17.10.21

Η δημόσια συζήτηση για το ποιος έβαλε τους φασίστες στη φυλακή


Γράφει: Γιώργος Λιγουριώτης


Η συμπλήρωση ενός χρόνου από την ιστορική μέρα της 7ης  Οκτώβρη, όταν η Χρυσή Αυγή καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση με τα ηγετικά της στελέχη να οδηγούνται λίγο αργότερα στη φυλακή, σε συνδυασμό με τις επιθέσεις ακροδεξιών στη Σταυρούπολη και το Ν. Ηράκλειο, έχουν επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση το εξής ερώτημα: Ποιος έβαλε τη Χρυσή Αυγή στη φυλακή; Η Δικαιοσύνη και η κυβέρνηση της ΝΔ, ή το αντιφασιστικό κίνημα το οποίο συνέβαλε στην αφύπνιση και κινητοποίηση της κοινωνίας και πίεσε την Δικαιοσύνη ώστε να έχουμε την καταδίκη των νεοναζί;


 Ακόμα, οι πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις τριών ακροδεξιών που συμμετείχαν στα επεισόδια έξω από το 1ο ΕΠΑΛ Ευόσμου, έχουν ενισχύσει τη συζήτηση αυτή. Έχει επανέλθει το επιχείρημα  για το «τείχος δημοκρατίας» που έχει υψώσει η Δικαιοσύνη και το κράτος απέναντί τους.

Η καταδίκη των ακροδεξιών πραγματοποιήθηκε την ίδια ώρα που παρενέβη ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Βασίλειος Πλιώτας, ο οποίος ζήτησε σε βάθος έρευνα για τη δράση ακροδεξιών θυλάκων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Οι κινήσεις αυτές έχουν κάνει ένα κομμάτι της κοινωνίας να θεωρεί πως η Δικαιοσύνη κινείται στη σωστή κατεύθυνση, οδηγώντας τους ακροδεξιούς στα δικαστήρια.

Για το αντιφασιστικό κίνημα, οι καταδικαστικές αποφάσεις αποτελούν πολύ σημαντικές θετικές εξελίξεις, καθώς το να οδηγούνται οι νεοναζί στη φυλακή είναι προς το συμφέρον του κινήματος και συνολικά της κοινωνίας, ενώ αποτελούν δικαίωση των αγώνων πολλών δεκαετιών. 

Την ίδια ώρα όμως δεν πρέπει να αναπτύσσεται κανένα αίσθημα εφησυχασμού, δεν πρέπει έχουμε εμπιστοσύνη ότι το κράτος και η Δικαιοσύνη θα αναλάβουν και θα ολοκληρώσουν το έργο της καταστολής των φασιστών· ότι οι έρευνες που διεξάγονται θα φτάσουν πραγματικά σε βάθος και θα βάλουν στο σκαμνί του κατηγορούμενου τα ηγετικά στελέχη που καθοδήγησαν τις ακροδεξιές επιθέσεις, χωρίς να χρειάζεται η παρέμβαση της κοινωνίας. 

Άλλωστε, παρά τις δεκάδες προσαγωγές και συλλήψεις στα πρόσφατα γεγονότα, ένας ελάχιστος αριθμός αυτών οδηγήθηκε στα δικαστήρια και οι καταδίκες ήταν στην ουσία «χάδι» (όλες με αναστολή).

Τα  «αντιφασιστικά αισθήματα» της Δικαιοσύνης

Ένα ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η Δικαιοσύνη ανέπτυξε ξαφνικά τέτοια «αντιφασιστικά αισθήματα»

Την απάντηση έρχεται να τη δώσει ένα άρθρο της «Καθημερινής» αναφέροντας συγκεκριμένα:

«Ο σημερινός εισαγγελέας του Αρείου Πάγου –όπως εκτιμούν δικαστικές πηγές– κινήθηκε έγκαιρα και στη λογική της λαϊκής ρήσης “των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν”, φοβούμενος μήπως τα πράγματα κάποια στιγμή ξεφύγουν και επαναληφθεί ο Σεπτέμβριος του 2013, τότε που η δολοφονία του Παύλου Φύσσα συγκλόνισε κοινωνία και πολιτική».

Το συγκεκριμένο άρθρο, προσπαθεί να μας πείσει ότι η Δικαιοσύνη μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με τους νεοναζί, και είναι αποφασισμένη να προχωρήσει σε καταδικαστικές αποφάσεις. 

Ταυτόχρονα όμως, φανερώνει αυτό που φοβάται περισσότερο το κατεστημένο. Δηλαδή μια νέα έκρηξη του αντιφασιστικού κινήματος, σαν αυτή που είχε σημειωθεί μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα με αποκορύφωμα τη μεγαλειώδη συγκέντρωση έξω από το εφετείο στις 7 Οκτώβρη του 2020.

Η αλήθεια είναι πως η άρχουσα τάξη έχει πραγματικούς λόγους να ανησυχεί, καθώς η μεγαλειώδης συγκέντρωση της 7ης Οκτώβρη του 2020 έξω από το εφετείο, έδειξε ότι το κίνημα ακόμα και σε καιρούς κινηματικής άπνοιας, μπορεί να δώσει σημαντικούς αγώνες, μπορεί να κινητοποιήσει δεκάδες χιλιάδες.

Η υποκρισία του «τείχους της δημοκρατίας»

Την ίδια στιγμή γίνονται συστηματικές προσπάθειες για να χρεώσουν την εξάρθρωση της Χρυσής Αυγής ως νίκη της Δικαιοσύνης και της κυβέρνησης της ΝΔ. Ξεκινώντας με το αφήγημα ότι ο τότε υπουργός δημόσιας τάξης, Νίκος Δένδιας, μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα συνέθεσε το παζλ της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής μέσα από 32 δικογραφίες που αφορούσαν οργανωμένες επιθέσεις, και κινητοποίησε τους κρατικούς μηχανισμούς έτσι ώστε η Δικαιοσύνη να δράσει με αποτελεσματικό τρόπο. Όλα αυτά μάλιστα μας τα παρουσιάζουν ως ένα τρομερό δίδαγμα για την καταπολέμηση του φασισμού.

Η πραγματικότητα όμως απέχει κατά πολύ από αυτή την εικόνα. Διότι, ο Ν. Δένδιας «θυμήθηκε» τις αραχνιασμένες 32 υποθέσεις αφενός όταν είδε ότι τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής στις δημοσκοπήσεις έφταναν στο 15% και αφετέρου όταν είδε την έκρηξη του αντιφασιστικού κινήματος. 

Επίσης, οι κρυφές συνομιλίες του συμβούλου του Α. Σαμαρά, Τ. Μπαλτάκου, με τον Η. Κασιδιάρη δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Τον Απρίλη του 2014 βγήκε στο φως της δημοσιότητας βίντεο που έδειχνε τον Τ. Μπαλτάκο να συνομιλεί σε φιλικό τόνο με τον Η. Κασιδιάρη. Σε αυτές τις συνομιλίες ο Κασιδιάρης ζητούσε την παρέμβαση του Μπαλτάκου στον Σαμαρά για να σωθούν από τις διώξεις που ήρθαν μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, αποδεικνύοντας έτσι ότι η Χρυσή Αυγή είχε ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με υψηλόβαθμα στελέχη της τότε κυβέρνησης της ΝΔ. 

Η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να κρύψει αυτές τις συνδιαλλαγές και με τις όψιμες φραστικές καταδίκες έπαιξε το χαρτί του αντιφασισμού για να προσαρμοστεί με το ρεύμα που επικρατούσε προκειμένου να το αξιοποιήσει για δικό της πολιτικό όφελος.

Ποιοι έδωσαν την αποφασιστική μάχη για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής;

Είναι γεγονός, πως μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα  το αντιφασιστικό κίνημα αναπτύχθηκε με έναν εκρηκτικό τρόπο και συγκροτήθηκε πάνω σε μια νέα βάση, προκείμενου να απαντήσει στη φασιστική απειλή.

Προφανώς, από τότε μέχρι την ιστορική απόφαση της καταδίκης της Χρυσής Αυγής το αντιφασιστικό κίνημα πέρασε από σκαμπανεβάσματα, παρόλα αυτά υπήρχαν κομβικά σημεία στη διαρκή μάχη κατά του φασισμού όλα αυτά τα χρόνια. 

Αρχικά, δημιουργήθηκαν αντιφασιστικές επιτροπές και πρωτοβουλίες σε ολόκληρη τη χώρα, οι οποίες ανέπτυξαν πολύτιμες δράσεις προσπαθώντας από τη μια να βάλουν φρένο σε κάθε προσπάθεια των φασιστών να κερδίσουν ζωτικό χώρο και από την άλλη έδιναν την καθημερινή μάχη της ενημέρωσης στους διάφορους χώρους με υπομονή και επιμονή αποκαλύπτοντας τον εγκληματικό και ταυτόχρονα συστημικό τους ρόλο.

Η δημιουργία του Αντιφασιστικού Συντονισμού Αθήνας – Πειραιά, με τη συμμετοχή αντιφασιστικών επιτροπών, συλλογικοτήτων και οργανώσεων της Αριστεράς και ενός τμήματος του αντιεξουσιαστικού χώρου ήταν καθοριστική για τον αναγκαίο κοινό βηματισμό. 

Επίσης, τα τελευταία χρόνια το αντιφασιστικό κίνημα έχει καταφέρει να εμποδίσει τα σχέδια των νεοναζί της Χρυσής Αυγής να σπείρουν το εθνικιστικό μίσος και το ρατσισμό με αφορμή τα γεγονότα των Ιμίων του 1996, πραγματοποιώντας διεθνιστικές αντιφασιστικές συγκεντρώσεις. 

Εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στη δίκη της Χρυσής Αυγής έπαιξε και η Πολιτική Αγωγή, στην πραγματικότητα σαν κομμάτι του αντιφασιστικού κινήματος καθ’ όλη τη διάρκειά της, όπως και τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης που βρέθηκαν εκεί προκειμένου να μεταφέρουν έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου όσα συνέβαιναν επί 5,5 χρόνια. 

Αντίστοιχα αποφασιστικό ρόλο έπαιξε και η καμπάνια «Δεν είναι Αθώοι», η οποία οργάνωσε μια σειρά από πετυχημένες δράσεις και εκδηλώσεις, με το σύνθημά της καμπάνιας να έχει αναπτύξει μια τεράστια δυναμική με αποτέλεσμα να αναρτώνται πανό σε κάθε πιθανό και απίθανο μέρος της χώρας. Αποκορύφωμα ήταν η ανταπόκριση στο κάλεσμα της καμπάνιας την ημέρα που θα έβγαινε η απόφαση του δικαστηρίου, με δεκάδες καλέσματα σε δεκάδες πόλεις της χώρας αλλά και του εξωτερικού.

Αυτές είναι οι πιο σημαντικές στιγμές του αντιφασιστικού κινήματος, που συνέβαλαν με καθοριστικό τρόπο προκειμένου να χτιστεί λίγο – λίγο ένα πραγματικό αντιφασιστικό τοίχος απέναντι στη Χρυσή Αυγή και τους νεοναζί και να ασκηθεί μια ασφυκτική πίεση στις κορυφές.

Γι’ αυτούς τους λόγους, σύσσωμο το κατεστημένο πασχίζει να υποβαθμίσει το ρόλο που έπαιξε σε αυτές τις εξελίξεις το αντιφασιστικό κίνημα. Επιπλέον, η υποβάθμιση αυτή έχει να κάνει και με την αναγνώριση από την άρχουσα τάξη ότι ένα μεγάλο κομμάτι του κινήματος ταυτόχρονα με τη μάχη που δίνει ενάντια στους νεοναζί, στρέφει τα βέλη του και ενάντια στο σύστημα που όλα τα προηγούμενα χρόνια έστρωσε το έδαφος για την ανάπτυξη των νεοναζιστικών οργανώσεων. Η αντιφασιστική πάλη, με άλλα λόγια, ριζοσπαστικοποιεί και ενεργοποιεί γενικά την κοινωνία και ειδικά τη νέα γενιά. 

Καμία εμπιστοσύνη στην «ανεξάρτητη» Δικαιοσύνη

Επομένως, από την πλευρά του αντιφασιστικού κινήματος δεν μπορούμε να έχουμε καμία αυταπάτη ότι χωρίς αυτές τις πιέσεις η Δικαιοσύνη θα προχωρούσε στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής ή ότι στο μέλλον θα βάλει πραγματικό φρένο στην ανάπτυξη των φασιστών. 

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πρόταση της εισαγγελέως Οικονόμου ήταν η αθώωση όλων των Χρυσαυγιτών κατηγορούμενων, εκτός του Ρουπακιά, παρά τα συντριπτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης που αποδείκνυαν την εγκληματική δράση της νεοναζιστικής οργάνωσης. 

Επίσης, δεν πρέπει να έχουμε καμία αυταπάτη για την «τυφλή» δικαιοσύνη η οποία προσφέρει απλόχερα τις υπηρεσίες της στο κεφάλαιο και το πολιτικό του προσωπικό. Είναι το ίδιο όργανο που βγάζει παράνομη την απεργία των εκπαιδευτικών για την αξιολόγηση, μετά από τις πιέσεις που ασκεί η Υπουργός Παιδείας, Ν. Κεραμέως και την ίδια στιγμή αποδέχεται αιτήματα αποφυλάκισης που έχουν καταδικαστεί ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης. Πριν ακόμα καθαρογραφεί η απόφαση της δίκης, τον περασμένο Φλεβάρη το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών έκανε δεκτή την αίτηση αποφυλάκισης του Παπαβασιλείου, ενώ 3 μήνες αργότερα έγινε δεκτή και η αποφυλάκιση του Τσακανίκα. Και οι δυο είχαν καταδικαστεί με ποινή 6 ετών για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση και πρόκειται για πρωτοπαλίκαρα των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής. Οι λόγοι για τους οποίους έγιναν δεκτές οι αποφυλακίσεις έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι στις ποινές συμπεριλαμβάνεται το 18μηνο της προφυλάκισης, αλλά κυρίως είναι απόρροια των χαμηλών ποινών που επιβλήθηκαν σε μέλη που βρίσκονται ένα σκαλί πιο κάτω από τη διευθυντική ομάδα.

Ένας διαρκής αγώνας

Όλα τα πιο πάνω είναι τα πραγματικά διδάγματα της μάχης ενάντια στο φασισμό και αποτελούν μια σημαντική παρακαταθήκη για ολόκληρο το κίνημα, καθώς μπροστά μας έχουμε να δώσουμε κι άλλους αγώνες.

Έχουμε τονίσει επανειλημμένα, ότι με την καταδίκη της Χρυσής Αυγής δεν έχει τελειώσει και ο αγώνας ενάντια στο φασισμό. Εξάλλου, οι ακροδεξιές επιθέσεις στη Σταυρούπολη αποδεικνύουν την προσπάθεια ανασυγκρότησης στον χώρο της ακροδεξιάς. Επιπλέον, βρισκόμαστε μπροστά στην εκδίκαση της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής σε δεύτερου βαθμού (Εφετείο) που αναμένεται να ξεκινήσει το επόμενο διάστημα.

Οφείλουμε να συνεχίσουμε τον αγώνα με την ίδια ένταση προκειμένου να σηκώσουμε το πραγματικό αντιφασιστικό τείχος όχι μόνο απέναντι στους φασίστες, αλλά και απέναντι στους όψιμους αντιφασίστες που τόσα χρόνια κάνανε τα στραβά μάτια και που μέσα από τις δικές τους πολιτικές φτώχειας και εξαθλίωσης έδωσαν χώρο παρέμβασης στους νεοναζί ώστε να χτίσουν δυνάμεις και επιρροή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.