1.5.14

Tοποθέτηση στην διημερίδα του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ για την δημιουργία Παρατηρητηρίου κατά του φασισμού και του ρατσισμού στον χώρο των ΜΜΕ

Το παρακάτω κείμενο είναι η τοποθέτηση του εκπροσώπου των εργαζομένων στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ στο Μεικτό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ Χάρη Σαββίδη στην διημερίδα που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ στις 14-15/3 με στόχο την δημιουργία Παρατηρητηρίου κατά του φασισμού και του ρατσισμού στον χώρο των ΜΜΕ.


            Η επιστροφή του φαντάσματος του Φασισμού και του Ρατσισμού, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, συνδέεται άμεσα με την οικονομική κρίση. Γεννήθηκε από αυτή και μεγαλώνει στη βάση των συνθηκών που αυτή δημιουργεί. Η έκρηξη της φτώχειας γονιμοποίησε το έδαφος για τις μισαλλόδοξες ιδέες. Η επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, η ανασφάλεια για όσους έχουν δουλειά και η απομόνωση όσων δεν έχουν, η αποδυνάμωση των συνδικάτων και η αλλοτρίωση των κυβερνητικών κομμάτων, όλα μαζί δημιουργούν το πλαίσιο στο οποίο οι ιδέες αυτές αναπτύσσονται. Δεν θα μπορούσε να ισχύει κάτι διαφορετικό και στα ΜΜΕ.

            Πρόσφατα ο δημοσιογράφος Δήμος Βερύκιος εξαπέλυσε από τη ραδιοφωνική του εκπομπή μια χυδαία σεξιστική επίθεση κατά του συγγραφέα Αύγουστου Κορτώ. Επικαλέστηκε, μάλιστα, τους συναδέλφους του στην εφημερίδα όπου εργάζεται, περιγράφοντας πώς «αστειεύονταν» το προηγούμενο βράδυ για το θέμα. Είναι συνηθισμένη η προσπάθεια να νομιμοποιηθούν ρατσιστικές απόψεις και συμπεριφορές, με την επίφαση της κοινής αποδοχής και του χαβαλέ. Οι ρατσιστές και οι φασίστες είναι συχνά θρασύδειλοι και πάντα προσπαθούν να κρυφτούν στο πλήθος.

            Ακριβώς γι’ αυτό είναι σημαντικό το πλήθος να τους απομονώνει ενεργητικά. Πράττοντας ορθά το καθήκον του, παρενέβη το πειθαρχικό όργανο της ΕΣΗΕΑ, ενώ και ο κ. Κορτώ προσέφυγε στη Δικαιοσύνη. Θα ήταν όμως εξαιρετικά σημαντικό να υπάρξει και μια έμπρακτη αποδοκιμασία από τους συναδέλφους του δημοσιογράφου. Προ 10ετίας, την εποχή που οργανώνονταν οι μεγάλες διαδηλώσεις για την παγκοσμιοποίηση, στην Πράγα και τη Γένοβα, θα ήταν εύκολο να μαζευτούν υπογραφές για παρόμοιο περιστατικό σε άλλη χώρα. Τώρα είναι δύσκολο ακόμα και όταν συμβαίνει δίπλα σου.

            Και πώς να μην είναι; Όταν όσοι έχουν επιβιώσει των εκατοντάδων απολύσεων, συχνά τρέμουν για τη δική τους θέση. Όταν έχουν προηγηθεί ακόμα και βίαιες επιθέσεις εργαζομένων κατά του συνδικάτου τους, για να σταματήσουν απεργίες. Όταν οι μειώσεις μισθών διαδέχονται η μία την άλλη και παντού επιβάλλονται ατομικές συμβάσεις εργασίας, χωρίς να μπορεί να παρέμβει αποτελεσματικά το συνδικάτο. Όταν ακόμα και μεταξύ των συναδέλφων έχουν υπάρξει συγκρούσεις και έχουν δημιουργηθεί στρατόπεδα. Σε αυτό το περιβάλλον είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει συλλογική αντίδραση σε ένα κρούσμα ρατσισμού. Τα συνδικαλιστικά όργανα οφείλουν να παρέμβουν, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες οργάνωσης της αντίδρασης των εργαζομένων.

            Ο ρόλος των ΜΜΕ στην εξάπλωση των ρατσιστικών και φασιστικών αντιλήψεων είναι προφανώς ιδιαίτερα σημαντικός. Όχι μόνο τώρα ή τα τελευταία χρόνια, όταν πλέον η κρίση είχε ξεσπάσει και η Χρυσή Αυγή είχε βγει από το περιθώριο. Τα ΜΜΕ έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην καλλιέργεια ρατσιστικών αντιλήψεων όλο το προηγούμενο διάστημα, εδώ και δεκαετίες. Πρωτογενώς, εστιάζοντας στις αντιδράσεις για το ποιος θα κρατά τη σημαία στις παρελάσεις ή στην εγκληματικότητα των αλλοδαπών.

            Αλλά και υπογείως, μέσω της κουλτούρας που προωθούσαν στην ελληνική κοινωνία. Με τη διάθεση χαλαρότητας, που επέβαλαν στην αισθητική της νεολαίας τα περιοδικά τη δεκαετία του ’80 και η ιδιωτική τηλεόραση τη δεκαετία του ’90. Με τη σταδιακή δαιμονοποίηση των πολιτικών αλλά και της ίδιας της πολιτικής, ως αντικείμενο ενδιαφέροντος και σχολιασμού. Για πολλά χρόνια δύσκολα τόλμαγε κάποιος να ξεκινήσει πολιτική κουβέντα σε μια παρέα που δεν γνώριζε καλά. Όχι επειδή φοβόταν «μην ξανοιχθεί», όπως παλαιότερα οι Αριστεροί, αλλά επειδή θα τον θεωρούσαν βαρετό και ξενέρωτο.

            Τα ιδιωτικά ΜΜΕ δεν καλλιέργησαν συμπτωματικά αυτή την κουλτούρα. Η Ελλάδα δεν αποτελεί άλλωστε εξαίρεση αλλά μία ακόμα επιβεβαίωση ενός διεθνούς κανόνα, που ισχύει στην Ιταλία, στην Τουρκία ή στις ΗΠΑ. Παντού επιδιώκουν την αδρανοποίηση των πολιτών, την αποχαύνωση, ώστε στη συνέχεια να περιορίσουν όσο περισσότερο μπορούν τη δημόσια σφαίρα προς όφελος ιδιωτικών συμφερόντων. Θέλουν τηλεοπτικές δημοκρατίες, όπου θα κυριαρχούν οι ψηφοφόροι-καταναλωτές του καναπέ.

            Με το ξέσπασμα της κρίσης, όμως, οι περισσότεροι αναγκάστηκαν να ξεβολευφτούν από τον καναπέ και να βγουν στο δρόμο. Δεν ήταν πλέον αποχαυνωμένοι αλλά εξοργισμένοι. Ο θυμός έτσι κι αλλιώς είναι κακός σύμβουλος –πολύ περισσότερο όταν δεν υπάρχει κοινωνική και δημοκρατική παιδεία. Όταν κάποιος έχει απαξιώσει πλήρως στη ζωή του την πολιτική και ξαφνικά βρεθεί αντιμέτωπος με τη μνημονιακή λαίλαπα, αποτελεί ιδανική λεία για την προπαγάνδα της Χρυσής Αυγής.

            Οι εργαζόμενοι δεν είναι σήμερα σε θέση να επιβάλλουν στα Μέσα όπου εργάζονται πολιτική ή αισθητική «γραμμή». Κάτι τέτοιο, προφανώς, δεν δικαιούνται να επιδιώκουν ούτε τα συνδικαλιστικά όργανα, καθώς κάθε στόχου προέχει η υπεράσπιση της ελευθερίας της έκφρασης. Άλλωστε η υπόγεια διαβρωτική δράση των ΜΜΕ κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, δεν μπορεί να ακυρωθεί άμεσα – χρειάζεται χρόνος για να καλλιεργηθεί μια διαφορετική αισθητική.

            Εκείνο που μπορεί να γίνει άμεσα, από αύριο, είναι να ανοίξει ο δημόσιος διάλογος, αναδεικνύοντας συγκεκριμένα παραδείγματα του ρόλου των ΜΜΕ ως φορέα ρατσιστικών και φασιστικών αντιλήψεων. Μπορούμε να ξεκινήσουμε από τις λέξεις, η χρήση των οποίων από τα media διαμορφώνει στάσεις και αντιλήψεις στην κοινωνία. Συχνά, μάλιστα, αυτό συμβαίνει υπόγεια, χωρίς να γίνεται αντιληπτό.

Υιοθετούμε λέξεις και διατυπώσεις που εμπεριέχουν ρατσιστική διάθεση και αναπαράγουν ρατσιστικά στερεότυπα, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Εγώ, για παράδειγμα, συνήθιζα να χαρακτηρίζω την αποχαύνωση του πολίτη που καλλιεργούν τα ιδιωτικά τηλεοπτικά κανάλια ως «αυτιστική κοινωνική κατάσταση». Έπρεπε να μου το επισημάνουν για να αντιληφθώ το ρατσισμό πίσω από τις λέξεις. Τα ΜΜΕ πρέπει όχι μόνο να μην καλλιεργούν έτσι το Ρατσισμό αλλά και να βοηθούν την κοινωνία να αποφεύγει τις παγίδες.

Αυτό βέβαια προϋποθέτει τα ΜΜΕ να επιθυμούν με ειλικρίνεια να πολεμήσουν το Ρατσισμό και το Φασισμό, κάτι που σήμερα δεν ισχύει. Τα παραδείγματα είναι πολλά, από τα στημένα ρεπορτάζ για ευγενικούς Χρυσαυγίτες που συνοδεύουν γιαγιάδες στα ΑΤΜ μέχρι την προσπάθεια προστασίας των ανδρών του λιμενικού που ευθύνονται για την τραγωδία στο Φαρμακονήσι. Αφού και οι εργαζόμενοι στον κλάδο αδυνατούν να αναλάβουν δράση, η ευθύνη περνά στα συνδικαλιστικά όργανα.

Το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ πράττει λαμπρά που πήρε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία Παρατηρητηρίου ενάντια στον Φασισμό και το Ρατσιστικό Μίσος στα ΜΜΕ. Ευτυχώς η προσπάθεια δεν ξεκινά από το μηδέν, καθώς στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται ήδη αντίστοιχα Παρατηρητήρια, ενώ παρόμοια εγχειρήματα υπάρχουν στο εξωτερικό. Η όλη πρωτοβουλία τελεί, άλλωστε, υπό την αιγίδα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δημοσιογράφων, με στόχο τη δημιουργία ενός Διεθνούς Παρατηρητηρίου.

Από την πρώτη στιγμή η πρωτοβουλία για το Παρατηρητήριο πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ανοικτή, για να καταφέρει σύντομα να εμπλέξει όσο το δυνατόν περισσότερους εργαζόμενους στον κλάδο. Τα συνδικαλιστικά όργανα οφείλουν να αναλάβουν την πρωτοβουλία αλλά ο στόχος είναι να ενεργοποιηθούν οι εργαζόμενοι στη μάχη κατά του Φασισμού και του Ρατσισμού. Έτσι πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες επιτυχίας αλλά και χτίζεται εμπειρία συλλογικής δράσης, άκρως απαραίτητη στον πόλεμο για την ανατροπή των Μνημονίων και την έξοδο από την κρίση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.