3.7.18

O Romelu Lukaku Είναι ο Σκληρότερος Μάγκας που θα Συναντήσεις

«Οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου συνηθίζουν να μιλούν για ψυχική δύναμη. Λοιπόν, είμαι ο σκληρότερος μάγκας που θα συναντήσεις ποτέ». Η λογική αντίδραση λέει πως ο τύπος που τα λέει αυτά, δεν γνωρίζει τι θα πει ταπεινότητα και μετριοφροσύνη. Είναι λόγια που μας παραπέμπουν σε ποδοσφαιριστές όπως ο Cristiano Ronaldo και ο Neymar, προσωπικότητες που όταν τις έπλαθε η φύση, κάτι πήγε στραβά με τη δοσολογία ωραιοπάθειας και φιλαυτίας.

Και όμως. Τα λόγια ανήκουν στον επιθετικό της Εθνικής Βελγίου και δεύτερο σκόρερ (με τέσσερα γκολ) του Μουντιάλ, τον Romelu Lukaku. Μια μηχανή παραγωγής γκολ, που προκειμένου να μετακομίσει στο Μάντσεστερ και να μετατραπεί σε «Κόκκινο Διάβολο», η Γιουνάιτεντ χρειάστηκε να ματώσει οικονομικά, βγάζοντας από τα ταμεία της ένα ποσό της τάξης (μαζί με τα μπόνους) των 100 εκατομμυρίων ευρώ. Πολλά λεφτά. Και κάποτε, δεν υπήρχαν καθόλου. 

Η ζωή του πρωταγωνιστή του Βελγίου στο φετινό Μουντιάλ δεν ήταν εύκολη. Τα παιδικά του χρόνια ήταν συνυφασμένα με το άγχος της επιβίωσης, την αβεβαιότητα και τα ρατσιστικά παραληρήματα. Ο Lukaku, όμως, είπαμε: είναι ένας απ’ τους σκληρότερους μάγκες που θα συναντήσεις ποτέ.

Το καθημερινό φλερτ του εξάχρονου Lukaku με τη λιμοκτονία

Ο Romelu κληρονόμησε το ταλέντο στο ποδόσφαιρο από τον πατέρα του, Roger, o οποίος εγκατέλειψε το Κονγκό προκειμένου ν’ ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μπάλα στο σαφώς γονιμότερο αθλητικά Βέλγιο. Τα έσοδα, από το πέρασμά του από τη Ρούπελ Μπουμ ήταν ελάχιστα, ενώ το απότομο τέλος της καριέρας του, το 1999, σηματοδότησε τη διολίσθηση της οικογένειας στην οικονομική εξαθλίωση.

Τα παιδικά χρόνια του Lukaku στο χωριό Βιντάμ, δίπλα στην πόλη της Αμβέρσας, μόνο ανέμελα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, καθώς το άγχος της επιβίωσης και ο αγώνας για την ανεύρεση των απαραιτήτων προς το ζην επισκίαζαν την όποια διάθεση για διασκέδαση. Ο νυν επιθετικός της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, σε μια σπαραχτική αφήγηση στο Τhe Player’s Tribune, περιγράφει τις δύσκολες παιδικές του στιγμές: «Όταν ήμουν έξι χρονών, κάθε μέρα που γύριζα απ’ το σχολείο στο σπίτι για φαγητό, η μητέρα μου είχε πάντα το ίδιο μενού: Ψωμί και γάλα. Ως παιδί, δεν το σκέφτεσαι. Αλλά υποθέτω πως αυτό μπορούσαμε τότε. Ήξερα πως ζοριζόμασταν», αναφέρει ο Lukaku. Το συγκεκριμένο γεύμα απέκλινε πλήρως από το αντίστοιχο που είχαν οι υπόλοιποι συνομήλικοί του. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και το ψωμί με το γάλα, πολλές φορές ήταν είδη πολυτελείας: «Ήρθε, όμως και η μέρα εκείνη που όταν επέστρεψα σπίτι, είδα τη μητέρα μου να αναμειγνύει το γάλα με νερό. Δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να βγάλουμε την εβδομάδα. Δεν ήμασταν απλά φτωχοί, αλλά απένταροι». Αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο στο οποίο είχε εισέλθει η οικογένεια και δη η μητέρα του, ουδέποτε «ξίνισε»: «Δεν είπα λέξη, επειδή δεν ήθελα να τη στρεσάρω. Απλά έτρωγα ό,τι μου έδινε». Το φαγητό, όμως, δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα. Πολλές φορές, στο σπίτι έλειπε το ηλεκτρικό ρεύμα, με την οικογένεια Lukaku να εξοικειώνεται με το σκοτάδι. Οι συζητήσεις των μελών της υπό το τρεμοπαίζον φως των κεριών λειτούργησε ως υποκατάστατο της καλωδιακής τηλεόρασης, όταν αυτή εκποιήθηκε για λίγα βελγικά φράγκα.

Το ποδόσφαιρο ως σανίδα σωτηρίας

Η φτώχεια και οι κακουχίες δεν στάθηκαν ποτέ ικανές να λυγίσουν τον Lukaku. Αλλά στα μάτια του, πάνω απ’ όλα ήταν η μητέρα του, Adolphine, η γυναίκα με το μόνιμα ζωγραφισμένο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Πλατύ, αλλά και επιτηδευμένο, δεν μπορούσε να καμουφλάρει τα προβλήματα. Ο πιτσιρικάς μπορούσε να ζήσει με τα ελάχιστα, όχι όμως και με τη σκέψη πως η μάνα του ενδέχεται να καταρρεύσει: «Δεν μπορούσα να βλέπω τη μητέρα μου να ζει έτσι. Όχι, όχι, όχι. Δεν το άντεχα. Οι άνθρωποι του ποδοσφαίρου συνηθίζουν να μιλούν για ψυχική δύναμη. Λοιπόν, είμαι ο σκληρότερος μάγκας που θα συναντήσεις ποτέ. Και όταν υποσχέθηκα στη μάνα μου πως θα παίξω στην Άντερλεχτ, γνώριζα τι έπρεπε να κάνω και τι πράγματι θα έκανα».

Το χωριό Βιντάμ ναι μεν αποτελούσε ένα λησμονημένο μέρος, μακριά από τις τυποποιημένες αστικές ποδοσφαιρικές εγκαταστάσεις, αλλά παράλληλα παρείχε και την απαραίτητη γαλήνη, προκειμένου να παραμείνει προσηλωμένος στον στόχο του: «Κάθε αγώνας που συμμετείχα για μένα ήταν τελικός. Δεν αστειεύομαι καθόλου. Σε κάθε σουτ έβαζα όλη μου τη δύναμη. Δεν είχα ούτε το FIFA, ούτε καν Playstation. Δεν με απασχολούσε να σουτάρω με φινέτσα, αλλά να σκοτώσω».

Η ομάδα του πατέρα του, η Ρούπελ Μπουμ, έμελλε να αποτελέσει το ποδοσφαιρικό φυτώριο και του Romelu, τον χώρο όπου θα άνοιγε τα φτερά του. Ο πρώτος προπονητής του, Erwin Wosky, κρίνεται ως ο καταλληλότερος, για να περιγράψει τον Lukaku: «Ήταν ψηλός, γρήγορος και δυνατός, ενώ, όταν κλώτσαγε την μπάλα, αυτή έμπαινε στα δίχτυα. Πάντα ζήταγε την μπάλα και πάντα ήθελε να κερδίζει». Η μαρτυρία, ωστόσο, του Wosky, ίσως απεικονίζει μόνο ένα μικρό δείγμα από το πείσμα του εξάχρονου αγοριού. Οι οικονομικές δυσκολίες των Lukaku δεν του επέτρεπαν ν’ αγοράσει ποδοσφαιρικά παπούτσια και ως εκ τούτου συμβιβαζόταν με τα τρύπια του πατέρα του. Τι και αν δεν τον προστάτευαν από τα χτυπήματα; Ένα παιδί που πεινάει, δεν χαμπαριάζει από σωματικό πόνο.

Ο δρόμος του πιτσιρικά ξεκίνησε να εξομαλύνεται, όταν εντοπίστηκε από τα ραντάρ της Λιρς, ενός συλλόγου με πλούσια ιστορία. Παρά το μαξιλαράκι ασφαλείας που του προσέφερε το νέο ποδοσφαιρικό του σπίτι, το πείσμα του παρέμενε ανεξίτηλο. Άλλωστε, το μακρόπνοο σχέδιο του Lukaku απείχε ακόμη πολύ μακριά. Τίποτα, όμως, δεν θα του στεκόταν εμπόδιο - ειδικά οι αντίπαλοί του: «Θυμάμαι όταν ο γιος μου έπαιζε αντίπαλος με τον Romelu. Του τράβαγε τη φανέλα, προκειμένου να τον ρίξει κάτω, αλλά αυτός δεν χαμπάριαζε. Αντιθέτως, τον παρέσυρε από τη μία άκρη του γηπέδου μέχρι την άλλη, όπου και σκόραρε. Αργότερα, ο διαιτητής μου είπε πως δεν σφύριξε φάουλ επειδή έβλεπε τι θα συμβεί», θυμάται ο Wosky. Ο Lukaku θα έμενε όρθιος, για τη μάνα του, την οποία είχε υποσχεθεί στον παππού του –προτού πεθάνει- πως θα προσέχει.

Από την πείνα, στη βαρβαρότητα του ρατσισμού

Η οικονομική εξαθλίωση δεν ήταν η μοναδική δυσκολία που κλήθηκε να ξεπεράσει ο Romelu, καθώς έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει και τα ρατσιστικά ξεσπάσματα του περίγυρού του: «Στο σχολείο τον κατηγορούσαν για οποιοδήποτε καυγά. Αλλά, ο Romelu, δεν είχε πειράξει ποτέ μύγα. Οι άλλοι τον προκαλούσαν μέσω ρατσιστικών σχολίων για το χρώμα του», αναφέρει ο κολλητός του, Vinnie. Δυστυχώς, η σκληρότητα δεν έμεινε μέσα τα σχολικά κάγκελα, αλλά οξυνόταν πάνω στο χορτάρι των γηπέδων, εκεί που οι πατεράδες του ζήταγαν την ταυτότητά του, για να εισέλθει: «Πολλοί του λέγανε ασυναρτησίες, επειδή ήταν ψηλός, γρήγορος και πετύχαινε πολλά γκολ. Οι γονείς υποστηρίζανε πως ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία από τα υπόλοιπα παιδιά. Αυτό ήταν ρατσιστικό. Αυτός και ο αδερφός του, Jordan, ήταν τα μοναδικά μαύρα παιδιά της περιοχής», συμπληρώνει ο Vinnie.

H εκπλήρωση του όρκου και το απωθημένο ενός τελευταίου τηλεφωνήματος

Η ρατσιστική αντιμετώπιση δεν στάθηκε ικανή να τον αποπροσανατολίσει. Ο Lukaku είχε ορκιστεί στη μητέρα του πως θα αγωνιστεί στην Άντερλεχτ, κάτι που πραγματοποίησε σε ηλικία 16 ετών. Η σύναψη συμφωνίας με την U-19 της ομάδας των Βρυξελλών ήταν το πρώτο μεγάλο βήμα. Ήξερε πως πλέον τα πράγματα θα έφτιαχναν. Αν όχι άμεσα, θα φρόντιζε ο ίδιος να επισπεύσει τις εξελίξεις. Παραγκωνισμένος στην άκρη του πάγκου, προέβη σε έναν εσωτερικό μονόλογο: «Πως θα βρεθώ στην πρώτη ομάδα της Anderlecht, αν δεν αγωνίζομαι βασικός ούτε στην U-19;». Τότε, έπιασε τον προπονητή του και του ζήτησε να τον συμπεριλαμβάνει στην πρώτη ενδεκάδα - το αντάλλαγμα θα ήταν 25 γκολ μέχρι τον Δεκέμβριο. Για τον Romelu ήταν παιχνιδάκι: Του έφτασε ο Νοέμβριος, για κερδίσει το στοίχημα.

Ο εκπληκτικός απολογισμός τερμάτων αποτέλεσε τον προθάλαμο για την υπογραφή επαγγελματικού συμβολαίου με την πρώτη ομάδα της Άντερλεχτ, το 2009. Ο Lukaku δεν κοίταξε καν τις προτεινόμενες απολαβές. Απλά ξεφύλλισε τις σελίδες.

Όλα, λοιπόν, είχαν πάρει τον δρόμο τους και οι μετοχές του στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Μέχρι να καταλήξει στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, προηγήθηκαν οι Τσέλσι, Γουέστ Μπρόμγουιτς, Έβερτον, ενώ παράλληλα εξελίχθηκε σε franchise player της Εθνικής Βελγίου. Πλέον, ο Lukaku απολαμβάνει τη νηνεμία που στερήθηκε στα παιδικά του χρόνια. Έχει, όμως, ένα παράπονο, ένα τηλεφώνημα που δεν μπόρεσε να κάνει στον παππού του, όπου θα του εξομολογούνταν τα εξής: «Βλέπεις; Η κόρη σου είναι εντάξει. Δεν υπάρχουν αρουραίοι στο διαμέρισμα, δεν κοιμόμαστε πλέον στο πάτωμα. Είμαστε καλά τώρα. Δεν χρειάζεται να τσεκάρουν τις ταυτότητές μας. Ξέρουν τα ονόματά μας».




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.