H Τσέλσι Μάνινγκ, η Aμερικανίδα τρανς στρατιώτης, που το 2010 διέρρευσε ένα τεράστιο αριθμό απόρρητων διπλωματικών και στρατιωτικών εγγράφων στα Wikileaks, αποκαλύπτοντας σημαντικές και άγνωστες πτυχές της παγκόσμιας διπλωματικής σκακιέρας, αφέθηκε ελεύθερη, επτά χρόνια μετά τη σύλληψη της.
Λίγο πριν από την εκπνοή της θητείας του στον Λευκό Οίκο και ενώ η Μάνινγκ είχε εκτίσει ποινή σε πέντε διαφορετικές φυλακές (υπό συνθήκες που εμπειρογνώμονας των Ηνωμένων Εθνών είχε χαρακτηρίσει «σκληρές» και «απάνθρωπες»), ο Μπαράκ Ομπάμα έκανε χρήση της δυνατότητας για απόδοση χάρης που δίνεται στους απερχόμενους προέδρους και αποφάσισε να μειώσει την ποινή που είχε επιβληθεί.
Η ελεύθερη, από τον περασμένο Μάιο, Τσέλσι Μάνινγκ, αφηγείται στους New York Times τη ζωή της.
Στην πρώτη της συνέντευξη μετά το 2008, μιλά για το πώς και το γιατί έκανε τις διαρροές που προκάλεσαν διεθνώς «σεισμό», ενώ δίνει άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές της περιπέτειας της.
Το «έγκλημά» της ήταν εκπληκτικό, υπενθυμίζουν οι New York Times: Η Μάνινγκ παρέδωσε στα WikiLeaks περίπου 250.000 αμερικανικά διαβαθμισμένα διπλωματικά έγγραφα και περίπου 480.000 αναφορές του στρατού με στοιχεία για τους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ.
Ήταν η μεγαλύτερη διαρροή διαβαθμισμένων εγγράφων στην αμερικανική ιστορία.
Οι αποκαλύψεις άνοιξαν τον δρόμο για τον Έντουαρντ Σνόουντεν και εκτόξευσαν τη φήμη του Τζούλιαν Ασάνζ, το όνομα του οποίου δεν σήμαινε τίποτα ιδιαίτερο έξω από τους κύκλους των χάκερ. «Χωρίς την Μάνινγκ» λέει ο PJ Crowley, πρώην εκπρόσωπος του State Department, ο Ασάνζ θα ήταν άλλος ένας περιθωριακός τύπος που αγανακτεί για την αμερικανική ηγεμονία».
Σύμφωνα με τον Denver Nicks, συγγραφέα ενός βιβλίου για τη δράση της, η Μάνινγκ σηματοδοτεί την αρχή «μιας νέας εποχής για την πληροφορία αυτή καθαυτή». Μιας εποχής κατά την οποία οι διαρροές έγιναν όπλο, η ασφάλεια δεδομένων απέκτησε ύψιστη σημασία και η ιδιωτικότητα αποδείχτηκε μύθος.
Όπως γράφει ο δημοσιογράφος Matthew Shaer, το πρώτο που του ζήτησε η Μάνινγκ, την οποία συνάντησε αρχικά στο διαμέρισμα της στο Μανχάταν, ήταν να βάλει το laptop του σε έναν φούρνο μικροκυμάτων, που είχε δίπλα στην πόρτα, εξηγώντας του ότι ο κλωβός μπλοκάρει τις συχνότητες των ραδιοκυμάτων. Ο φούρνος μικροκυμάτων είχε μέσα και άλλες συσκευές, μεταξύ των οποίων δύο Xbox controllers.
Υπενθύμισε ότι την τελευταία φορά που παραχώρησε συνέντευξη ήταν με αφορμή ένα συλλαλητήριο για γάμους μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου στη Νέα Υόρκη. Στη συνέχεια, σχεδόν μια δεκαετία μετά από εκείνη τη συνέντευξη, παρέμεινε σιωπηλή, παρότι η ιστορία της γράφτηκε σε αμέτρητα άρθρα, ακόμη και βιβλία. Κι όμως.
Όπως η ίδια λέει τώρα στους NYT «Δεν ήταν όλη η ιστορία μου».
Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, στο πατρικό σπίτι της στο Crescent της Οκλαχόμα, η 29χρονη σήμερα Μάνινγκ θυμάται ότι υπέφερε από μια μόνιμη εσωτερική αναστάτωση, καθώς προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί.
Σε ηλικία πέντε ετών πλησίασε τον πατέρα της, διευθυντή στην εταιρεία Hertz και του εξομολογήθηκε ότι θα ήθελε να είναι κορίτσι, «να κάνει κοριτσίστικα πράγματα». Ο πατέρας της αντέδρασε με μια μακρά, αμήχανη ομιλία για τις λειτουργικές διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών.
Λίγο αργότερα πήγε στο δωμάτιο της αδελφής της και άρχισε να φοράει τα πλεκτά και τα τζιν της, να δοκιμάζει κραγιόν και πούδρα. «Ήθελα να είμαι σαν την Casey και να ζω όπως εκείνη», λέει η Μάνινγκ.
Στο δημοτικό έδειξε ξεκάθαρα το ενδιαφέρον της σε ένα αγόρι. Η αντίδραση του ήταν γεμάτη κατανόηση -των άλλων παιδιών, όχι.
Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’90 και το κίνημα των διεμφυλικών ήταν ακόμη περιθωριακό. Η Μάνινγκ περνούσε περισσότερο χρόνο μέσα, παρέα με τους υπολογιστές που ο πατέρας της έφερνε στο σπίτι. Δεν έπαιζε βιντεοπαιχνίδια, τα αναπρογραμμάτιζε.
Οι γονείς της είχαν τα δικά τους ζητήματα. Όταν ήταν 12 ετών, η μητέρα της πήρε ένα ολόκληρο μπουκάλι βάλιομυ. Το ασθενοφόρο αργούσε, η αδελφή της έβαλε τη μητέρα στο αυτοκίνητο, όμως ο πατέρας τους ήταν πολύ μεθυσμένος για να οδηγήσει και το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται ακίνητος κρατώντας ένα κυνηγετικό όπλο και αφήνοντας την τρομαγμένη Chelsea στο πίσω κάθισμα να ελέγχει αν η μητέρα της συνεχίζει να αναπνέει. «Μεγαλώσαμε πολύ γρήγορα μετά από αυτό», θυμάται.
Όταν οι γονείς της χώρισαν το 2001, η Μάνινγκ ακολούθησε τη Βρετανίδα μητέρα της στην Ουαλία. Ανέλαβε την ευθύνη του νοικοκυριού και πλήρωνε τους λογαριασμούς, απολαμβάνοντας ωστόσο και ένα καθεστώς ελευθερίας. Μπορούσε πλέον, να αγοράσει μακιγιάζ και να το φοράει δημόσια, έστω και για λίγες ώρες, ενώ περνούσε ώρες στον υπολογιστή αναζητώντας συντροφιά σε L.G.B.T. chat rooms.
Εκείνη την περίοδο της ζωής της, μακριά από τον συντηρητικό πατέρα της, άρχισε να διαβάζει (για το κίνημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αντικουμμουνιστική υστερία στις ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του 1920, την αμερικανικό- ιαπωνική σύρραξη στο πλαίσιο του Β Παγκοσμίου Πολέμου)- να ενημερώνεται και να αμφισβητεί. Σε μια σχολική εργασία για το μάθημα της ιστορίας κατέγραψε τις αμφιβολίες της για την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ.
Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ το 2005 για να ζήσει με τον πατέρα της και τη δεύτερη σύζυγο του στην Οκλαχόμα, είχε συντελεσθεί η πρώτη αλλαγή, εάν όχι μεταμόρφωση: Φορούσε eyeliner και είχε μακριά μαλλιά.
«Νόμιζα ότι, ήθελα απλώς να είμαι ουδέτερη, ένα πλάσμα ανδρόγυνο» εξηγεί. Ήταν 22 χρονών. Βρήκε δουλειά σε μία start-up που δραστηριοποιούνταν στο διαδίκτυο και, μέσω ενός site γνωριμιών συνάντησε τον πρώτο της σύντροφο, ο οποίος ζούσε 70 μίλια μακριά. Αλλά η μητριά της αντέδρασε άσχημα για τη σχέση, λέγοντας της ότι «ήταν βρόμικο».
Η Μάνινγκ δεν μοιράστηκε με κανέναν αυτό που όλο και περισσότερο γινόταν μέσα της σαφές, ότι δεν ήταν ένας ομοφυλόφιλος άνδρας, ήταν γυναίκα.
Το καλοκαίρι του 2006, χώρισε με τον φίλο της, φόρτωσε τα υπάρχοντα της σε ένα αυτοκίνητο και πήγε στα προάστια της Ουάσιγκτον για να ζήσει με τη θεία της, έναν άνθρωπο με τον οποίον είχε αναπτύξει μια βαθιά, ειλικρινή σχέση, αυτήν που ποτέ δεν απέκτησε με τους γονείς της.
Έκανε συνεδρίες με έναν ψυχολόγο, αλλά δεν βρήκε ανακούφιση. «Φοβόμουν. Δεν ήξερα ότι η ζωή μπορούσε να είναι καλύτερη».
Στον στρατό
Η Τσέλσι ανακαλεί τις ημέρες στο στρατό, λέγοντας ότι της έδωσαν δομή και μια προσγειωμένη στάση, στοιχεία τα οποία ο ακόμη τότε- Μπράιαν Μάνινγκ- δεν ήταν έτοιμος να αξιολογήσει.
Τώρα είναι. Ο στρατός θα μπορούσε να λειτουργήσει ενθαρρυντικά, να την απαλλάξει από τον πόνο, σκεφτόταν. Άλλωστε, ενώ οι ιδέες της για την αμερικανική εξωτερική πολιτική είχαν γίνει πιο εκλεπτυσμένες, εξακολουθούσε να αυτοποσδιορίζεται ως πατριώτης. Στον στρατό θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δεξιότητες του αναλυτή για να βοηθήσει την πατρίδα της. «Θυμάμαι την ημέρα, καλοκαίρι του 2007 ήταν, που άνοιξα την τηλεόραση και είδα τα νέα από το Ιράκ»… Ένιωσα ότι ίσως μπορούσα να κάνω τη διαφορά».
Το φθινόπωρο άρχισε τη βασική εκπαίδευση στο Fort Leonard Wood του Μιζούρι. Μέσα σε λίγες μέρες, είχε ήδη τραυματιστεί. Ένας στρατιώτης που γνώρισε την Μάνινγκ στο Μιζούρι έλεγε αργότερα στον Guardian ότι τον αποκαλούσαν «αδελφή».
Το 2008, αποφοίτησε από τη σχολή πληροφοριών στο Fort Huachuca της Αριζόνα, στην οποία εκπαιδεύτηκε στην αξιολόγηση και ταξινόμηση στρατιωτικών δεδομένων, όπως γραπτές αναφορές, φωτογραφίες και βίντεο από μάχες, εκρήξεις και πυρκαγιές. «Υπήρχαν περισσότεροι ομοϊδεάτες εκεί» λέει εξηγώντας ότι «μας ενθάρρυναν να μιλάμε, να έχουμε απόψεις, να παίρνουμε τις δικές μας αποφάσεις».
Η πρώτη υπηρεσία της ήταν στο Fort Drum στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Επί πολλές ώρες κάθε μέρα, παρακολουθούσε βίντεο νυχτερινής όρασης και διάβαζε αναφορές από τα μακρινά πεδία των μαχών. Η συνεχής έκθεση στη βία και την αιματοχυσία θα ήταν αργότερα ένα ασυνείδητο σημείο εκκίνησης για τις διαρροές.
Γνώρισε έναν προπτυχιακό φοιτητή του MIT σε ένα dating site για γκέι. Συνήθως έμενε μαζί του μέχρι αργά το βράδυ συζητώντας. Για τον Yan Zhu ήταν φανερό ότι κάτι «στοίχειωνε» την Μάνινγκ, αλλά δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να ανακαλύψει τι. Λίγο αργότερα, η μονάδα της πήγε στο Ιράκ.
Ιράκ: Έπαψα να βλέπω αρχεία, άρχισα να βλέπω ανθρώπους
Πετώντας με ένα Black Hawk πάνω από τη Βαγδάτη έβλεπε για πρώτη φορά «ζωντανά» τα σημεία που επί δέκα μήνες γνώριζε μέσα από το υλικό που ταξινομούσε πίσω στις ΗΠΑ.
Στη βάση του Sensitive Compartmented Information Facility (SCIF) περνούσε την νυχτερινή βάρδια παρέα με τρεις φορητούς υπολογιστές. Η δουλειά του ήταν να ταξινομεί τις αναφορές που έδιναν τα αμερικανικά στρατεύματα -τα ακατέργαστα δεδομένα- για τους αξιωματούχους ανώτερων βαθμίδων.
Στο πόστο που είχε δεν μπορούσε, όπως λέει στους NYT να διαβάσει ακόμη όλους αυτούς τους φακέλους, παρά ταύτα, είχε ήδη ολοκληρωμένη εικόνα για τον ρόλο της Αμερικής στο Ιράκ. Μέχρι τον Νοέμβριο, ένιωθε όλο και περισσότερο απογοητευμένος από την έλλειψη συνείδησης σε μια υπόθεση που θεωρούσε ότι είναι ένας μάταιος πόλεμος. «Από ένα σημείο και μετά έπαψα να βλέπω αρχεία, άρχισα να βλέπω ανθρώπους»: Ματωμένους Αμερικανούς στρατιώτες και άμαχους Ιρακινούς.
Κάποιες φορές -σπανίως- συνόδευε αξιωματικούς σε συναντήσεις με τον ιρακινό στρατό και την αστυνομία του Ιράκ. Η απαγοήτευση γινόταν ακόμη μεγαλύτερη.«Είχα έρθει σκεπτόμενος ότι τα πράγματα θα ήταν μαύρο ή άσπρο. Όμως, δεν ήταν».
Άκουσε πρώτη φορά για τα WikiLeaks το 2008, σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης για την ασφάλεια των υπολογιστών στο Fort Huachuca. Μέχρι το τέλος του 2009, άρχισε τις διαδικτυακές συνομιλίες για την πλατφόρμα (ο λόγος για το IRC, μέθοδος επικοινωνίας των χάκερ την εποχή εκείνη.)
Αρχικά ήταν μόνο παρατηρητής. Ενθουσιάστηκε από το έργο του Ασάνζ και της ομάδας του, αν και δεν ήταν ακόμη έτοιμος. .
Όπως λέει, πίστευε τότε και το πιστεύει ακόμη ότι «υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να κρατηθούν μυστικά». «Ας προστατεύσουμε τις ευαίσθητες πηγές. Ας προστατέψουμε τις κινήσεις του στρατού. Ας προστατέψουμε τις πληροφορίες για τα πυρηνικά. Ας μην κρύψουμε τα λάθη. Ας μην κρύψουμε παραπλανητικές πολιτικές. Ας μην κρύψουμε την Ιστορία. Ας μην κρύψουμε ποιοι είμαστε και τι κάνουμε».
Ένιωσε ότι βρισκόταν ένα βήμα πιο κοντά, αλλά δεν είπε τίποτα στους φίλους της στη στρατιωτική βάση για το I.R.C., το κανάλι επικοινωνίας.
Η Μάνινγκ αγωνιζόταν να κρατήσει τα δύο μυστικά που θα άλλαζαν τη ζωή της. Το ένα αφορούσε τη σεξουαλική της ταυτότητά για την οποία δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά.
Με τη «Lady Gaga»
Είχε άδεια δύο εβδομάδων. Ήθελε να μοιράσει τον χρόνο της μεταξύ Βοστόνης, με τον Watkins και Ουάσινγκτον με τη θεία της.
Πριν φύγει «κατέβασε» από το κυβερνητικό δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών συνδυασμένης επικοινωνίας (Combined Information Data Network Exchange) σχεδόν κάθε αναφορά από τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και πέρασε σε συμπιεσμένη μορφή τα δεδομένα σε CD -ένα από αυτά είχε την ένδειξη «Lady Gaga».
Το έκανε σε κοινή θέα, μπροστά σε όλους. Αλλά αυτό που ακολούθησε παραβίασε την πιο σημαντική αρχή που διδάχτηκε στο Fort Huachuca, μαζί με τον όρκο της. Φόρτωσε το περιεχόμενο των δίσκων στο φορητό υπολογιστή που θα έπαιρνε μαζί της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη τι θα έκανε με τα έγγραφα.
Λίγες μέρες μετά, βγήκε από το σπίτι της θείας της φορώντας φόρεμα και ξανθιά περούκα και πήρε το τρένο. Γευμάτισε, σκότωσε τον χρόνο της στους διάδρομους ενός βιβλιοπωλείου και άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους. Ένιωθε άνετα ντυμένη γυναίκα.
«Στην αρχή δεν είχα τα κότσια», εξομολογείται, θυμίζοντας ότι τότε συστηνόταν ως Brianna. Αλλά ο χρόνος στο Ιράκ την είχε αλλάξει. Δεν ήθελε πλέον να κρυφτεί.
Εκείνη τη στιγμή έμοιαζε πολύ πιθανό να επιστρέψει στο Ιράκ χωρίς να έχει κάνει τη διαρροή -ούτως ή άλλως, είχε ήδη διαπράξει παράνομη πράξη. Το γεγονός ωστόσο, ότι βρισκόταν πίσω στην πατρίδα, πήγε τις σκέψεις της ένα βήμα παραπέρα, καθώς συνειδητοποίησε πόσο αόρατος ήταν ο πόλεμος για τους Αμερικανούς, η αντίληψη των οποίων για το Ιράκ έφτανε μέχρι τα περιστασιακά δημοσιεύματα των εφημερίδων ή τους τίτλους των ειδήσεων της καλωδιακής τηλεόρασης. «Υπήρχαν δύο κόσμοι», λέει . «Ο κόσμος στις ΗΠΑ και ο κόσμος που έβλεπα [στο Ιράκ]. Ήθελα να δουν οι άνθρωποι αυτά που έβλεπα εγώ».
Την Ουάσινγκτον είχε παραλύσει χιονοθύελλα. Η θεία της δεν είχε γυρίσει από τις διακοπές. Η Μάνινγκ μεταβίβασε μέρος των αρχείων σε μια μικρή κάρτα μνήμης και ετοίμασε ένα ανώνυμο αρχείο με το κείμενο που ήθελε να συνοδεύει τις πληροφορίες. «Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά έγγραφα της εποχής μας, καθώς αποκαλύπτει την αληθινή φύση του πιο ασύμμετρου πολέμου του 21ου αιώνα» έγραψε. «Have a good day».
Πρώτα στους New York Times, τη Washington Post και το Politico
Η απόφασή της να διαρρεύσει τις πληροφορίες στο WikiLeaks είχε μία πρακτική πλευρά: Αρχικά σχεδίαζε να παραδώσει τα δεδομένα στους The New York Times ή στην Washington Post. Την τελευταία εβδομάδα της άδειας της τηλεφωνούσε στα τηλεφωνικά κέντρα των δύο εφημερίδων, αφήνοντας μήνυμα σε συντάκτη της The Times και έχοντας μια απογοητευτική συνομιλία με δημοσιογράφο της Post, που είπε ότι θα έπρεπε να μάθει περισσότερα για τα αρχεία προτού υπογράψει το δημοσίευμα.
Μία συνάντηση με το Politico -που κανονίστηκε βιαστικά- ακυρώθηκε λόγω κακοκαιρίας.
«Ήθελα να δημιουργήσω μια επαφή κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν να εντοπιστούν τα ίχνη μου», λέει η Μάνινγκ. Αλλά ο χρόνος τελείωνε. «Ήθελα να κάνω κάτι, χωρίς τίποτα να σταθεί εμπόδιο».
Στις 3 Φεβρουαρίου 2010, η Μάνινγκ άνοιξε τον φορητό υπολογιστή της και, χρησιμοποιώντας ένα ασφαλές πρωτόκολλο μεταφοράς αρχείων, έστειλε τα αρχεία στο WikiLeaks.
Μιλώντας με τον «Nathaniel Frank»
Δεν υπήρξε κανένα σημάδι ότι τα WikiLeaks έλαβαν τα αρχεία της, ούτε κάποια ένδειξη ότι ο στρατός γνώριζε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Θυμάται ότι ήταν σε κατάσταση έντονου στρες.
Στα μέσα Φεβρουαρίου, παρατήρησε κάτι ενδιαφέρον στο I.R.C.: Μια συνομιλία για την οικονομική κρίση στην Ισλανδία, για την οποία η Μάνινγκ, γνώριζε μέσω της διόδου ασφαλών διπλωματικών πληροφοριών στην οποία είχε πρόσβαση ως αναλύτρια.
Ακολουθώντας τα ίδια βήματα, διέρρευσε στα WikiLeaks διπλωματικά έγγραφα για την ισλανδική κρίση. Αυτή τη φορά, μέσα σε λίγες ώρες, τα WikiLeaks δημοσίευσαν τα έγγραφα και η Μάνινγκ ήταν ενθουσιασμένη.
Tο διάστημα εκείνο, η Μάνινγκ συνομιλούσε συχνά στο I.R.C. με ένα άτομο που στο online βιβλίο διευθύνσεών της είχε καταγράψει ως «Nathaniel Frank». Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο Frank ήταν ο Ασάνζ, αν και η Μάνινγκ αρνήθηκε να μιλήσει για το θέμα με τον δημοσιογράφο των NYT. Ο κύριος όγκος των συζητήσεων αυτών είναι ταξινομημένος και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μελλοντικές νομικές ενέργειες κατά του Ασάνζ.
Το βίντεο - σοκ με τη δολοφονία αμάχων στη Βαγδάτη
Στη συνέχεια, ακολούθησε μία διαρροή που δύσκολα θα μπορούσε να παραβλέψει κανείς.
Ο λόγος για το βίντεο - σοκ που τα WikiLeaks ανάρτησαν με τίτλο «Collateral Murder» (Παράπλευρη Δολοφονία). Τα πλάνα καταγράφουν στρατιώτες που το 2007 επιβαίνουν σε ελικόπτερο Απάτσι να πλησιάζουν μικρή ομάδα ανθρώπων σε συνοικία της Βαγδάτης, σε σημείο για το οποίο υπήρχαν αναφορές για περιορισμένη ανταλλαγή πυρών. Οι στρατιώτες ζητούν επανειλημμένα άδεια εμπλοκής. «Αφήστε μας να ρίξουμε» ακούγεται να λέει μια φωνή, δευτερόλεπτα πριν δοθεί η άδεια. Τουλάχιστον δώδεκα άνθρωποι δολοφονούνται εν ψυχρώ, συμπεριλαμβανομένων αμάχων και δύο συνεργατών του πρακτορείου Reuters.
Αξιωματούχος του Πενταγώνου, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, επιβεβαίωνε λίγο μετά τη διαρροή ότι το βίντεο και οι συνομιλίες που ακούγονται είναι αυθεντικές.
Η Μάνινγκ λέει ότι το Reuters βάσει του νόμου Freedom of Information Act, ζήτησε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ αντίγραφο του βίντεο, αλλά το αντίγραφο δεν δόθηκε ποτέ.
Η whistleblower στο χαλύβδινο κλουβί
Τον Απρίλιο η Μάνινγκ έστειλε μέιλ σε αξιωματικό του αμερικανικού στρατού με τη φωτογραφία της ως Brianna, σε ένα κείμενο που έγραφε «Το πρόβλημα μου». Ο αξιωματικός επιβεβαίωσε ότι το έλαβε, αλλά το έθαψε.
Τον Μάιο αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τον ρόλο της ως whistleblower και στα τέλη του μήνα κλήθηκε για απολογία από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Στρατού. Την ανέκριναν δύο πράκτορες. Συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Arfijan στο Κουβέιτ. Κατά τη μεταφορά της ήταν αλυσοδεμένη σε ένα μεγάλο χαλύβδινο κλουβί. Οι συνθήκες κράτησης της ήταν τραγικές: Βρισκόταν σε απόλυτη απομόνωση.
Στο Κουάντικο, τη φυλακή στην οποία μεταφέρθηκε αργότερα, περνούσε 23 ώρες την ημέρα σε ένα στενό κελί, επί σχεδόν εννέα μήνες. Ένας από τους δικηγόρους της -επίσης τρανς- ο Chase Strangio κατέθεσε αγωγή κατά του Υπουργείου Άμυνας ζητώντας κλινική αξιολόγηση από ψυχολόγο, ο οποίος και αποφάνθηκε ότι η Μάνινγκ «διατρέχει υψηλό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκτονίας». Το καλοκαίρι του 2014, ο στρατός έδωσε άδεια να της δοθούν γυναικεία εσώρουχα και στις αρχές του 2015 ξεκίνησε ορμονοθεραπεία.
Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά.
Η Μάνινγκ έγραψε τα απομνημονεύματα της, ένα υλικό 300 σελίδων, ενώ το φθινόπωρο, θα προβληθεί το ντοκιμαντέρ με τίτλο «XY Chelsea».
Λίγο πριν από την εκπνοή της θητείας του στον Λευκό Οίκο και ενώ η Μάνινγκ είχε εκτίσει ποινή σε πέντε διαφορετικές φυλακές (υπό συνθήκες που εμπειρογνώμονας των Ηνωμένων Εθνών είχε χαρακτηρίσει «σκληρές» και «απάνθρωπες»), ο Μπαράκ Ομπάμα έκανε χρήση της δυνατότητας για απόδοση χάρης που δίνεται στους απερχόμενους προέδρους και αποφάσισε να μειώσει την ποινή που είχε επιβληθεί.
Η ελεύθερη, από τον περασμένο Μάιο, Τσέλσι Μάνινγκ, αφηγείται στους New York Times τη ζωή της.
Στην πρώτη της συνέντευξη μετά το 2008, μιλά για το πώς και το γιατί έκανε τις διαρροές που προκάλεσαν διεθνώς «σεισμό», ενώ δίνει άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές της περιπέτειας της.
Το «έγκλημά» της ήταν εκπληκτικό, υπενθυμίζουν οι New York Times: Η Μάνινγκ παρέδωσε στα WikiLeaks περίπου 250.000 αμερικανικά διαβαθμισμένα διπλωματικά έγγραφα και περίπου 480.000 αναφορές του στρατού με στοιχεία για τους πολέμους σε Αφγανιστάν και Ιράκ.
Ήταν η μεγαλύτερη διαρροή διαβαθμισμένων εγγράφων στην αμερικανική ιστορία.
Οι αποκαλύψεις άνοιξαν τον δρόμο για τον Έντουαρντ Σνόουντεν και εκτόξευσαν τη φήμη του Τζούλιαν Ασάνζ, το όνομα του οποίου δεν σήμαινε τίποτα ιδιαίτερο έξω από τους κύκλους των χάκερ. «Χωρίς την Μάνινγκ» λέει ο PJ Crowley, πρώην εκπρόσωπος του State Department, ο Ασάνζ θα ήταν άλλος ένας περιθωριακός τύπος που αγανακτεί για την αμερικανική ηγεμονία».
Σύμφωνα με τον Denver Nicks, συγγραφέα ενός βιβλίου για τη δράση της, η Μάνινγκ σηματοδοτεί την αρχή «μιας νέας εποχής για την πληροφορία αυτή καθαυτή». Μιας εποχής κατά την οποία οι διαρροές έγιναν όπλο, η ασφάλεια δεδομένων απέκτησε ύψιστη σημασία και η ιδιωτικότητα αποδείχτηκε μύθος.
Όπως γράφει ο δημοσιογράφος Matthew Shaer, το πρώτο που του ζήτησε η Μάνινγκ, την οποία συνάντησε αρχικά στο διαμέρισμα της στο Μανχάταν, ήταν να βάλει το laptop του σε έναν φούρνο μικροκυμάτων, που είχε δίπλα στην πόρτα, εξηγώντας του ότι ο κλωβός μπλοκάρει τις συχνότητες των ραδιοκυμάτων. Ο φούρνος μικροκυμάτων είχε μέσα και άλλες συσκευές, μεταξύ των οποίων δύο Xbox controllers.
Υπενθύμισε ότι την τελευταία φορά που παραχώρησε συνέντευξη ήταν με αφορμή ένα συλλαλητήριο για γάμους μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου στη Νέα Υόρκη. Στη συνέχεια, σχεδόν μια δεκαετία μετά από εκείνη τη συνέντευξη, παρέμεινε σιωπηλή, παρότι η ιστορία της γράφτηκε σε αμέτρητα άρθρα, ακόμη και βιβλία. Κι όμως.
Όπως η ίδια λέει τώρα στους NYT «Δεν ήταν όλη η ιστορία μου».
Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, στο πατρικό σπίτι της στο Crescent της Οκλαχόμα, η 29χρονη σήμερα Μάνινγκ θυμάται ότι υπέφερε από μια μόνιμη εσωτερική αναστάτωση, καθώς προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί.
Σε ηλικία πέντε ετών πλησίασε τον πατέρα της, διευθυντή στην εταιρεία Hertz και του εξομολογήθηκε ότι θα ήθελε να είναι κορίτσι, «να κάνει κοριτσίστικα πράγματα». Ο πατέρας της αντέδρασε με μια μακρά, αμήχανη ομιλία για τις λειτουργικές διαφορές μεταξύ αγοριών και κοριτσιών.
Λίγο αργότερα πήγε στο δωμάτιο της αδελφής της και άρχισε να φοράει τα πλεκτά και τα τζιν της, να δοκιμάζει κραγιόν και πούδρα. «Ήθελα να είμαι σαν την Casey και να ζω όπως εκείνη», λέει η Μάνινγκ.
Στο δημοτικό έδειξε ξεκάθαρα το ενδιαφέρον της σε ένα αγόρι. Η αντίδραση του ήταν γεμάτη κατανόηση -των άλλων παιδιών, όχι.
Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’90 και το κίνημα των διεμφυλικών ήταν ακόμη περιθωριακό. Η Μάνινγκ περνούσε περισσότερο χρόνο μέσα, παρέα με τους υπολογιστές που ο πατέρας της έφερνε στο σπίτι. Δεν έπαιζε βιντεοπαιχνίδια, τα αναπρογραμμάτιζε.
Οι γονείς της είχαν τα δικά τους ζητήματα. Όταν ήταν 12 ετών, η μητέρα της πήρε ένα ολόκληρο μπουκάλι βάλιομυ. Το ασθενοφόρο αργούσε, η αδελφή της έβαλε τη μητέρα στο αυτοκίνητο, όμως ο πατέρας τους ήταν πολύ μεθυσμένος για να οδηγήσει και το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται ακίνητος κρατώντας ένα κυνηγετικό όπλο και αφήνοντας την τρομαγμένη Chelsea στο πίσω κάθισμα να ελέγχει αν η μητέρα της συνεχίζει να αναπνέει. «Μεγαλώσαμε πολύ γρήγορα μετά από αυτό», θυμάται.
Όταν οι γονείς της χώρισαν το 2001, η Μάνινγκ ακολούθησε τη Βρετανίδα μητέρα της στην Ουαλία. Ανέλαβε την ευθύνη του νοικοκυριού και πλήρωνε τους λογαριασμούς, απολαμβάνοντας ωστόσο και ένα καθεστώς ελευθερίας. Μπορούσε πλέον, να αγοράσει μακιγιάζ και να το φοράει δημόσια, έστω και για λίγες ώρες, ενώ περνούσε ώρες στον υπολογιστή αναζητώντας συντροφιά σε L.G.B.T. chat rooms.
Εκείνη την περίοδο της ζωής της, μακριά από τον συντηρητικό πατέρα της, άρχισε να διαβάζει (για το κίνημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την αντικουμμουνιστική υστερία στις ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του 1920, την αμερικανικό- ιαπωνική σύρραξη στο πλαίσιο του Β Παγκοσμίου Πολέμου)- να ενημερώνεται και να αμφισβητεί. Σε μια σχολική εργασία για το μάθημα της ιστορίας κατέγραψε τις αμφιβολίες της για την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ.
Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ το 2005 για να ζήσει με τον πατέρα της και τη δεύτερη σύζυγο του στην Οκλαχόμα, είχε συντελεσθεί η πρώτη αλλαγή, εάν όχι μεταμόρφωση: Φορούσε eyeliner και είχε μακριά μαλλιά.
«Νόμιζα ότι, ήθελα απλώς να είμαι ουδέτερη, ένα πλάσμα ανδρόγυνο» εξηγεί. Ήταν 22 χρονών. Βρήκε δουλειά σε μία start-up που δραστηριοποιούνταν στο διαδίκτυο και, μέσω ενός site γνωριμιών συνάντησε τον πρώτο της σύντροφο, ο οποίος ζούσε 70 μίλια μακριά. Αλλά η μητριά της αντέδρασε άσχημα για τη σχέση, λέγοντας της ότι «ήταν βρόμικο».
Η Μάνινγκ δεν μοιράστηκε με κανέναν αυτό που όλο και περισσότερο γινόταν μέσα της σαφές, ότι δεν ήταν ένας ομοφυλόφιλος άνδρας, ήταν γυναίκα.
Το καλοκαίρι του 2006, χώρισε με τον φίλο της, φόρτωσε τα υπάρχοντα της σε ένα αυτοκίνητο και πήγε στα προάστια της Ουάσιγκτον για να ζήσει με τη θεία της, έναν άνθρωπο με τον οποίον είχε αναπτύξει μια βαθιά, ειλικρινή σχέση, αυτήν που ποτέ δεν απέκτησε με τους γονείς της.
Έκανε συνεδρίες με έναν ψυχολόγο, αλλά δεν βρήκε ανακούφιση. «Φοβόμουν. Δεν ήξερα ότι η ζωή μπορούσε να είναι καλύτερη».
Στον στρατό
Η Τσέλσι ανακαλεί τις ημέρες στο στρατό, λέγοντας ότι της έδωσαν δομή και μια προσγειωμένη στάση, στοιχεία τα οποία ο ακόμη τότε- Μπράιαν Μάνινγκ- δεν ήταν έτοιμος να αξιολογήσει.
Τώρα είναι. Ο στρατός θα μπορούσε να λειτουργήσει ενθαρρυντικά, να την απαλλάξει από τον πόνο, σκεφτόταν. Άλλωστε, ενώ οι ιδέες της για την αμερικανική εξωτερική πολιτική είχαν γίνει πιο εκλεπτυσμένες, εξακολουθούσε να αυτοποσδιορίζεται ως πατριώτης. Στον στρατό θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις δεξιότητες του αναλυτή για να βοηθήσει την πατρίδα της. «Θυμάμαι την ημέρα, καλοκαίρι του 2007 ήταν, που άνοιξα την τηλεόραση και είδα τα νέα από το Ιράκ»… Ένιωσα ότι ίσως μπορούσα να κάνω τη διαφορά».
Το φθινόπωρο άρχισε τη βασική εκπαίδευση στο Fort Leonard Wood του Μιζούρι. Μέσα σε λίγες μέρες, είχε ήδη τραυματιστεί. Ένας στρατιώτης που γνώρισε την Μάνινγκ στο Μιζούρι έλεγε αργότερα στον Guardian ότι τον αποκαλούσαν «αδελφή».
Το 2008, αποφοίτησε από τη σχολή πληροφοριών στο Fort Huachuca της Αριζόνα, στην οποία εκπαιδεύτηκε στην αξιολόγηση και ταξινόμηση στρατιωτικών δεδομένων, όπως γραπτές αναφορές, φωτογραφίες και βίντεο από μάχες, εκρήξεις και πυρκαγιές. «Υπήρχαν περισσότεροι ομοϊδεάτες εκεί» λέει εξηγώντας ότι «μας ενθάρρυναν να μιλάμε, να έχουμε απόψεις, να παίρνουμε τις δικές μας αποφάσεις».
Η πρώτη υπηρεσία της ήταν στο Fort Drum στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Επί πολλές ώρες κάθε μέρα, παρακολουθούσε βίντεο νυχτερινής όρασης και διάβαζε αναφορές από τα μακρινά πεδία των μαχών. Η συνεχής έκθεση στη βία και την αιματοχυσία θα ήταν αργότερα ένα ασυνείδητο σημείο εκκίνησης για τις διαρροές.
Γνώρισε έναν προπτυχιακό φοιτητή του MIT σε ένα dating site για γκέι. Συνήθως έμενε μαζί του μέχρι αργά το βράδυ συζητώντας. Για τον Yan Zhu ήταν φανερό ότι κάτι «στοίχειωνε» την Μάνινγκ, αλλά δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να ανακαλύψει τι. Λίγο αργότερα, η μονάδα της πήγε στο Ιράκ.
Ιράκ: Έπαψα να βλέπω αρχεία, άρχισα να βλέπω ανθρώπους
Πετώντας με ένα Black Hawk πάνω από τη Βαγδάτη έβλεπε για πρώτη φορά «ζωντανά» τα σημεία που επί δέκα μήνες γνώριζε μέσα από το υλικό που ταξινομούσε πίσω στις ΗΠΑ.
Στη βάση του Sensitive Compartmented Information Facility (SCIF) περνούσε την νυχτερινή βάρδια παρέα με τρεις φορητούς υπολογιστές. Η δουλειά του ήταν να ταξινομεί τις αναφορές που έδιναν τα αμερικανικά στρατεύματα -τα ακατέργαστα δεδομένα- για τους αξιωματούχους ανώτερων βαθμίδων.
Στο πόστο που είχε δεν μπορούσε, όπως λέει στους NYT να διαβάσει ακόμη όλους αυτούς τους φακέλους, παρά ταύτα, είχε ήδη ολοκληρωμένη εικόνα για τον ρόλο της Αμερικής στο Ιράκ. Μέχρι τον Νοέμβριο, ένιωθε όλο και περισσότερο απογοητευμένος από την έλλειψη συνείδησης σε μια υπόθεση που θεωρούσε ότι είναι ένας μάταιος πόλεμος. «Από ένα σημείο και μετά έπαψα να βλέπω αρχεία, άρχισα να βλέπω ανθρώπους»: Ματωμένους Αμερικανούς στρατιώτες και άμαχους Ιρακινούς.
Κάποιες φορές -σπανίως- συνόδευε αξιωματικούς σε συναντήσεις με τον ιρακινό στρατό και την αστυνομία του Ιράκ. Η απαγοήτευση γινόταν ακόμη μεγαλύτερη.«Είχα έρθει σκεπτόμενος ότι τα πράγματα θα ήταν μαύρο ή άσπρο. Όμως, δεν ήταν».
Άκουσε πρώτη φορά για τα WikiLeaks το 2008, σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης για την ασφάλεια των υπολογιστών στο Fort Huachuca. Μέχρι το τέλος του 2009, άρχισε τις διαδικτυακές συνομιλίες για την πλατφόρμα (ο λόγος για το IRC, μέθοδος επικοινωνίας των χάκερ την εποχή εκείνη.)
Αρχικά ήταν μόνο παρατηρητής. Ενθουσιάστηκε από το έργο του Ασάνζ και της ομάδας του, αν και δεν ήταν ακόμη έτοιμος. .
Όπως λέει, πίστευε τότε και το πιστεύει ακόμη ότι «υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να κρατηθούν μυστικά». «Ας προστατεύσουμε τις ευαίσθητες πηγές. Ας προστατέψουμε τις κινήσεις του στρατού. Ας προστατέψουμε τις πληροφορίες για τα πυρηνικά. Ας μην κρύψουμε τα λάθη. Ας μην κρύψουμε παραπλανητικές πολιτικές. Ας μην κρύψουμε την Ιστορία. Ας μην κρύψουμε ποιοι είμαστε και τι κάνουμε».
Ένιωσε ότι βρισκόταν ένα βήμα πιο κοντά, αλλά δεν είπε τίποτα στους φίλους της στη στρατιωτική βάση για το I.R.C., το κανάλι επικοινωνίας.
Η Μάνινγκ αγωνιζόταν να κρατήσει τα δύο μυστικά που θα άλλαζαν τη ζωή της. Το ένα αφορούσε τη σεξουαλική της ταυτότητά για την οποία δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά.
Με τη «Lady Gaga»
Είχε άδεια δύο εβδομάδων. Ήθελε να μοιράσει τον χρόνο της μεταξύ Βοστόνης, με τον Watkins και Ουάσινγκτον με τη θεία της.
Πριν φύγει «κατέβασε» από το κυβερνητικό δίκτυο ανταλλαγής πληροφοριών συνδυασμένης επικοινωνίας (Combined Information Data Network Exchange) σχεδόν κάθε αναφορά από τους πολέμους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και πέρασε σε συμπιεσμένη μορφή τα δεδομένα σε CD -ένα από αυτά είχε την ένδειξη «Lady Gaga».
Το έκανε σε κοινή θέα, μπροστά σε όλους. Αλλά αυτό που ακολούθησε παραβίασε την πιο σημαντική αρχή που διδάχτηκε στο Fort Huachuca, μαζί με τον όρκο της. Φόρτωσε το περιεχόμενο των δίσκων στο φορητό υπολογιστή που θα έπαιρνε μαζί της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη τι θα έκανε με τα έγγραφα.
Λίγες μέρες μετά, βγήκε από το σπίτι της θείας της φορώντας φόρεμα και ξανθιά περούκα και πήρε το τρένο. Γευμάτισε, σκότωσε τον χρόνο της στους διάδρομους ενός βιβλιοπωλείου και άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους. Ένιωθε άνετα ντυμένη γυναίκα.
«Στην αρχή δεν είχα τα κότσια», εξομολογείται, θυμίζοντας ότι τότε συστηνόταν ως Brianna. Αλλά ο χρόνος στο Ιράκ την είχε αλλάξει. Δεν ήθελε πλέον να κρυφτεί.
Εκείνη τη στιγμή έμοιαζε πολύ πιθανό να επιστρέψει στο Ιράκ χωρίς να έχει κάνει τη διαρροή -ούτως ή άλλως, είχε ήδη διαπράξει παράνομη πράξη. Το γεγονός ωστόσο, ότι βρισκόταν πίσω στην πατρίδα, πήγε τις σκέψεις της ένα βήμα παραπέρα, καθώς συνειδητοποίησε πόσο αόρατος ήταν ο πόλεμος για τους Αμερικανούς, η αντίληψη των οποίων για το Ιράκ έφτανε μέχρι τα περιστασιακά δημοσιεύματα των εφημερίδων ή τους τίτλους των ειδήσεων της καλωδιακής τηλεόρασης. «Υπήρχαν δύο κόσμοι», λέει . «Ο κόσμος στις ΗΠΑ και ο κόσμος που έβλεπα [στο Ιράκ]. Ήθελα να δουν οι άνθρωποι αυτά που έβλεπα εγώ».
Την Ουάσινγκτον είχε παραλύσει χιονοθύελλα. Η θεία της δεν είχε γυρίσει από τις διακοπές. Η Μάνινγκ μεταβίβασε μέρος των αρχείων σε μια μικρή κάρτα μνήμης και ετοίμασε ένα ανώνυμο αρχείο με το κείμενο που ήθελε να συνοδεύει τις πληροφορίες. «Πρόκειται για ένα από τα πιο σημαντικά έγγραφα της εποχής μας, καθώς αποκαλύπτει την αληθινή φύση του πιο ασύμμετρου πολέμου του 21ου αιώνα» έγραψε. «Have a good day».
Πρώτα στους New York Times, τη Washington Post και το Politico
Η απόφασή της να διαρρεύσει τις πληροφορίες στο WikiLeaks είχε μία πρακτική πλευρά: Αρχικά σχεδίαζε να παραδώσει τα δεδομένα στους The New York Times ή στην Washington Post. Την τελευταία εβδομάδα της άδειας της τηλεφωνούσε στα τηλεφωνικά κέντρα των δύο εφημερίδων, αφήνοντας μήνυμα σε συντάκτη της The Times και έχοντας μια απογοητευτική συνομιλία με δημοσιογράφο της Post, που είπε ότι θα έπρεπε να μάθει περισσότερα για τα αρχεία προτού υπογράψει το δημοσίευμα.
Μία συνάντηση με το Politico -που κανονίστηκε βιαστικά- ακυρώθηκε λόγω κακοκαιρίας.
«Ήθελα να δημιουργήσω μια επαφή κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν να εντοπιστούν τα ίχνη μου», λέει η Μάνινγκ. Αλλά ο χρόνος τελείωνε. «Ήθελα να κάνω κάτι, χωρίς τίποτα να σταθεί εμπόδιο».
Στις 3 Φεβρουαρίου 2010, η Μάνινγκ άνοιξε τον φορητό υπολογιστή της και, χρησιμοποιώντας ένα ασφαλές πρωτόκολλο μεταφοράς αρχείων, έστειλε τα αρχεία στο WikiLeaks.
Μιλώντας με τον «Nathaniel Frank»
Δεν υπήρξε κανένα σημάδι ότι τα WikiLeaks έλαβαν τα αρχεία της, ούτε κάποια ένδειξη ότι ο στρατός γνώριζε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Θυμάται ότι ήταν σε κατάσταση έντονου στρες.
Στα μέσα Φεβρουαρίου, παρατήρησε κάτι ενδιαφέρον στο I.R.C.: Μια συνομιλία για την οικονομική κρίση στην Ισλανδία, για την οποία η Μάνινγκ, γνώριζε μέσω της διόδου ασφαλών διπλωματικών πληροφοριών στην οποία είχε πρόσβαση ως αναλύτρια.
Ακολουθώντας τα ίδια βήματα, διέρρευσε στα WikiLeaks διπλωματικά έγγραφα για την ισλανδική κρίση. Αυτή τη φορά, μέσα σε λίγες ώρες, τα WikiLeaks δημοσίευσαν τα έγγραφα και η Μάνινγκ ήταν ενθουσιασμένη.
Tο διάστημα εκείνο, η Μάνινγκ συνομιλούσε συχνά στο I.R.C. με ένα άτομο που στο online βιβλίο διευθύνσεών της είχε καταγράψει ως «Nathaniel Frank». Είναι σχεδόν σίγουρο ότι ο Frank ήταν ο Ασάνζ, αν και η Μάνινγκ αρνήθηκε να μιλήσει για το θέμα με τον δημοσιογράφο των NYT. Ο κύριος όγκος των συζητήσεων αυτών είναι ταξινομημένος και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μελλοντικές νομικές ενέργειες κατά του Ασάνζ.
Το βίντεο - σοκ με τη δολοφονία αμάχων στη Βαγδάτη
Στη συνέχεια, ακολούθησε μία διαρροή που δύσκολα θα μπορούσε να παραβλέψει κανείς.
Ο λόγος για το βίντεο - σοκ που τα WikiLeaks ανάρτησαν με τίτλο «Collateral Murder» (Παράπλευρη Δολοφονία). Τα πλάνα καταγράφουν στρατιώτες που το 2007 επιβαίνουν σε ελικόπτερο Απάτσι να πλησιάζουν μικρή ομάδα ανθρώπων σε συνοικία της Βαγδάτης, σε σημείο για το οποίο υπήρχαν αναφορές για περιορισμένη ανταλλαγή πυρών. Οι στρατιώτες ζητούν επανειλημμένα άδεια εμπλοκής. «Αφήστε μας να ρίξουμε» ακούγεται να λέει μια φωνή, δευτερόλεπτα πριν δοθεί η άδεια. Τουλάχιστον δώδεκα άνθρωποι δολοφονούνται εν ψυχρώ, συμπεριλαμβανομένων αμάχων και δύο συνεργατών του πρακτορείου Reuters.
Αξιωματούχος του Πενταγώνου, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, επιβεβαίωνε λίγο μετά τη διαρροή ότι το βίντεο και οι συνομιλίες που ακούγονται είναι αυθεντικές.
Η Μάνινγκ λέει ότι το Reuters βάσει του νόμου Freedom of Information Act, ζήτησε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ αντίγραφο του βίντεο, αλλά το αντίγραφο δεν δόθηκε ποτέ.
Η whistleblower στο χαλύβδινο κλουβί
Τον Απρίλιο η Μάνινγκ έστειλε μέιλ σε αξιωματικό του αμερικανικού στρατού με τη φωτογραφία της ως Brianna, σε ένα κείμενο που έγραφε «Το πρόβλημα μου». Ο αξιωματικός επιβεβαίωσε ότι το έλαβε, αλλά το έθαψε.
Τον Μάιο αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τον ρόλο της ως whistleblower και στα τέλη του μήνα κλήθηκε για απολογία από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Στρατού. Την ανέκριναν δύο πράκτορες. Συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Arfijan στο Κουβέιτ. Κατά τη μεταφορά της ήταν αλυσοδεμένη σε ένα μεγάλο χαλύβδινο κλουβί. Οι συνθήκες κράτησης της ήταν τραγικές: Βρισκόταν σε απόλυτη απομόνωση.
Στο Κουάντικο, τη φυλακή στην οποία μεταφέρθηκε αργότερα, περνούσε 23 ώρες την ημέρα σε ένα στενό κελί, επί σχεδόν εννέα μήνες. Ένας από τους δικηγόρους της -επίσης τρανς- ο Chase Strangio κατέθεσε αγωγή κατά του Υπουργείου Άμυνας ζητώντας κλινική αξιολόγηση από ψυχολόγο, ο οποίος και αποφάνθηκε ότι η Μάνινγκ «διατρέχει υψηλό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκτονίας». Το καλοκαίρι του 2014, ο στρατός έδωσε άδεια να της δοθούν γυναικεία εσώρουχα και στις αρχές του 2015 ξεκίνησε ορμονοθεραπεία.
Τα υπόλοιπα είναι λίγο πολύ γνωστά.
Η Μάνινγκ έγραψε τα απομνημονεύματα της, ένα υλικό 300 σελίδων, ενώ το φθινόπωρο, θα προβληθεί το ντοκιμαντέρ με τίτλο «XY Chelsea».
Από tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.