26.3.18

«Λυπάμαι τον Τότε Εαυτό μου» - Η Ιστορία Ενός Πρώην Φασίστα που Έγινε Αντιφασίστας Μετά τον Ελληνικό Στρατό

Ένα αγόρι που κάποτε φώναζε σε ένα παιδί από την Αλβανία «τράβα πίσω στη χώρα σου», σήμερα στέκεται δίπλα του και αγωνίζεται για τα δικαιώματά του.
Εάν συμμετέχεις σε αντιφασιστικές κινητοποιήσεις, θα τον έχεις δει σίγουρα με κάποια κάμερα να κρέμεται στον λαιμό του κι ένα τρίποδο υπό μάλης.
Δεν είναι απίθανο να τον ακολουθείς στο Twitter ή στο Facebook και να τον έχεις διαβάσει να εκφράζεται συνειδητά και εμπεριστατωμένα κατά της Χρυσής Αυγής και κάθε νεοναζιστικού μορφώματος που έχει δημιουργηθεί.

Για να μάθω την ιστορία του Αντώνη, έπρεπε να γράψω ένα κείμενο για το πώς ήταν να μεγαλώνεις στην Ελλάδα σαν Αλβανάκι τη δεκαετία του 1990, ένα κείμενο που περιέγραφε ένα μέρος των βιωμάτων που απέκτησα σαν παιδί μεταναστών στην Ελλάδα. Αυτό το άρθρο, άθελά μου, στάθηκε η αφορμή για να μου ζητήσει ο Αντώνης συγγνώμη, λέγοντάς μου πως κάποτε ήταν και εκείνος στην πλευρά που με έβλεπε σαν εχθρό. Όχι εμένα, αλλά τον κάθε μετανάστη. Έπρεπε να διαβάσω το σχόλιο του ξανά και ξανά για να συνειδητοποιήσω πώς ένας άνθρωπος που γνωρίζω ότι έχει σταθεί αλληλέγγυος έμπρακτα σε πρόσφυγες, μετανάστες και κάθε ευάλωτη ομάδα, εννοούσε πως κάποτε εμφορούνταν ο ίδιος από ρατσιστικές αντιλήψεις.

Η πικρή αλήθεια είναι πως εκεί έξω υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι παραπλανημένοι που, άθελά τους ίσως, οπλίζουν το χέρι του φασίστα και το ζήτημα είναι το τι μπορούμε να πράξουμε για να μη χαριστούν ολοκληρωτικά σ' αυτόν τον ζόφο. Υπάρχουν άλλωστε διαβαθμίσεις στη νοοτροπία του φασισμού και προφανώς δεν ανήκουν όλοι στην κατηγορία «Κασιδιάρης». Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ευθύνονται λιγότερο για την ύπαρξη του φασισμού και του ρατσισμού στον κόσμο. Γι' αυτό και το ερώτημα που πάντα προκύπτει είναι: Μπορείς τελικά να αλλάξεις έναν φασίστα; Μπορείς να του εξηγήσεις ότι κάνει λάθος που αφήνεται σε μια αγελαία λογική;

Έλεγε η Άννα Φρανκ, «Παρά τα όσα συνέβησαν, ακόμη πιστεύω πως οι άνθρωποι παραμένουν καλοί μέσα τους». Το ζήτημα είναι πώς μπορούμε να φτάσουμε στον πυρήνα αυτού του καλού. Διότι, ναι, οι άνθρωποι αλλάζουν. Και κάθε «πόλεμος» ενάντια στον ρατσισμό και τον φασισμό θα έπρεπε να αισιοδοξεί και να προσπαθεί για ένα τέτοιο αποτέλεσμα: Να αλλάξει ο άνθρωπος και να αποβάλλει κάθε είδους μισαλλοδοξία. Το ότι ένα αγόρι που κάποτε φώναζε σε ένα παιδί από την Αλβανία «τράβα πίσω στη χώρα σου», σήμερα στέκεται δίπλα του και αγωνίζεται για τα δικαιώματά του, σε κάνει αυτόματα να πιστεύεις ξανά στην ανθρωπότητα.

Να η ιστορία του όπως μας την διηγήθηκε: 

Γαλουχήθηκα σε μια ελληνοκεντρική κοσμοθεωρία, με αρκετή αυτοθυματοποίηση, όπου οι Έλληνες είναι πάντα τα θύματα «των άλλων» και που οι «άλλοι» αποτρέπουν τους Έλληνες από το να επιστρέψουν στο μεγαλείο τους. Αυτή η αντίληψη υπήρχε παντού, στην οικογένειά μου, στις οικογένειες των φίλων μου, στους φίλους μου, στους συμμαθητές μου, στους δασκάλους μου, στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι πως στην Ε' Δημοτικού, ο δάσκαλος μαθηματικών μάς έλεγε συχνά ότι «έχει πέσει το επίπεδο της Ελλάδας με όλους αυτούς τους Αλβανούς που μας ήρθαν».
Όλη αυτή η κοσμοθεωρία παρέμενε στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, μέχρι το καλοκαίρι του 1995, όταν και έμεινε άνεργη η μητέρα μου, η οποία δούλευε ως αποκλειστική νοσοκόμα. Τότε έγινε η «λογική» εξήγηση για τα πάντα. Μέσα στο μυαλό μου, έφταιγαν οι Αλβανίδες που δεν μπορούσε να ξαναβρεί η μητέρα μου δουλειά, αφού «έχουν γεμίσει τα νοσοκομεία και παριστάνουν τις αποκλειστικές». Έξι μήνες αργότερα, με την κρίση των Ιμίων, αυτή η κοσμοθεωρία έγινε ακόμα πιο «πειστική», με τους Τούρκους «να παραμονεύουν για να κλέψουν κομμάτια της Ελλαδίτσας μας».
Εκείνο το διάστημα ξεκίνησα να γίνομαι πιο επιθετικός, φραστικά, απέναντι σε μετανάστες. Όταν ήμουν μόνος μου στον δρόμο και έβλεπα παρέες μεταναστών, μουρμούριζα μέσα από τα δόντια μου φράσεις όπως «μας κουβαληθήκατε εδώ πέρα», «να πάτε πίσω στην πατρίδα σας», «τι σκατογλώσσα είναι αυτή που μιλάτε;» κλπ. Όταν ήμουν, δε, με την παρέα μου, εκδηλωνόμουν πιο έντονα, φωνάζοντας -μαζί με την παρέα μου- φράσεις όπως τις παραπάνω. Είχε τύχει σε λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ της παρέας μου και ενός παιδιού από την Αλβανία να κοντέψω να πιαστώ στα χέρια μαζί του, επειδή του φώναξα «τράβα πίσω στην Αλβανία», με είπε ρατσιστή και αντέδρασα σε στιλ «Ποιόν είπες ρατσιστή ρε;». Τότε, ένας από τους φίλους μου τον χτύπησε και τον ακινητοποίησε σε μια γωνία, ένας άλλος φίλος τού είπε «τώρα θα δεις, πούστη Αλβανέ, που βγάζεις γλώσσα», ειδοποίησε την αστυνομία και προσήγαγαν μόνο το παιδί. Η παρέα μου μόνη της δρούσε λίγο πιο έντονα: Τριγυρνούσε τα απογεύματα στην Λιοσίων και όταν πετύχαινε παρέα μεταναστών, τους ξυλοκοπούσε και τους λήστευε τα κινητά τους και τα πορτοφόλια τους.
Όλα αυτά στο μυαλό μου ήταν δικαιολογημένα, επειδή οι μετανάστες «ήταν» η κύρια αιτία για την οικονομική δυσφορία που ένιωθα εγώ, η οικογένειά μου και οι οικογένειες των φίλων μου, αφού «μας έχουν πάρει όλες τις δουλειές. Σαν να μη φτάνουν αυτά, μας κλέβουν κιόλας». H πικρία και η απογοήτευση από την οικονομική μου δυσφορία μετατρεπόταν σε τυφλό μίσος και αηδία απέναντι στον εύκολο και λάθος στόχο: τους μετανάστες. Και το περιβάλλον στο οποίο ζούσα δεν βοηθούσε καθόλου για να ξεπεράσω αυτήν τη στρεβλή αντίληψη. 
Η αντίληψή μου ξεκίνησε να αλλάζει από τον στρατό, όσο και αν φαίνεται περίεργο. Όταν υπηρετούσα το 1999-2000 στον Έβρο, στις εξόδους μου έπιανα συχνά κουβέντα με τους ντόπιους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που ρώτησα έναν ταξιτζή «Καλά, δεν φοβάστε που έχετε τους Τούρκους απέναντί σας;» και μου απάντησε αρκετά ενοχλημένος: «Δεν καταλαβαίνω τι ρωτάς. Τι έχουμε να φοβηθούμε δηλαδή; Κι αυτοί έρχονται εδώ και εμείς πάμε εκεί, είμαστε μια χαρά αγαπημένοι».
Υπήρχε και ένα σημείο στα σύνορα όπου το τουρκικό με το ελληνικό φυλάκιο απείχαν γύρω στα πέντε μέτρα. Είχε τύχει να φυλάξω σκοπός δύο φορές εκεί και είχα πιάσει κουβέντα με τους Τούρκους σκοπούς, όπου διαπίστωσα με έκπληξη ότι, προφανώς, δεν είχαν διαφορά αυτοί οι άνθρωποι από εμάς. Δεν ήταν τέρατα.
Δύο χρόνια αργότερα γνώρισα τον σύντροφό μου, ο οποίος έμενε στην Παιανία, και δίπλα του έμενε μια οικογένεια από την Αλβανία. Είχαν καλές σχέσεις και μάλιστα μας είχαν προσκαλέσει αρκετές φορές για φαγητό ή και για έναν μεζέ, παρόλο που τα έβγαζαν πολύ δύσκολα οικονομικά. Εκείνο το διάστημα ξεκίνησα να αναθεωρώ όλες τις αντιλήψεις μου, άρχισα να απομακρύνομαι από την παλιά μου παρέα και ξεκίνησα να ψάχνω να βρω πραγματικές απαντήσεις για τα προβλήματα. Παράλληλα υπήρχε η αύξηση χρήσης του Ιnternet, όπου μπορούσες να έρθεις σε επαφή με ειδήσεις που δεν περνούσαν ποτέ στα δελτία ειδήσεων. Σιγά-σιγά διαπίστωσα πως δεν υπάρχουν απλοϊκές απαντήσεις.
Fast-forward 16 χρόνια, στο σήμερα, έχω συνειδητοποιήσει πως το ρατσιστικό μίσος που είχα, δεν είχε καμία απολύτως λογική βάση, σε τέτοιο βαθμό που δεν αναγνωρίζω τον τότε εαυτό μου. Είναι τραγικό το ότι απώλεσα την κριτική μου σκέψη και βασίστηκα στην ικανοποίηση που πρόσφερε η εύκολη απάντηση - Ποιος φταίει για την οικονομική κατάσταση; Οι μετανάστες. Ποιος φταίει για την εγκληματικότητα; Οι μετανάστες. Υπήρχε η μία απάντηση για όλα. Άλλωστε είναι ευκολότερο να μισείς από το να σκεφτείς. Λυπάμαι τον τότε εαυτό μου και με τον ίδιο τρόπο λυπάμαι όλους όσους ξερνάνε το ρατσιστικό τους μίσος σήμερα. Δεν τους μισώ, απλώς τους λυπάμαι.
Πρόσφατα, έτυχε να δω σε βίντεο από εκδήλωση της Χρυσής Αυγής στο Μελιγαλά, έναν από τους παλιούς μου κολλητούς σε τάγμα εφόδου της Χ.Α., με τον οποίο παλιά περνούσαμε το μεγαλύτερο διάστημα της μέρας μαζί. Είχαμε σχεδόν κοινή ζωή μέχρι την εποχή που πήγα στρατό. Υποπτεύομαι πως τα διαφορετικά μας βιώματα, από εκείνο το σημείο και μετά, έκαναν εμένα να ξεπεράσω τις ρατσιστικές αντιλήψεις και εκείνον να βυθιστεί ακόμα περισσότερο σε αυτές.
Το μίσος του ρατσισμού άρχισε να αλλάζει όταν ήρθα σε επαφή με ανθρώπους που είχαν διαφορετική αντίληψη. Έφαγα μαζί με ανθρώπους που κάποτε μισούσα αυτό που ήταν. Συζήτησα μαζί τους. Είδα την καθημερινότητά τους, το ότι αγαπούν τα παιδιά τους όπως αγαπούν εμάς οι γονείς μας. Την ανησυχία για το μέλλον τους και το μέλλον των παιδιών τους. Τους φόβους τους. Διαπίστωσα πως όλα αυτά που μας χωρίζουν -αυτό το «τρομερό πολιτισμικό χάσμα»- είναι απλώς επιφανειακά. Θεωρώ πως αυτός είναι ένας από τους τρόπους για να ξεπεράσει κάποιος τον ρατσισμό: η ουσιαστική επαφή και συνεχής τριβή με αυτό που μισεί για να κατανοήσει πως κάθε, μα κάθε ξένος άνθρωπος είναι απλώς ένας φίλος που δεν έχει γνωρίσει ακόμα». 
Γράφει:Άννα Νίνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.