19.10.21

Μαρτυρία πρόσφυγα: «Μου κάρφωναν κατσαβίδια στα πόδια - Με έκοβαν και μου έριχναν αλάτι στις πληγές»




 H βία ήταν υπερβολική.

Όπως λέει ο ίδιος, αρκούσε να φέρεις πάνω σου τη λάθος ταυτότητα για να εκτελεστείς επί τόπου. Ήταν 11 ετών όταν άγνωστοι άνδρες ντυμένοι με στρατιωτικές στολές εισέβαλλαν στο σπίτι του παππού του, χτυπώντας τη μητέρα του και τα αδέρφια του για να συλλάβουν τον πατέρα του.

Από εκείνη τη στιγμή και όντας μόλις 12 ετών, ο Ali έπρεπε να δουλέψει για να συντηρήσει με κάποιον τρόπο την οικογένεια. «Θυμάμαι που κοίταζα τα παιδιά να ξαναπηγαίνουν σχολείο ενώ κατευθυνόμουν στη δουλειά. Μου έκανε την καρδιά μου χίλια κομμάτια».

Το 2009 ο πατέρας του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν ήξερε αν ζει, απελευθερώνεται. Ήταν ράκος. Οι Shi’aa λόγω της προηγούμενης θέσης του στην προεδρική φρουρά του Σαντάμ είχαν φροντίσει να τιμωρηθεί.

«Τον είχαν», όπως περιγράφει ο Ali, «πολλές φορές βασανίσει με ηλεκτροσοκ, ενώ στη συνέχεια άνοιγαν με τρυπάνι τρύπες σε διάφορα μέρη του σώματός του. Του είχαν βγάλει τα νύχια και στα χέρια και στα πόδια. Όταν προσπαθήσαμε να του βγάλουμε αναπηρική σύνταξη, η αίτηση απορρίφθηκε γιατί ανήκε στο παλιό καθεστώς. Και όλη η περιουσία μας κατασχέθηκε. Ήμουν ο πιο μεγάλος και άρα έπρεπε να βρω τρόπο να στηρίξω την οικογένεια».

Τον Ιούνιο του 2014 καθώς κατευθύνονταν μαζί με τη μητέρα του στην αγορά, ακούστηκαν πυροβολισμοί. Η αστυνομία κινητοποιήθηκε και γυρνώντας προς το σπίτι τους κατάλαβαν ότι το ISIS ήταν προ των πυλών. Για 4 μέρες κρύφτηκαν στο σπίτι τους με κλειστά παράθυρα αφού οι σφαίρες έπεφταν βροχή. «Ακούγαμε μωρά να κλαίνε, γυναίκες να ουρλιάζουν και δε τολμούσαμε καν να κοιτάξουμε από το παράθυρο. Μια μέρα με σχετική ησυχία ανοίξαμε το παράθυρο και οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους. Κανένας αστυνομικός, μόνο αυτοί που φώναζαν Allahu Akbar. Μου φάνηκαν σαν τέρατα, σίγουρα όχι άνθρωποι, τα μάτια τους ήταν κόκκινα σαν αίμα».

Από τη στιγμή που έθεσαν την πόλη υπό την κατοχή τους εφάρμοσαν τη Σαρία αναγκάζοντας τους άνδρες να αφήσουν μακριά γεννιάδα, να ντύνονται όπως αυτοί με φαρδιές κελεμπίες και φυσικά απαγορεύτηκε η μουσική και το κάπνισμα. Οι γυναίκες υποχρεώθηκαν να φορέσουν Νιχάμπ, τη μαύρη στολή που καλύπτει όλο το σώμα.

«Θυμάμαι ότι έπιασαν ένα φίλο μου να καπνίζει, αυτός έτρεξε και όταν τον έπιασαν πολύ απλά τον καταδίκασαν και τον έσφαξαν εκεί επί τόπου. Έναν άλλο φίλο μου τον συνέλλαβαν επειδή είχε συμμετάσχει στις εκλογές και εκτελέστηκε δημόσια. Συνέλαβαν και εμένα δύο φορές από λάθος, πίστευαν ότι είμαι αστυνομικός».

Τον συνέλαβαν νύχτα, κάνοντας επιδρομή στο σπίτι ενόσω η οικογένεια κοιμόταν, του έδεσαν τα μάτια και συνέχαιραν ο ένας τον άλλο γιατί έπιασαν τον αποστάτη. Κρατήθηκε επί δύο μήνες, υπομένοντας βασανιστήρια μέχρις ότου ομολογήσει. «Με ρώταγαν σε ποιο αστυνομικό τμήμα δούλευα και μου κάρφωναν κατσαβίδια στα πόδια, με άφηναν νηστικό για μέρες, δε μου επέτρεπαν να πάω στην τουαλέτα. Κάποια στιγμή άρχισαν να με κόβουν σε διάφορά σημεία και να ρίχνουν αλάτι στις πληγές. Εκείνη τη στιγμή προσευχήθηκα και ζήτησα οίκτο, να πεθάνω για να ησυχάσω».

Η οικογένειά του τον παρέλαβε από την φυλακή Al Dawasa μέσα σε μια κουβέρτα σα να ήταν νεκρός. Δε θυμάται σε πόσα νοσοκομεία πήγε αλλά από εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι προσπάθειές τους να τον στείλουν εκτός χώρας.

Κατάφεραν να τον περάσουν στη Βαγδάτη όπου υπήρχαν συγγενείς προκειμένου να συνεχίσει τις θεραπείες που χρειαζόταν. Όταν επιτέλους ξαναστάθηκε όρθιος έπιασε δουλειά σε ένα καφέ και έστειλε κάποια χρήματα στην οικογένειά του. Αμέσως στρατιώτες του Ισλαμικού Κράτους ξαναέκαναν επιδρομή στο σπίτι του, συνέλαβαν το μικρότερο αδερφό του και τον σκότωσαν.

«Ένιωθα τύψεις γιατί ο αδερφός μου εκτελέστηκε εξαιτίας μου, επειδή δεν βρήκαν εμένα. Λίγο καιρό μετά ανατίναξαν και το σπίτι μας. Ήμουν στη Βαγδάτη αλλά δεν ήμουν ασφαλής, από τη μία το ISIS από την άλλη οι συμμορίες Ahl Al Haq που με συνέλαβαν και με ανέκριναν. Με γλύτωσε το αφεντικό μου που εγγυήθηκε για μένα. Όταν το 2016 άρχισε ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μουσούλης, η μισή μου οικογένεια σκοτώθηκε σε βομβαρδισμό. Με κυνηγούσαν παντού μου ζητούσαν χρήματα για να μη με σκοτώσουν. Έπρεπε να φύγω κι από κει και να περάσω στην Τουρκία».

 

Στην Τουρκία για μια νέα αρχή;

Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη το 2017 όταν ήδη οι Τούρκοι πολίτες είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν για το μεταναστευτικό ρεύμα και είχαν πάψει να βλέπουν τους πρόσφυγες ως κατατρεγμένους. Ο Ali κατευθύνθηκε στη Σμύρνη, τον μόνο δρόμο για την Ευρώπη. Είχε ακούσει ότι εκεί θα είχε τη δυνατότητα να ξαναφτιάξει τη ζωή του. Επί δύο μήνες προσπαθούσε να περάσει τα σύνορα για τη Γη της Επαγγελίας όπως νόμιζε.

Μετά από 14 προσπάθειες κατορθώνει να φθάσει σε νησί του Αιγαίου. «Θυμάμαι πόσο ευτυχισμένος ένιωσα» λέει.

Καταγράφεται, του δίνουν ρούχα και φαγητό και οδηγείται στο camp. Toυ έδωσαν μια κουβέρτα και του εξήγησαν ότι το camp είναι γεμάτο και έπρεπε να κοιμηθεί έξω.  «Κοιμήθηκα στο πεζοδρόμιο εκείνο το βράδυ. Ηταν χειμώνας έκανε κρύο και το όνειρό μου έγινε κομμάτια. Ζούσα έναν εφιάλτη».

Παρέμεινε σε αυτή την κατάσταση επί 7 μήνες. Κάθε μέρα η υγεία του επιδεινωνόταν και όπως λέει ο ίδιος κάθε φορά που ζητούσα γιατρό με έδιωχναν λέγοντάς μου ότι δεν υπάρχει.

Επισήμως πρόσφυγας

Μετά από 7 μήνες αναγνωρίστηκε ως πρόσφυγας και εφόσον δεν είχε βρει καμία βοήθεια για να ενσωματωθεί αποφάσισε να πάει στο Λουξεμβούργο. Εκεί τον εξέτασαν γιατροί βρήκαν προβλήματα στα γόνατά του και φυσικά βαριά κατάθλιψη. Η αίτηση ασύλου που έκανε εκεί, απορρίφθηκε.

«Ένιωσα απελπισία, δε μπορούσα να συνεχίσω άλλο, κατέφυγα σε μια εκκλησία όπου κατά τύχη συνάντησα έναν πάστορα που αναρωτήθηκε τι μου συμβαίνει. Έφερε μάλιστα και μεταφραστή για να καταλάβει τι μου συμβαίνει. Μίλαγα και έκλαιγα ακατάπαυστα. Μου είπε μη φοβάσαι, θα σε φροντίσουμε. Κι ήταν η πρώτη φορά που ξαναένιωσα ασφάλεια».

Η κοινότητας της Εκκλησίας τον «υιοθέτησε» και τον στήριξε όσο εξεταζόταν η προσφυγή του για την απορριπτική πρώτη απόφαση. Η οποία κάποια στιγμή ήρθε κι ήταν και πάλι απορριπτική. «Τότε ήταν που σκέφτηκα να αυτοκτονήσω. Πήγα σε έναν κήπο και έκοψα τις φλέβες των χεριών μου. Δεν ξέρω ακόμη ποιος με βρήκε και με πήγε στο νοσοκομείο».

Αφού έμεινε σε νοσηλεία για 2 μήνες κατά τη διάρκεια των οποίων μέλη της κοινότητας τον επισκέπτονταν και προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, έλαβε την εντολή απέλασης.

«Δεν ήξερα που να πάω, δεν είχα λεφτά, δεν είχα σπίτι. Τηλεφώνησα σε ένα μέλος της κοινότητας και ήρθε με παρέλαβε και με ρώτησε αν θα γυρίσω στην Ελλάδα. Αποφάσισα να προσπαθήσω στο Βέλγιο, όπου όμως και πάλι απορρίφθηκε η αίτησή μου. Κι έτσι γύρισα στην Ελλάδα. Ήμουν άστεγος αλλά είχα βρει περιστασιακή απασχόληση κι ήλπιζα ότι θα μαζέψω κάποια χρήματα για να νοικιάσω έστω κι ένα κρεβάτι. Αλλά τότε έγινε το πρώτο lockdown και πολύ απλά βρέθηκα για άλλη μια φορά χωρίς ελπίδα».

Ο Ali βοηθήθηκε από ομάδα εθελοντών που του παρείχαν στέγη έτσι ώστε να ξαναρχίσει τη ζωή του.

Σήμερα δουλεύει σε κατάστημα και προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή του.

Μαθαίνει ελληνικά και ελπίζει ότι ίσως αυτή τη φορά τα καταφέρει.


Γράφει: Σοφία Βερφοπούλου

Πηγή:tvxs

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.