6.11.13

Ποια Βία; Ποια Άκρα;


του Παναγιώτη Βογιατζή

Η συζήτηση περί «βίας» και «άκρων» δεν είναι ούτε καινούρια ούτε πρωτότυπη. Δεν υπήρξε καμιά στιγμή στην ιστορία των κοινωνιών που οι φορείς του καινούριου (ή έστω οι αντίπαλοι του παλιού) δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι με κατηγορίες πάνω κάτω παρόμοιες μ’ αυτές που αντιμετωπίζουν και σήμερα.

Αυτές οι κατηγορίες απαντήθηκαν πάντοτε διεξοδικά, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι σε τελική ανάλυση οι κατηγορίες αυτές ποτέ δεν κατέρρευσαν κάτω από ακλόνητα λογικά επιχειρήματα (αυτό θα ήταν ιδανικό και αρκετά εύκολο, δυστυχώς όμως έχει αποδειχθεί εντελώς ανέφικτο) αλλά σαρώθηκαν κάθε φορά από την ίδια την ιστορική εξέλιξη. Βλέπετε, κάθε φορά οι υπέρμαχοι της «ομαλότητας» όλως τυχαίως προέρχονταν από τις έχουσες τάξεις ή τους εκπροσώπους της βασιλείας των ουρανών. Και κάθε φορά φυσικά, διέθεταν εν αφθονία τα μέσα προπαγάνδισης των απόψεών τους.

Στην εποχή τους, οι αβράκωτοι της Γαλλικής Επανάστασης, οι αντίπαλοι της δουλοκτησίας  στις ΗΠΑ, οι Κομμουνάροι του Παρισιού, οι Ελασίτες αντάρτες, πάντα θεωρήθηκαν «ακραίοι». Πάντα ήταν θιασώτες της «τυφλής βίας». Και πάντα (ανέκαθεν υπήρχαν Δημαρίτες, δεν είναι πατέντα του Κουβέλη) έκαναν υποτίθεται τελικά περισσότερο κακό παρά καλό στην υπόθεση της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των πιο αδύνατων. Μάταια αναρωτιόταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ το μακρινό 1902: «Τι εννοούν αυτοί που μας κατακρίνουν ότι χρησιμοποιούμε επαναστατικά μέσα παλαιού τύπου; Ποια είναι αυτά τα μέσα και με τι θα μπορούσαν ν’ αντικατασταθούν;»[i] Τα μέσα μας λοιπόν είναι «παλιά» και «ξεπερασμένα», εδώ και 100 χρόνια. Καμιά πρωτοτυπία…


Υπάρχει ωστόσο κι ένα ακόμα χαρακτηριστικό κοινό σ’ όλες τις τεταμένες περιόδους του παρελθόντος. Ότι – κατόπιν εορτής, εννοείται -  τα αιτήματα αλλαγής αλλά και τα μέσα γι αυτή την αλλαγή  αποκαθαίρονται τελικά ακόμη κι απ’ τους πρώην διώκτες τους, στο βαθμό που υιοθετούνται από την ίδια την κοινωνία. Ο Γουλιέλμος Τέλλος και ο Ρήγας Φεραίος, διαβόητοι τρομοκράτες της εποχής τους, θεωρούνται δικαίως εθνικοί ήρωες για τους Ελβετούς και τους Έλληνες αντίστοιχα εδώ και αιώνες.  Ακόμα και τότε βέβαια τα αιτήματα και οι ιδέες της αλλαγής και της αντίστασης καλύπτονται  πίσω απ’ την ομίχλη του παρελθόντος, ώστε να παρουσιάζονται αφηρημένα, αφυδατωμένα και εν τέλει νεκρά. Δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που να κατηγορήσει τους αγώνες για την υπεράσπιση του δικαιώματος της απεργίας τον 19ο ή στις αρχές του 20ου αιώνα. Ακόμα πιο δύσκολα όμως θα βρεθεί μια απεργία του σήμερα που να μην είναι «παράνομη» και «καταχρηστική»…

Μα, θα μας κατακεραυνώσει η διανόηση του Κολωνακίου σε έκτακτη εμφάνισή της στην εκπομπή του Πρετεντέρη, υπάρχει μια βασική διαφορά: Σήμερα υπάρχει Δημοκρατία, το ανώτερο απ’ όλα τα κοινωνικά συστήματα. Δεν μπορεί να γίνει καμιά σύγκριση με το παρελθόν. Το επιχείρημα αυτό – το μοναδικό σε τελευταία ανάλυση – δεν μπορεί να σταθεί ούτε λεπτό σε μια σοβαρή κριτική.

Πρώτα πρώτα, κάθε κοινωνία βασισμένη στην ανισότητα (δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη «ταξική» που είναι τόσο μπανάλ), δεν μπορεί παρά να θεωρεί το υπάρχον κοινωνικό σύστημα σαν το «ανώτερο» ή το καλύτερο δυνατό. Οι ελέω Θεού ηγεμόνες πίστευαν, με περισσότερη ειλικρίνεια απ’ τους δικούς μας σίγουρα, ότι η βασιλεία τους ήταν ό’τι καλύτερο μπορούσαν να ονειρευτούν οι υπήκοοί τους. Και πάντα υπήρχε μια πρόθυμη κουστωδία λογίων και παρατρεχάμενων που έκαναν ο’τι μπορούσαν για να ενσταλάξουν  αυτή την πίστη  και στον λαό, ο οποίος, βλέποντας τριγύρω του,  φυσικά διατηρούσε τις αμφιβολίες του. Αυτό δεν εμπόδισε ποτέ την κοινωνία να προχωρήσει μπροστά, αν και όχι πάντα με ευθύ και σπανίως με ειρηνικό τρόπο.

Έπειτα, ακόμα και μ’ αυτούς τους όρους, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποστηρίξει κάποιος σοβαρά ότι μια κυβέρνηση ψηφισμένη από το 35% του 65%, δηλαδή από 1 στους 5 πολίτες με δικαίωμα ψήφου, νομιμοποιείται να θεωρεί τις αποφάσεις της σαν θέσφατα που δεν αποδέχονται αμφισβήτησης. Πέρα απ’ αυτό, είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι τα δικαιώματα συρρικνώνονται συστηματικά τις τελευταίες δεκαετίες σ’ ολόκληρο τον ανεπτυγμένο κόσμο, παρ’ ότι δεν έχει υπάρξει καμιά αλλαγή στο κοινωνικό σύστημα. Πάντοτε βέβαια υπάρχουν σπουδαίοι λόγοι, πότε η «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», πότε η οικονομική κρίση. Το γεγονός ότι αυτοί οι «λόγοι» ούτως ή άλλως προέρχονται ευθέως από το ίδιο το κοινωνικό σύστημα και όχι από κάποιους εξωγενείς παράγοντες όπως η έλευση εξωγήινων, δεν φαίνεται ν’ απασχολεί κανέναν απ’ τους υποστηρικτές του.

Τέλος, αν καταλήξουμε να θεωρούμε ότι σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία το μόνο δικαίωμα των πολιτών είναι να ψηφίζουν κάθε 4 χρόνια, μη έχοντας στο μεσοδιάστημα καμιά δυνατότητα παρέμβασης στις τύχες τους, τότε μπορούμε και να θεωρήσουμε ότι τα υπόλοιπα 119 άρθρα του Συντάγματος είναι εντελώς περιττά. Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων δουλεύουν όσο μπορούν προς αυτή την κατεύθυνση…

Καθώς λοιπόν ποτέ μέχρι σήμερα δεν δόθηκε οριστική λύση στα προβλήματα που θέτει η ίδια η  κοινωνία των ανισοτήτων, η οποία εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει, ανάλογα με τη φάση στην οποία βρίσκονται οι κοινωνικοί αγώνες τα ίδια χιλιοειπωμένα «επιχειρήματα» χρησιμοποιούνται ξανά και ξανά. Αυτό που αλλάζει κάθε φορά είναι η έντασή τους, που πηγάζει από  το πόσο «σίγουροι» για τον εαυτό τους αισθάνονται οι δημόσιοι κατήγοροι, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πόσο σίγουροι για τον εαυτό τους αισθάνονται η αριστερά και τα κινήματα. Με άλλα λόγια: Από το ποια ακριβώς είναι τα ισοζύγια της δύναμης μέσα στην κοινωνία.

Όταν αναφερόμαστε στα ισοζύγια της δύναμης, δεν το κάνουμε με κυρίως υλικούς όρους. Το ειδικό βάρος των εργαζομένων, της βάσης δηλαδή της κοινωνίας, όχι μόνο δεν έχει μειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά αυξάνεται σταθερά. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: Στο πόσο η βάση της κοινωνίας συνειδητοποιεί αυτή τη δύναμη και στο πόσο και με ποιο τρόπο είναι οργανωμένη, ώστε ν’ αντιπαρατεθεί στον αντίπαλο. Και εδώ, τα πράγματα δεν είναι καθόλου ευχάριστα.

Η ιδεολογική επίθεση που έχει εξαπολυθεί από τα κέντρα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες, με βασικό σημείο αναφοράς την πτώση των καθεστώτων της ανατολικής Ευρώπης, βρίσκεται σήμερα στο ζενίθ της.  Η αριστερά όχι μόνο δεν κατάφερε ν’ αναχαιτίσει αυτή την επίθεση, αλλά επέλεξε συνειδητά να βρίσκεται μονίμως σε θέση άμυνας, μιας άμυνας μάλιστα εξαιρετικά παθητικής και απολογητικής.

Η εξαιρετικά άτολμη στάση της επίσημης αριστεράς δεν έκανε άλλο παρά να ρίχνει συνέχεια νερό στο μύλο των αντιπάλων, κάνοντας τους ολοένα πιο επιθετικούς και προκλητικούς. Επίσημες δηλώσεις που πριν από μερικά χρόνια θα ήταν αδιανόητες, όπως π.χ αυτή του Θ. Πλεύρη, ο οποίος αναφερόμενος στους μετανάστες δε δίστασε να δηλώσει “Όταν είσαι εδώ δεν θα υπάρχουν κοινωνικές παροχές, δεν θα μπορείς να φας, να πιεις, δεν θα μπορείς να πας στο νοσοκομείο. […] Πρέπει να περνάνε χειρότερα από τις χώρες τους. Η κόλαση πρέπει να φαντάζει παράδεισος μπροστά σ’ αυτό που θα ζουν εδώ!” στηρίζονται ακριβώς στην αίσθηση ότι «ήρθε η ώρα να πάρουν το αίμα τους πίσω», να πουν φωναχτά αυτό που μέχρι χθες ήταν αναγκασμένοι μόνο να το σκέφτονται.

 Σε κάθε μάχη, είτε πραγματική είτε πολιτική, ο πιο σίγουρος δρόμος προς την ήττα είναι να αφεθείς να πολεμήσεις στο πεδίο που επέλεξε ο αντίπαλος. Αντί να συνεχίσει δυναμικά στις παραδόσεις της, που ήθελαν την αριστερά να στοχεύει και ν’ απευθύνεται στο αίσθημα της ελπίδας, δίνοντας συνεχώς μάχες οπισθοφυλακής, κατέληξε να απαντάει στα επιχειρήματα της απέναντι πλευράς που στοχεύουν στο αίσθημα του φόβου. Αυτή είναι μια διαδικασία που δεν έχει επιστροφή, αν δεν ανατραπεί συθέμελα.

Αν σε περιόδους σχετικής ευημερίας η τακτική αυτή μπορεί να φαίνεται κάπως ελκυστική ή εν πάση περιπτώσει λογικοφανής, σε συνθήκες κοινωνικής πόλωσης αποδεικνύεται εντελώς  ανόητη και καταστροφική. Ο περιβόητος «μεσαίος χώρος» πρακτικά έχει πάψει να υφίσταται. Σε ποιον απευθύνεσαι λοιπόν, «κρατώντας ισορροπίες»; Και το κυριότερο, με ποιον στόχο; Ακόμα και καθαρά εκλογικά, αυτή η τακτική έχει όρια που η αριστερά τα έχει ήδη φτάσει. Από δω και μπρος, μπορούμε να συνεχίσουμε μόνο επιδεικνύοντας «τόλμη, τόλμη και περισσότερη τόλμη».

Δεν είναι μια εύκολη μάχη βέβαια. Αλλά είναι  ευκολότερη απ’ ότι κάποιοι πιστεύουν. Σίγουρα δεν μπορούμε να αναγκάσουμε την απέναντι πλευρά να σταματήσει να μιλάει για «άκρα». Και λοιπόν; Η Αριστερά ήταν πάντοτε άκρο, εξ ορισμού. Και πάντοτε οι αντίπαλοί της προσπαθούσαν να τη διαβάλουν. Δεν υπάρχει ίσως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της «θεωρίας των δύο άκρων» από την ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου, στην Συνδιάσκεψη του Λιβάνου, το 1944, όπου η αριστερά της εποχής σύρθηκε σε μια απ’ τις πιο επονείδιστες συμφωνίες που έχει υπογράψει ποτέ, ακριβώς προσπαθώντας να είναι αρεστή στους διώκτες της: «Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της Πατρίδος μας... Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν...» Γερμανοί, ταγματασφαλίτες και αντάρτες στο ίδιο τσουβάλι. Οι απόψεις που ακούγονται σήμερα απ’ τον Κρανιδιώτη, τον Μουρούτη ή την Τριανταφύλλου φαίνονται πταίσματα, μπροστά σ’ αυτό το θράσος. Τίποτα το καινούριο λοιπόν, τίποτα που δεν έχουμε αντιμετωπίσει στο παρελθόν, τίποτα που δεν μπορούμε ξανά να το αντιμετωπίσουμε.
Οι ευθύνες γι’ αυτή την αντιμετώπιση πέφτουν κυρίως στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Γι’ αυτό και όλα τα βέλη της κυβέρνησης αυτόν έχουν σα στόχο. Μπορεί ν’ αντεπεξέλθει σ’ αυτό το καθήκον; Από την απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα κριθεί εν πολλοίς και η μάχη της κυβερνητικής εξουσίας. Πρέπει δυστυχώς να πούμε ότι τα σημάδια δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικά. Όπως είπαμε και πιο πάνω, η απάντηση δεν μπορεί να είναι σε καμιά περίπτωση το στρογγύλεμα των θέσεων, αλλά ακριβώς το αντίθετο.
Όσο για το ΚΚΕ, να πούμε μόνο ότι όταν οι αντίπαλοί σου δεν βρίσκουν ούτε μια λέξη να πουν εναντίον σου, πολύ περισσότερο όταν σπεύδουν συχνά πυκνά να επαινέσουν την «υπεύθυνη στάση» σου, τότε σίγουρα κάτι δεν κάνεις σωστά… Και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην αντιπαλότητα με τον ΣΥΡΙΖΑ. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο περιστατικό στην εκπομπή του ΜΕΓΚΑ, όπου ο συνταγματολόγος Γ. Κατρούγκαλος δεχόταν επί 20 λεπτά τις επιθέσεις ολόκληρου του πάνελ (τις οποίες βέβαια απέκρουσε με χαρακτηριστική άνεση), ο Σοφιανός του ΚΚΕ άκουγε αμέτοχος και δεν έκανε ούτε μία παρέμβαση υπέρ των όσων έλεγε ο καθηγητής. Επενέβηκε μόνο στο τέλος για να αναφερθεί και πάλι στους κουκουλοφόρους…




[i] Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Βία και Νομιμότητα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.