην Ελλάδα το τέλος του Μεσοπολέμου. Όπως θα πει και η Τασούλα Βερβενιώτη στο βιβλίο της Η Γυναίκα της Αντίστασης, οι γυναίκες που έδρασαν στην Αντίσταση μεγάλωσαν σε μια κοινωνία με έντονες αντιφάσεις. Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου η οικονομική κρίση συμπορεύεται με αλματώδη ρυθμό ανάπτυξης σε όλους τους τομείς της παραγωγής. Η πρώτη ελληνική δημοκρατία με πραξικοπήματα και δικτατορίες. Ο αναλφαβητισμός με παιδαγωγούς όπως ο Γληνός και ο Δελμούζος. Η φυματίωση και η ελονοσία με τη γυμναστική, τη δίαιτα και την κομψότητα. Η «τιμή» της οικογένειας με ένα μεγάλο αριθμό «ελεύθερων συμβιώσεων» και εξώγαμων ή νόθων παιδιών. Το συνοικέσιο και η προίκα με την παρθενοραφή.


Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος συνοδευόταν από την ελπίδα των ανθρώπων για μια καλύτερη κοινωνία και στην Αντίσταση, για πρώτη φορά, μεγάλες κοινωνικές ομάδες συμμετείχουν ενεργά στην άσκηση της πολιτικής συνδέοντας την εθνική με την κοινωνική απελευθέρωση. Το όραμα της Λαοκρατίας που θα προβάλλει το ΕΑΜ/ΚΚΕ, θα το ενστερνιστεί η πλειονότητα του ελληνικού λαού. Για τις γυναίκες όμως η συμμετοχή τους στον αγώνα εμπεριείχε και την προσωπική απελευθέρωση. Χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη- στο πλαίσιο του ΕΑΜ Νέων-της μοναδικής εαμικής γυναικείας οργάνωσης, της «Λεύτερης Νέας». Οι λεύτερες νέες στον ύμνο τους ζητούσαν να «λυτρωθούμε από την τριπλή σκλαβιά, κατακτητή, προϊσταμένου και άντρα» και η επιθυμία τους να αλλάξουν τη θέση τους μέσα στην κοινωνία θα τις οδηγήσει να εξαντλήσουν όλα τα κοινωνικώς επιτρεπτά όρια δράσης. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στις νέες κυρίως, που ήταν πιο ευαίσθητοι δέκτες των νέων μηνυμάτων, να διεισδύσουν σε ένα χώρο κατεξοχήν αντρικό μέχρι εκείνη τη στιγμή: το χώρο της πολιτικής. Και να μάθουν πως μπορούν να υπάρχουν σε αυτόν ισότιμα με τους άνδρες.
Ο πόλεμος άνοιξε νέους δρόμους για το γυναικείο κίνημα. Ο αγώνας για την ενσάρκωση του οράματος της Λαοκρατίας τους πρόσφερε τη δυνατότητα να αναδείξουν τις ικανότητες τους, να αναλάβουν υπευθυνότητες, να γίνουν αποδεκτές και σεβαστές, να αποκτήσουν αυτοσεβασμό και αυτοπεποίθηση, να «εξισωθούν» με τους άντρες, να πολεμήσουν ακόμα και με το όπλο, να γίνουν αντάρτισσες.
Στο βιβλίο της η Τ. Βεβρενιώτη σημειώνει πως η δράση τους διακρίνεται σε δυο φάσεις: Στην πρώτη συμμετέχουν προεκτείνοντας το ρόλο της νοικοκυράς και της μητέρας. Από την Άνοιξη του 1943 όμως και μετά τα γεγονότα στα πολεμικά μέτωπα, οι μορφές πάλης, οι στόχοι των αντιστασιακών οργανώσεων, αλλά και η αντιμετώπιση τους από τους κατακτητές παρουσιάζουν διαφορές. Στην Αθήνα οι γυναίκες δίνουν μαχητικά το παρών τους στις μεγάλες διαδηλώσεις. Παίρνουν μέρος στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις Κατοχής και υπάρχουν πολλές γυναίκες ανάμεσα στους νεκρούς και τους τραυματίες. 
Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, το Σεπτέμβρη του 1943 και τη δημιουργία Ταγμάτων Ασφαλείας και των άλλων ομάδων οπλισμένων από τους Γερμανούς η τρομοκρατία εντείνεται: μπλόκα, συλλήψεις, ομαδικές εκτελέσεις, κάψιμο χωριών και σπιτιών για αντίποινα, αποκλεισμός ανταρτοκρατούμενων περιοχών κτλ. Τότε οι άντρες δυσκολεύονται να κυκλοφορήσουν και όσοι μπορούν φεύγουν για το βουνό. Έτσι έμεινε ελεύθερο το πεδίο για τις γυναίκες. Για την ακρίβεια η μαζικότερη και η δυναμικότερη εμφάνιση των γυναικών στην Αντίσταση γίνεται ακριβώς στην πιο αιματηρή φάση της Κατοχής. Είναι η περίοδος που οι οργανώσεις υιοθετούν ως μέσο πάλης κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις που γίνονται αποκλειστικά από γυναίκες. Σε αυτή τη φάση σχηματίζονται οι διμοιρίες ανταρτισσών και οι γυναίκες αναλαμβάνουν επικίνδυνα ή «αντρικά» καθήκοντα.


Η μεγάλη παρουσία ανταρτισσών στον Δημοκρατικό Στρατό στη διάρκεια της ένοπλης σύγκρουσης (1946-1949) είχε καταγγελθεί από την «εθνικόφρονα» Δεξιά στα «ευήκοα ώτα» μιας κοινωνίας όπου η «τιμή» της γυναίκας συνδεόταν με την «τιμή της οικογένειας, και τα δυο μαζί με την ύπαρξη του παρθενικού υμένα στις ανύπαντρες και την απουσία σχέσεων με άντρες εκτός οικογενείας για τις παντρεμένες. Και αν, σύμφωνα με την επίσημη ρητορική της αντικομμουνιστικής Δεξιάς, οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού ήταν «αντεθνικώς δρώντες», «ξενοκίνητοι συμμορίτες» και «Βούλγαροι», οι γυναίκες δεν θεωρούνταν μόνο «Βουλγάρες», αλλά και «πουτάνες».
Δεν ήταν εύκολο. Η αντίληψη ότι οι γυναίκες στο Βουνό είχαν ερωτικές σχέσεις με πολλούς άντρες ήταν κυρίαρχη και ριζωμένη βαθιά στους ανθρώπους της εποχής. Στην ελληνική πατριαρχική κοινωνία το «Βουλγάρα» ξεπεράστηκε πιο εύκολα από το «πουτάνα», γεγονός που οι νεαρές και κυρίως ανύπαντρες-μαχήτριες το βίωσαν τραυματικά. Γιατί εάν η κατοχή όπλου και η χρήση βίας μπορούσε να δικαιολογηθεί κοινωνικά –ακόμα και να συγχωρεθεί- σε έναν άντρα, ήταν πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτή για μια γυναίκα. Ακόμα και για την Αριστερά, η εικόνα της αντάρτισσας ερχόταν σε αντίθεση με τη δημόσια εικόνα, με το στερεότυπο του αριστερού, και κυρίως της αριστερής «ιδεολόγου». Οι αντάρτισσες δεν διώχθηκαν για τις ιδέες τους, αλλά γιατί κρατούσαν όπλο. Στον ΕΛΑΣ, μαζί με τον Εφεδρικό) οι ανταρτοεπονίτισσες ήταν λιγότερες από το 10%. Αντίθετα στον Δημοκρατικό Στρατό, το 1949, το ποσοστό των μαχητριών ήταν πάνω από 30% στα μάχιμα τμήματα και περίπου 70% στις βοηθητικές υπηρεσίες.
Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση της Μαρίας Μπέικου, της γυναίκας που στα 17 της πλαστογράφησε την υπογραφή του πατέρα της για να μπει στον ΕΛΑΣ και τελικά βρέθηκε να είναι καπετάνισσα στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη. Στο βιβλίο της Αφού με Ρωτάτε να Θυμηθώ, λέει: «…Σκέφτηκα: «Θα φύγω, θα πάω να πολεμήσω». Ήθελα να πολεμήσω με το όπλο στο χέρι. Είχα ακούσει ότι υπήρχαν αντάρτισσες στη Ρούμελη. Το συζήτησα με τους γονείς μου, οι οποίοι, φυσικά, το είδαν αρνητικά. Τότε, για να καταταγεί μια κοπέλα στον ΕΛΑΣ, έπρεπε να έχει τη σύμφωνη γνώμη των γονιών. Πρώτα έβαλα το θέμα στην οργάνωση. Τους είπα ότι θέλω να πάω απέναντι στη Ρούμελη, να πολεμήσω. Η οργάνωση δεν με άφηνε. Μου λέγανε: «Εκτός από το ότι σε χρειαζόμαστε εδώ, έχεις και ένα πρόβλημα. Χωρίς άδεια απ’ τους γονείς σου, δεν μπορούμε να σε αφήσουμε». Τα αγόρια μπορούσανε, με άδεια της οργάνωσης φυσικά, να βρουν σύνδεση. Εγώ έπρεπε να το παλέψω[…] Ο Άρης δεν ήθελε γυναίκες με το όπλο στο χέρι στον ΕΛΑΣ. Είχε όλο του το μεγαλείο και δεν είναι καθόλου κακό να πούμε ότι είχε και μερικά ελαττώματα […]Τελικά αναγνώρισε τη σημασία της διμοιρίας γυναικών όταν λάβαμε μέρος στη μάχη έξω από το Καρπενήσι, αλλά και όταν έγιναν στο Καρπενήσι κάποιες γιορτές όπου πήραν μέρος και οι ξένες αντιπροσωπείες, αξιωματικοί του στρατού δηλαδή., Αμερικάνοι, Ρώσοι, Άγγλοι, και εμείς ξεσηκώναμε τον κόσμο με τα τραγούδια μας και με το χορό». 

Οι γυναίκες βιώνοντας αυτό το αβάσταχτο για την εποχή στίγμα της «πουτάνας» μόνο επειδή κρατούσαν όπλο, ήθελαν πραγματικά να πολεμήσουν. Στη Ρούμελη, σε μια εποχή που υπήρχαν ακόμη περιπτώσεις όπου η γυναίκα περπατούσε κουβαλώντας και γνέθοντας στο δρόμο και ο άντρας καβάλα πήγαινε μπροστά, υπήρχαν άλλες που κέρδισαν την αυτοπεποίθηση τους γιατί ίσως για πρώτη φορά η συμμετοχή τους στον αγώνα, αναγνωριζόταν. Αρχικά μόνο από τους αντάρτες στο βουνό, διότι η οργάνωση τις είχε ανάγκη, κι αυτό κατάφερνε από μόνο του να σπάσει την ανδροκρατία. Για εκείνες όμως, η μάχη δεν στεκόταν μόνο στα πλαίσια της απαλλαγής από τα δεσμά των κατακτητών και του φασισμού, αλλά ήταν και ένα τρόπος άμιλλας με τους άνδρες. Με τις διμοιρίες υπήρχε η αποδοχή της προσωπικότητας της γυναίκας. Έπρεπε να γίνει αποδεκτό ότι η γυναίκα μπορεί και να πολεμήσει. Και εφόσον μπορούσε να πολεμήσει καθιερώνεται η ισότητα. Οι γυναίκες της Κατοχής, οι αντάρτισσες, εκτός των άλλων, πολέμησαν και για το δικό τους φιλότιμο.


Το τέλος της Κατοχής ακολούθησε η «απελευθέρωση», η ήττα στη μάχη της Αθήνας το Δεκέμβρη, η παράδοση των όπλων, η τρομοκρατία, τα στρατοδικεία, οι δηλώσεις μετάνοιας, η Μακρόνησος, η συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, οι φυλακές, η προσπάθεια να τσακιστεί το φρόνημα, να σβηστεί το όραμα, να εξοντωθούν όχι μόνο φυσικά αλλά και ηθικά οι αγωνιστές της Αντίστασης. Στη διάρκεια της Κατοχής όμως, όπως έγραφε και η Έλλη Παπά, «δημιουργήθηκε ένας νέος τύπος και ένα νέο πρότυπο γυναίκας: Η Γυναίκα της Αντίστασης». Η γυναίκα που δεν δεχόταν κανέναν απ' τους μέχρι τότε φορεμένους ρόλους της πατριαρχίας, η γυναίκα που αρνήθηκε να υιοθετήσει το ρόλο της «αγίας» και της «πουτάνας», η γυναίκας που ήθελε απλά να είναι γυναίκα που πολεμάει ισάξια με τους άνδρες.

Οι Γυναίκες απέναντι στο «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» της Χούντας

Κι αργότερα, όταν ο πόλεμος τελείωσε και η Ελλάδα μάζευε τα συντρίμια της, ήρθε η Χούντα των συνταγματαρχών να φέρει κι άλλα συντρίμια. Οι φεμινιστικές οργανώσεις φυσικά είχαν απαγορευτεί, γι’ αυτό και δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες συλλογικές δράσεις. Υπο το φόβο διώξεων που πραγματοποιούνταν έτσι κι αλλιώς εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων που «έπρεπε να παταχθούν», οι φεμινιστικές διεκδικήσεις έμειναν πίσω, γιατί έπρεπε να κατακτηθεί η συλλογική ελευθερία. Ωστόσο οι βάσεις υπήρχαν, το μικρόβιο της Αντίστασης και ο σπόρος της αντίδρασης είχαν φυτευτεί για τα καλά στον Εμφύλιο όταν είχαν πολεμήσει ισάξια με τους άνδρες. Και κατά τη διάρκεια της επταετίας το έκαναν ξανά. 

Τα πρώτα πράγματα που έκαναν οι γυναίκες όταν οργανώθηκαν στην αντιδικτατορική αντίσταση ήταν να φτιάχνουν χειρόγραφες ανακοινώσεις και να μοιράζουν τρικάκια, να γράφουν συνθήματα σε τοίχους για να εμψυχώσουν τον κόσμο. Οι γυναίκες κάλυπταν στελέχη του Αντιδικτατορικού Μετώπου, υπέφεραν το ίδιο από τους βασανιστές της εποχής, δέχτηκαν τα ίδια, ίσως και χειρότερα από τους άνδρες χτυπήματα από τον Μπάμπαλη και τον Μάλλιο.
Κάθε δικτατορία όπως αυτή, είχε ως σημαντικό στόχο της τον περιορισμό των γυναικών στα «παραδοσιακά» τους καθήκοντα, όπως φαίνεται και από το βασικό σύνθημα των πραξικοπηματιών: «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Αυτό που με βεβαιότητα σώζεται από τις μαρτυρίες των γυναικών που έζησαν τη Χούντα είναι πως υπήρχαν γυναίκες που βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, δολοφονήθηκαν, κάτι που αποδεικνύει πως δεν έμειναν παρατηρητές της δικτατορίας. Υπέμειναν στη Μπουμπουλίνας τα ίδια φρικτά βασανιστήρια με τους άντρες, με πολλά απ’ αυτά να περιλαμβάνουν το βιασμό. Σε πολλές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν εκβιαστικά τα ίδια τα παιδιά τους για να κάνουν δήλωση μετάνοιας. Κι όμως, σε μια εποχή που όπως αναφέρεται στο ντοκιμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου «Τα Κορίτσια της Βροχής», το ποσοστό των ανδρών που υπέγραφαν το χαρτί της αποτίναξης των ιδεών τους ήταν πολύ μεγάλο, ελάχιστες γυναίκες έκαναν δήλωση μετάνοιας.

Μεταπολιτευτικός φεμινισμός

Μετά το τέλος της δικτατορίας ο φεμινισμός στην Ελλάδα εισήλθε σε μια περίοδο που έμελλε να διαρκέσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Πιο μαζικό, πιο διευρυμένο, με πιο προωθημένα αιτήματα, με ανοιχτά θεωρητικά πεδία στον δημόσιο διάλογο σχετικά με τα έμφυλα στερεότυπα. Σχηματίστηκαν ομάδες, σύλλογοι, εκδόθηκαν περιοδικά και βιβλία, δημιουργήθηκαν χώροι συνάντησης και σκέψης. Σύντομα το πεδίο των διεκδικήσεων διευρύνθηκε και τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια του κινήματος υιοθέτησαν και τον αγώνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των εργασιακών δικαιωμάτων.

Η Πανελλαδική Ένωση Γυναικών που ιδρύθηκε το 1964 και διαλύθηκε από τη Χούντα το 1967, αποτέλεσε και πρότυπο για τις μεταδικτατορικές γυναικείες οργανώσεις. Και στην περίπτωση του γυναικείου κινήματος, το περιβάλλον της Μεταπολίτευσης ήταν ένα περιβάλλον ανοιχτό για να δεχτεί τις ιδέες που έχουν κυοφορηθεί στον δυτικό κόσμο, στο πλαίσιο του δεύτερου φεμινιστικού κύμματος. 

Οι γυναίκες διψούσαν για ελευθερία και αγώνα περισσότερο από τους άνδρες. Η ιδρυτική συνέλευση της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδος που πραγματοποιήθηκε μόλις στις 20 Ιουνίου του 1976 στον κινηματογράφο Ήλιον έγινε με τη συμμετοχή 44 γυναικείων σωματείων, αριθμός πολύ μεγάλος για την εποχή, και η διακήρυξη της Ομοσπονδίας κυκλοφόρησε από το περιοδικό σύγχρονη γυναίκα. Στις βασικές διεκδικήσεις της οργάνωσης συγκαταλέγονταν μεταξύ άλλων τα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα των γυναικών, η αναγνώριση της κοινωνικής αξίας της μητρότητας, η υπεράσπιση της ειρήνης και ο αγώνας κατά των πυρηνικών δοκιμών και εξοπλισμών.


Η δεκαετία του '80 ήταν η εποχή που οι διεκδικήσεις των γυναικών μπήκαν σε πρώτο πλάνο. Οργανώσεις, συλλογικότητες, γυναικεία βιβλιοπωλεία και βιβλία που στόχο είχαν να μιλήσουν για το κατασκευασμένο κοινωνικά φύλο, άρχισαν να ξεπηδούν μαζικά, ενώ πεδίο άσκησης της φεμινιστικής πολιτικής έγινε η εκδοτική δραστηριότητα, θεωρητική ή διακηρυκτική, η οποία υποδηλώνε την επιθυμία των γυναικών να καταγραφούν σαν συλλογικότητες, να κάνουν γνωστούς τους προβληματισμούς τους. Οι εκδόσεις αυτές επιδίωκαν παράλληλα να συνδεθεί το κίνημα και με τη θεωρία, να γνωρίσει τις σχετικές διεθνείς συζητήσεις και να αφηγηθεί την ιστορία του. Οι επιλογές αυτές γίνονται φανερές στα περιεχόμενα της Σκούπας (1979-1981), του σημαντικότερου φεμινιστικού περιοδικού της πρώτης περιόδου. Με τον ίδιο σκοπό δημιουργήθηκε και η Εκδοτική Ομάδα Γυναικών που δημιουργήθηκε την ίδια χρονιά.


Ειδικότερα τη δεκαετία του 80, όπου πλέον το φεμινιστικό κίνημα είχε αρχίσει να γίνεται μαζικότερο σε μεγάλο βαθμό ο διεκδικητικός λόγος των γυναικών οργανώνεται σε σχέση με τρείς καθοριστικής σημασίας για τον φεμινισμό της περιόδου θεματικές: το Οικογενειακό Δίκαιο, η αυτοδιάθεση του σώματος, οι ποσοστώσεις, η στράτευση, η εργασία, η ειρήνη. Ωστόσο από τις αφίσες που κυκλοφορούσαν τότε, φαίνεται να θίγουν και πράγματα όπως ο πολιτικός γάμος, τον οποίο προτείνουν σαν υποχρεωτικό έναντι του θρησκευτικού που προτείνουν να μετατραπεί σε θρησκευτική ή προαιρετική διαδικασία, να καταργηθεί η μοιχεία σαν ποινικό αδίκημα, ενώ μίλησαν για το δικαίωμα στο «Όχι», για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις στην εργασία, στους δρόμους και τα λεωφορεία. 
Αυτονόητα σήμερα δικαιώματα, από την άμβλωση και την αντισύλληψη μέχρι το να πάει μια γυναίκα και να σηκώσει χρήματα από την τράπεζα, δεν ήταν αυτονόητα. Για όλα ακόμη χρειαζόταν η υπογραφή ενός άνδρα. Οι γυναίκες όμως πλέον είχαν προχωρήσει. Οι ίσες δυνατότητες στη μόρφωση κατάφεραν να δημιουργήσουν και άλλου είδους συζητήσεις που είχαν να κάνουν με την αυτοδιάθεση του σώματος τους και όχι μόνο με τη διεκδίκηση αστικών δικαιωμάτων.
Το 80 μέσα από φεμινιστικές διεκδικήσεις είναι και η εποχή που το φύλο έχει αρχίσει να μπαίνει στο προσκήνιο σαν κοινωνική κατασκευή. Οι γυναίκες για παράδειγμα πάλευαν για τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων όχι μόνο για δωρεάν και ασφαλείς αμβλώσεις που μέχρι εκείνη τη στιγμή είτε έπρεπε να πληρώσουν αδρά ένα γιατρό και να τις κάνουν παράνομα, είτε να τις κάνουν μόνες βάζοντας σε κίνδυνο την υγεία τους και τη ζωή τους. Μάχονταν γι' αυτό γιατί αυτό ήταν ένα ζήτημα βαθιά συνδεδεμένο με τη γυναικεία σεξουαλικότητα και την αυτοδιάθεση του σώματος, με την αποδόμηση της μητρότητας σαν «υποχρέωση» και με τη σεξουαλική απόλαυση, την απομυθοποίηση της περιόδου και της εμμηνόπαυσης. Αυτό το άνοιγμα ήταν ένα καινούριο πλαίσιο που έκανε τις φεμινιστικές οργανώσεις να έρθουν πιο κοντά και στο ΛΟΑΤΚΙ κίνημα που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρέμενε αθέατο, να του δώσουν φωνή και να το ενώσουν με τις δικές τους διεκδικήσεις. Κι αυτό έγινε κυρίως μέσω των λεσβιακής παρουσίας μέσα στις γυναικείες, κυρίως αναρχικές φεμινιστικές ομάδες που είχαν δημιουργηθεί. Το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα δεν είχε ούτε τα χαρακτηριστικά, ούτε την ορατότητα που υπάρχει - ακόμη και αν δεν έχει παγιωθεί πλήρως - σήμερα. Οι γυναίκες λεσβίες που έκαναν και την αρχή, ήταν ακόμη διαχωρισμένες από τους άνδρες ομοφυλόφιλους και έβγαζαν ένα δικό τους περιοδικό, τη Λάβρυ, γιατί θεωρούσαν πως ακόμη και οι γκέι άνδρες απολάμβαναν περισσότερα προνόμια στην κοινωνία.

Οι γενικότερες πολιτικές ισότητας βρήκαν θέση στις κυβερνητικές ατζέντες των τελευταίων 50 ετών, συχνά λόγω πιέσεων του γυναικείου κινήματος ή διεθνών οργανισμών. Η δεκαετία του 1980 ήταν η πιο δημιουργική σε θεσμικές ρυθμίσεις και όταν κάποιες απ’ αυτές ολοκληρώθηκαν αναπτύχθηκαν περισσότερο οι δημόσιες παρεμβάσεις. 
Τη δεκαετία του 1990 ωστόσο δεν υπάρχει καμιά αξιομνημόνευτη νομοθετική ρύθμιση ευνοϊκή προς τις γυναίκες. Αντίθετα από το 2000 και μετά η Ελλάδα υποχρεώνεται να υιοθετήσει μια σειρά από νόμους του ευρωπαϊκού δικαίου, το οποίο για παράδειγμα όριζε τη σεξουαλική παρενόχληση ως διάκριση λόγω φύλου στην αγορά εργασίας και εισήγαγε για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο την αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Ποινικοποιήθηκε η ενδοοικογενειακή βία και ο βιασμός εντός του γάμου και πάλι όμως με γνώμονα την προστασία της οικογένειας και όχι των γυναικών. Η καταπολέμηση της έμφυλης βίας υποστηρίχθηκε με δομές μόνο από το 2010 και μετά. 

Σήμερα το φεμινιστικό κίνημα αποτελείται κυρίως από αριστερές και αναρχικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται με τους ίδιους τρόπους ενώ σημαντικό ρόλο στη διάδοση των φεμινιστικών ιδεών έχει παίξει και το διαδίκτυο. Οργανώσεις όπως η Sabbat, η Μιγάδα, η Καμιά Ανοχή που θεωρούνται πιο πρόσφατες, αλλά και το Μωβ και το Φύλο Συκής σαν προπομποί των σημερινών νέων οργανώσεων. 

Αν θέλουμε να διακρίνουμε σήμερα ένα καινούριο κύμα φεμινισμού θα λέγαμε πως αυτό αναζητά την επέκταση των κοινωνικών ορισμών του φύλου και της σεξουαλικότητας. Λέξεις όπως «φεμινισμός» και «πατριαρχία», τα τελευταία χρόνια έχουν σταματήσει να είναι ταμπού, παρά τις συνεχιζόμενες αντιδράσεις ενός σκοταδιστικού μέρους της κοινωνίας που ακόμη τις θεωρεί «αγάμητες, αξύριστες και κρυφολεσβίες», χρησιμοποιώντας τους παραπάνω όρους υποτιμητικά ακόμη και σήμερα.


Το νέο κύμα φεμινισμού, οι γυναίκες που ασχολούνται με τα δικαιώματα που μένουν να κατακτηθούν έχουν υιοθετήσει στοιχεία αυτό που στην Αμερική ονομάστηκε «Μαύρος Φεμινισμός», ένα κίνημα που ξεκίνησε από την Άντζελα Ντέιβις και τις μαύρες κουήρ φεμινίστριες. Ένας από τους στόχους τους είναι η προστασία των λιγότερο προνομιούχων στην κοινωνική πυραμίδα της Ελλάδας, δηλαδή οι γυναίκες πρόσφυγες και η κατάκτηση των δικών τους δικαιωμάτων, γιατί είναι οι γυναίκες που βάλλονται αυτή τη στιγμή περισσότερο. Και όχι άδικα, αφού από τους βιασμούς στα κέντρα κράτησης, έως τις γυναικοκτονίες γυναικών προσφύγων στα σύνορα της Ελλάδας και το τράφικινγκ που έχει αναπτυχθεί γύρω από τις μεταναστευτικές ροές, όλα δηλώνουν την αναγκαιότητα της υπεράσπισης τους. 



Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως για τις υπόλοιπες γυναίκες τα δικαιώματα κατακτήθηκαν πλήρως. Από τη μισθολογική ανισότητα μέχρι την έμφυλη βία, από τη δολοφονία της Ελένης στη Ρόδο που εξοντώθηκε τόσο βάρβαρα στους δυο άντρες που την κακοποίησαν και τη δολοφόνησαν, έως τον τραγικό χαμό της 29χρονης Αντζελίνας στην Κέρκυρα που δολοφονήθηκε από τον ίδιο της τον πατέρα επειδή διατηρούσε μια σχέση την οποία ο ίδιος δεν ενέκρινε. Από τους βιασμούς και το στίγμα που συνεχίζει να υπάρχει γύρω απ΄ αυτούς, από τη μη θεσμική παραδοχή της αυτοάμυνας των γυναικών σε περιπτώσεις που χρειάστηκε να προστατεύσουν τον εαυτό τους όπως η Π. από το Ναύπλιο, από το φόβο που υπάρχει όταν μια γυναίκα γυρίζει μόνη της το βράδυ στο σπίτι της, όλα μαρτυρούν πως ακόμη το δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή και ελεύθερη ζωή δεν έχει κατακτηθεί για τις γυναίκες. 


Στην Ελλάδα πλέον οι γυναίκες που δραστηριοποιούνται στις φεμινιστικές διεκδικήσεις, έχουν αντιληφθεί πως η υποστήριξη των διεμφυλικών ατόμων, των γκέι, των λεσβιών, των κουήρ ατόμων, θα πρέπει να είναι μέρος των αγώνων τους. Πως θα πρέπει ο αγώνας τους να συμπεριλαμβάνει και τους περιθωριοποιημένους, τους λιγότερο προνομιούχους και την κοινωνική αλλαγή. Μάχονται ενάντια στο φεμινισμό της Μπουρζουαζίας και φωνάζουν υπέρ των αδύναμων γιατί τους έχει πλέον γίνει συνείδηση πως αν έχει αξία η ζωή ενός ατόμου που έχει αναγκαστεί να ζει στο περιθώριο εξαιτίας των κοινωνικών κατασκευών και της κανονικότητας που έχει δομηθεί γύρω από τα δυο φύλα, τότε όλες οι ζωές θα έχουν αξία. Κι αν σκεφτεί κανείς πως το δικαίωμα ψήφου (αν και η ισότητα ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένη) άργησε να καθιερωθεί πρακτικά περίπου 100 χρόνια, κανείς δεν ξέρει πόσα χρόνια ακόμη θα πάρει μέχρι να εφαρμοστεί η ισότητα στην πράξη για όσες και όσους απέχουν από τα στάνταρ που θέτει η πατριαρχία.

Γράφει: Άννα Νίνη


Πηγη:https://www.vice.com/gr/article/d3mgxk/o-feminismos-sthn-ellada-apo-tis-antartisses-sto-shmera?fbclid=IwAR3BInuSyDnqqBkgAkf_ZCaq-DzHM7Z15WR-FkpZe4Rk8k3iHvE2eJogeM0

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.