21.4.18

Απριλιανή ∆ικτατορία: µια ιστορική αναδροµή


Με αφορμή τη συμπλήρωση 51 χρόνων από τη στρατιωτική δικτατορία του 1967, δημοσιεύουμε παλιότερο άρθρο του συντρόφου Παναγιώτη Βογιατζή. Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στον 23ο τόμο του περιοδικού «Μαρξιστική Σκέψη».
Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη δικτατορία των συνταγματαρχών που επιβλήθηκε στις 21 Απριλίου του 1967. Πρόκειται για μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας, που τα κατάλοιπά της ακόμη και σήμερα κάνουν αισθητή την παρουσία τους σ’ αρκετές εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο κινούμαστε και ζούμε.
Αν και τα γεγονότα είναι ακόμη πρόσφατα αν τα υπολογίσουμε σε ιστορική κλίμακα, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστα, κυρίως στη νέα γενιά, και πλαισιώνονται από ένα πλήθος μύθων και ανακριβειών. Στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μια όσο γίνεται πιο αναλυτική περιγραφή τους και κυρίως να εξηγήσουμε το πώς φτάσαμε στη δικτατορία και το μέγεθος της καταστροφής που άφησε πίσω της.
Το εργατικό κίνημα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα

Η δεκαετία του ’50 βρήκε την Ελλάδα κατεστραμμένη από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο. Ωστόσο, όσο βαθιές ήταν οι καταστροφές που άφησαν πίσω τους οι πόλεμοι, άλλο τόσο γρήγορη ήταν η ανάκαμψη που ακολούθησε. Ξεκινώντας από ένα πολύ χαμηλό σημείο και υποστηριζόμενη από το σχέδιο Μάρσαλ των Αμερικανών (παρά την απίστευτη ρεμούλα που το συνόδευσε), η ελληνική οικονομία άρχισε ν’ αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς. Τεράστιες στρατιές εργατών, κυρίως οικοδόμων και εργαζομένων στη βιομηχανία, συγκεντρώνονται στις πόλεις και βοηθούν το εργατικό κίνημα να ξεπεράσει το σοκ της ήττας του στον εμφύλιο και να βάλει τις βάσεις για καινούριες μάχες και διεκδικήσεις. Άλλωστε, αυτή η οικονομική ανάπτυξη απέχει πάρα πολύ από την εικόνα της «χρυσής εποχής» του ελληνικού καπιταλισμού που κάποιοι θέλουν να ζωγραφίσουν για εκείνη την περίοδο, αφού συνοδεύεται από μια εκρηκτική αύξηση των ανισοτήτων και το ρήμαγμα της υπαίθρου από την αστυφιλία και την εξωτερική μετανάστευση, που ερημώνουν ολόκληρες περιοχές.

Την επαύριο του εμφυλίου τίποτε δεν έδειχνε ότι θα μπορούσε ν’ ανακόψει την πορεία της θριαμβεύουσας αντίδρασης. Εργατικά κόμματα και οργανώσεις στην παρανομία. Οι φυλακές και τα ξερονήσια γεμάτα. Ο χωροφύλακας είχε αναγορευτεί σε ανώτατο τοπικό άρχοντα. Ακόμα και η ανάγνωση της Αυγής ή έστω και κεντρώων εφημερίδων, ήταν μια πράξη που απαιτούσε μια ικανή ποσότητα θάρρους, ιδίως στα χωριά και τις μικρές πόλεις. Και φυσικά, για να πιάσεις την οποιαδήποτε δουλειά ήταν απαραίτητο το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Ακόμα και μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες όμως, ελάχιστος χρόνος απαιτήθηκε για να αρχίσει το εργατικό κίνημα να βγαίνει ξανά στο προσκήνιο, τόσο πολιτικά όσο και συνδικαλιστικά. Σπάνια στην παγκόσμια ιστορία μπορεί να βρεθεί ανάλογο παράδειγμα, πράγμα που δείχνει τη δύναμη και τις κοινωνικές ρίζες που απέκτησε η Αριστερά στην Ελλάδα κατά την περίοδο της εθνικής αντίστασης και του εμφύλιου.

Πολιτικά, η Αριστερά βρήκε την έκφρασή της στην ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά), που ιδρύθηκε το 1951, σαν συνασπισμός μικρών αριστερών κομμάτων που εξακολουθούσαν να είναι νόμιμα εκείνη την περίοδο. Βέβαια, ο βασικός της κορμός σχηματίστηκε από μέλη του ΚΚΕ, που βρισκόταν εκτός νόμου από το 1947. Το 1956 η ΕΔΑ μετατρέπεται σε ενιαίο κόμμα και το 1958 το ΚΚΕ αποφασίζει να διαλύσει όλες τις παράνομες οργανώσεις του και να στείλει όλα τα στελέχη και τα μέλη του να δουλέψουν μέσα σ’ αυτήν.

Η άνοδος του εργατικού κινήματος αντανακλάται στη ραγδαία αύξηση των απεργιών, ήδη από τις αρχές του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’50. Από το 1956 ως το 1958, ο αριθμός των απεργών τριπλασιάζεται σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο και φτάνει συνολικά το 1,1 εκατομμύρια εργάτες. Την ίδια εποχή κάνει την εμφάνισή του και το φοιτητικό κίνημα, καθώς η ανώτατη εκπαίδευση έχει αρχίσει να μαζικοποιείται. Αυτή η άνοδος γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή στο πολιτικό πεδίο: Στις εκλογές του 1958 η CIA, που παίζει έναν εξαιρετικά ενεργό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της εποχής, σχεδιάζει ένα εκλογικό σύστημα ειδικά φτιαγμένο για να εμφανίσει μειωμένη τη δύναμη της Αριστεράς, αφού τα αστυνομικά μέτρα δεν έχουν τα επιθυμητά γι’ αυτούς αποτελέσματα. Υπολογίζουν να δώσουν σχεδόν όλες τις βουλευτικές έδρες στα δυο μεγαλύτερα κόμματα, τη δεξιά ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις) του Καραμανλή και τον κεντρώο συνασπισμό, ωστόσο τα σχέδιά τους γίνονται μπούμερανγκ. Η ΕΡΕ βγαίνει μεν πρώτο κόμμα, αλλά η ΕΔΑ, με 24,4% των ψήφων, ανακηρύσσεται αξιωματική αντιπολίτευση κι εκλέγει 79 βουλευτές.

Σ’ αυτή την άνοδο του εργατικού κινήματος, η αντίδραση απαντά όχι με κάποιες περιορισμένες έστω παροχές, αλλά με ακόμη μεγαλύτερη σκλήρυνση της στάσης της. Αποφασίζει να δώσει την πλήρη υποστήριξή της στην ΕΡΕ και όχι στην Ένωση Κέντρου (ΕΚ) του Γ. Παπανδρέου, παρότι κι αυτή ήταν ένα καθαρά αστικό κόμμα που το πρόγραμμά της δεν είχε και μεγάλες διαφορές με τη δεξιά. Οι λόγοι αυτής της επιλογής ήταν δύο. Οι συνθήκες του ψυχρού πολέμου που επικρατούσαν διεθνώς απαιτούσαν μια «διπλά σίγουρη» για τους Αμερικανούς κυβέρνηση στην Ελλάδα, μια κυβέρνηση που δεν θα συνεργαζόταν ποτέ με την Αριστερά, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, και δεν θα έβαζε σε κίνδυνο τα στρατηγικά τους σχέδια στην περιοχή. Το κυριότερο όμως ήταν ο ίδιος ο χαρακτήρας του ελληνικού καπιταλισμού που στηριζόταν για την ανάπτυξή του αποκλειστικά στο φτηνό εργατικό δυναμικό και δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει την παραμικρή παραχώρηση στους εργαζόμενους, αφού θα έχανε έτσι το όποιο συγκριτικό του πλεονέκτημα σε σχέση με τις υπόλοιπες καπιταλιστικές ευρωπαϊκές χώρες.
Πολιτική αντίδραση και εργατική αντίσταση

Οι εκλογές του 1961 έμειναν στην ιστορία σαν «εκλογές βίας και νοθείας», παρά το γεγονός ότι καμιά εκλογική αναμέτρηση εκείνης της περιόδου δεν έγινε κάτω από πραγματικά δημοκρατικές συνθήκες. Το Παλάτι και ολόκληρος ο μηχανισμός του κράτους και του παρακράτους τέθηκαν στη διάθεση του Καραμανλή. Η τρομοκρατία ξεπέρασε κάθε προηγούμενο. Έτσι το σχέδιο, δηλαδή η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ, επιτεύχθηκε σε αρκετό βαθμό, αλλά για τους αστούς αυτή ήταν μια πύρρεια νίκη.

Το μέγεθος του καλπονοθευτικού οργίου ήταν τόσο μεγάλο, που ο Γ. Παπανδρέου, αυτός ο αστός πολιτικός, ο σφαγέας του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ τον Δεκέμβρη του ’44, αναγκάστηκε να μην αναγνωρίσει το αποτέλεσμα και να καλέσει το λαό «…σε άμυνα εναντίον των ενόπλων και αόπλων που του στερούν το δικαίωμα να εκφράσει ελεύθερα τη γνώμη του». Έτσι, το καθαρά αστικό κόμμα της ΕΚ, γεννημένο μέσα στο παλιρροιακό κύμα της ανόδου των εργατικών αγώνων, γίνεται, σε μεγάλο βαθμό άθελά του, φορέας της παραπέρα ριζοσπαστικοποίησης των μαζών. Καθώς οι παρακρατικοί αποθρασύνονται, φτάνοντας το Μάη του 1963 να δολοφονήσουν στη Θεσσαλονίκη τον συνεργαζόμενο με την ΕΔΑ βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη, η ΕΚ σπρώχνεται από τη δυναμική των πραγμάτων πιο αριστερά.



Πολιτικοί και συνδικαλιστικοί αγώνες πηγαίνουν χέρι χέρι σ’ ολόκληρη αυτή την περίοδο. Παρά το γεγονός ότι η ΓΣΕΕ ελέγχεται πλήρως από την κυβέρνηση, παρά την ύπαρξη του «Συνδικαλιστικού» της Ασφάλειας, που γεμίζει κάθε εργασιακό χώρο με χαφιέδες, η Αριστερά αρχίζει σταδιακά ν’ αναλαμβάνει την ηγεσία των αγώνων, ήδη πριν από το 1960. Οι Συνεργαζόμενες Εργατικές Οργανώσεις, που είναι το εναλλακτικό κέντρο απέναντι στην εργοδοτική ΓΣΕΕ, έχουν 35 σωματεία μέλη όταν ιδρύονται το ’62, φτάνουν τα 115 τον Απρίλη του ’64 και τα 315 στο τέλος της χρονιάς. Χρόνο με το χρόνο οι απεργίες πολλαπλασιάζονται, για να φτάσουν στο αποκορύφωμα του 1966, με 1,6 εκατομμύρια απεργούς. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι πληθαίνουν οι απεργίες κι οι διαδηλώσεις που βάζουν πολιτικά αιτήματα, ξεκινώντας από τις βασικές δημοκρατικές ελευθερίες και φτάνοντας μέχρι την κατάργηση της μοναρχίας. Σ’ αυτό το τελευταίο όμως δεν θα βρουν πουθενά υποστήριξη…
Προς την Αποστασία

Αντιμέτωπος με τη λαϊκή οργή που φούντωνε καθημερινά, ο Καραμανλής αναγκάζεται να κάνει εκλογές το 1963, τις οποίες χάνει παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες των αστών. Ο μετέπειτα «Εθνάρχης» το σκάει στο Παρίσι με το όνομα Τριανταφυλλίδης στο πλαστό διαβατήριό του. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί την οριστική απόδειξη για το κίνημα πως έχει τις δυνάμεις να πετύχει πολύ περισσότερα… Μια και η ΕΚ δεν πετυχαίνει αυτοδυναμία, οι εκλογές επαναλαμβάνονται τον Φλεβάρη του 1964 και δίνουν στον Παπανδρέου μια συντριπτική νίκη με 52,7%. Καθώς όμως το κίνημα φτάνει στο ζενίθ των προσπαθειών του, αποκαλύπτονται και τα όρια της ηγεσίας του. Ούτε η ΕΚ ούτε η ΕΔΑ τολμούν να θίξουν το θεσμό της μοναρχίας και να ζητήσουν δημοψήφισμα. Το Παλάτι κι ο στρατός αντίθετα σκληραίνουν ολοένα τη στάση τους, κατανοώντας πλήρως την αδυναμία των αντιπάλων τους. Το καλοκαίρι του 1965 είναι πια σε όλους φανερό πως τα πράγματα οδηγούνται σε ρήξη. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, ενάντια σε κάθε συνταγματική νομιμότητα, επιμένει να ορίσει υπουργό Άμυνας πιστό στον ίδιο, παρότι κάτι τέτοιο αποτελούσε αποκλειστική αρμοδιότητα του πρωθυπουργού. Στις 15 του Ιούλη αποπέμπει τον Γ. Παπανδρέου και ορκίζει μια κυβέρνηση αποστατών βουλευτών της ΕΚ που συνεργάζονται με την ΕΡΕ. Η βάση γι’ αυτή την αποστασία πρέπει ν’ αναζητηθεί στην ανοιχτή δωροδοκία δεκάδων βουλευτών με τεράστια ποσά, αλλά και στο φόβο μιας μερίδας της ΕΚ μπροστά στην έκρυθμη πολιτική κατάσταση που γι’ αυτούς αντιπροσώπευε τον χειρότερο εφιάλτη τους: τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Ανοίγει έτσι μια περίοδος τριών περίπου μηνών με τον λαό να διαδηλώνει μέρα νύχτα, σχεδόν σε καθημερινή βάση. Τότε δημιουργείται το κίνημα του 1-1-4, που ήταν μια αναφορά στο άρθρο 114 του Συντάγματος: «Η τήρησις του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», που αντιπροσώπευε το αίσθημα του λαού για δημοκρατία, ενάντια στις παρεμβάσεις του Παλατιού.



Σε μια Αθήνα των 2,5 εκατομμυρίων κατοίκων η αποπομπή του Παπανδρέου οδηγεί αυθόρμητα 1 εκ. διαδηλωτές στους δρόμους. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία είναι καθημερινές, οι τραυματίες εκατοντάδες. Στο διάστημα των 40 ημερών από το μοναρχικό πραξικόπημα καταγράφηκαν 400 συγκεντρώσεις σ’ ανοιχτό χώρο. Η Βουλή ήταν κάθε μέρα αποκλεισμένη. Τέτοιος ρυθμός κινητοποιήσεων δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική και ίσως και στην παγκόσμια ιστορία. O κόσμος που ξεχύθηκε στους δρόμους, που οργάνωσε τη μεγάλη γενική απεργία της 27ης του Ιούλη και συγκρούστηκε για βδομάδες με την αστυνομία, είχε μια δυναμική πολύ ριζοσπαστικότερη από τους στόχους της EK. Tα συνθήματα για «Δημοψήφισμα», «η Aυλή να μαντρωθεί», έβαζαν στο στόχαστρο τον ίδιο το θεσμό της μοναρχίας, και ουσιαστικά όλο το πολιτικό οικοδόμημα στο οποίο στηριζόταν η άρχουσα τάξη. Aλλά η ηγεσία του κινήματος ήταν πολύ πιο πίσω από αυτή τη δυναμική. Μια στοιχειωδώς υπεύθυνη ηγεσία, με οδηγό τα βασικά δημοκρατικά συνθήματα που είχαν υιοθετηθεί από ολόκληρη σχεδόν την κοινωνία, θα μπορούσε να πάρει την εξουσία και να προχωρήσει σε ριζοσπαστικά και σοσιαλιστικά μέτρα, την κατάργηση των αποικιακών συμβάσεων με το ξένο κεφάλαιο, την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας.

Όμως η EΔA σ’ όλη αυτή την περίοδο ποτέ δεν έβαλε το ζήτημα της Mοναρχίας, προσπάθησε μάλιστα να καταπνίξει αυτά τα συνθήματα. Έτσι άφησε ανοιχτό το δρόμο στην ηγεσία της EK και τον Παπανδρέου ώστε να προχωρήσουν σε ένα συμβιβασμό με τα ανάκτορα και την ΕΡΕ. Ακόμα και στις αρχές του 1966, όταν αυτός ο συμβιβασμός είχε πια αποκρυσταλλωθεί, η ηγεσία της ΕΔΑ παρουσίασε μια πρόταση 5 σημείων «για έξοδο από την κρίση». Το 4ο σημείο δεν άφηνε περιθώρια γι’ αμφιβολίες, για τα όρια μέσα στα οποία η ΕΔΑ προσπαθούσε να περιορίσει το κίνημα: «Κανένα κόμμα δεν θα θέσει πολιτειακό ζήτημα»! Λες και υπήρχε περίπτωση να τεθεί θέμα μοναρχίας από οποιοδήποτε άλλο κόμμα εκτός από την ίδια! Τελικά, στις 17 Σεπτέμβρη, η τρίτη κυβέρνηση των αποστατών –του Στ. Στεφανόπουλου– κατάφερε να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Tο κίνημα έφτασε στα πρόθυρα της νίκης, αλλά η συμβιβαστική πολιτική της ηγεσίας τού τη στέρησε.

Τα γεγονότα του ’65 απέδειξαν για μια ακόμη φορά πως στους ταξικούς αγώνες δεν μπορεί να υπάρχει μακροπρόθεσμα ισοπαλία. Ένα κίνημα που δεν οδηγείται στη νίκη, είναι καταδικασμένο στην ήττα. Το ελληνικό εργατικό κίνημα ξεκίνησε την προσπάθειά του απ’ το 1958 και για σχεδόν μια δεκαετία συνέχισε να δίνει σκληρές μάχες ξοδεύοντας τεράστια ποσά ενέργειας και χωρίς να έχει μια συγκεκριμένη προοπτική. Αναπόφευκτα κάποια στιγμή έρχεται η κούραση. Πάνω σ’ αυτή την κούραση πάτησαν οι αστοί για να μεθοδεύσουν το πραξικόπημα του 1967.

Η ηρεμία που ακολούθησε τη λήξη της πολιτειακής κρίσης ήταν μόνο φαινομενική. Το κίνημα, κουρασμένο από τις συνεχείς κινητοποιήσεις αλλά κυρίως από την έλλειψη ενός συγκεκριμένου στόχου και προοπτικής, βρέθηκε σε μια φάση υποχώρησης ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πιστά όπως πάντα στη «νομιμότητα», απέφευγαν να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους, έχοντας εναποθέσει όλες τους τις ελπίδες στις εκλογές που είχαν προκηρυχθεί για το Μάιο του 1967. Στο στρατόπεδο της αντίδρασης όμως την ίδια στιγμή επικρατούσε αναβρασμός. Παλάτι, αστική τάξη και Αμερικάνοι καταλάβαιναν ότι είχαν στα χέρια τους μια ευκαιρία που δεν έπρεπε να την αφήσουν να πάει χαμένη. Η αντίδραση κατανοούσε πολύ καλά ότι δεν ήταν δυνατό να επανέλθει η χώρα σε μια μακρά περίοδο σταθερότητας, τη στιγμή που κανένα από τα προβλήματα που είχαν οδηγήσει στο ξέσπασμα του κινήματος δεν είχε βρει τη λύση του. Αργά ή γρήγορα (και μάλλον γρήγορα, αν αναλογιστούμε τη δυναμική που είχε δημιουργηθεί), το κίνημα θα κατάφερνε να ανασυγκροτηθεί και να ξαναβγεί στους δρόμους, αυτή τη φορά μάλιστα έχοντας και πολύ λιγότερες αυταπάτες για την «ηγεσία» του. Έτσι, αποφάσισαν να χτυπήσουν. Και είναι χαρακτηριστικό ότι όχι ένα αλλά δύο πραξικοπήματα είχαν προγραμματιστεί, πριν τις εκλογές. Οι άνθρωποι ήθελαν να είναι διπλά σίγουροι!
Πραξικόπημα και αντίσταση

Ο στρατός –και πολύ περισσότερο τα ηγετικά του κλιμάκια– βρίσκεται πάντα στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης. Αυτό ίσχυε πολύ πιο έντονα στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’60. Με πρόσχημα τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» είχε μετατραπεί σ’ ένα άβουλο όργανο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και των θεσμών που αυτός υποστήριζε στο εσωτερικό της χώρας. Το μοναδικό ανάχωμα στις επιδιώξεις του δεν ήταν άλλο από το ζωντανό εργατικό κίνημα, που μπορούσε να περιφρουρήσει τις όποιες δημοκρατικές ελευθερίες με τις οργανώσεις του και τους συνεχείς του αγώνες. Αλλά στα 1967 το ανάχωμα αυτό είχε όπως είδαμε εξασθενήσει σημαντικά. Έτσι, το πραξικόπημα δεν παρουσίασε καμιά ιδιαίτερη πρακτική δυσκολία.

100 άρματα μάχης κινητοποιήθηκαν τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου, και ήταν αρκετά για να καταλάβουν χωρίς καμιά αντίδραση όλα τα ζωτικά σημεία της πρωτεύουσας.



Όλοι οι ηγέτες της αντιπολίτευσης πιάστηκαν στον ύπνο. Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, αφού συνελήφθησαν φορώντας τις πυτζάμες τους… Ενώ τα σημάδια για κίνηση του στρατού πλήθαιναν για μήνες πριν, κανείς δεν είχε επεξεργαστεί ένα στοιχειώδες σχέδιο αντίδρασης. Ο σκοπός κάθε δικτατορίας είναι να εδραιώσει ένα κλίμα «παγώματος» της κοινωνίας, διαλύοντας κάθε πιθανή εστία αντίστασης και επιβάλλοντας ένα διαρκές κλίμα τρομοκρατίας. Αυτό έκαναν και οι πραξικοπηματίες, που με 7500 συλλήψεις μέσα στις πρώτες κιόλας μέρες κατάφεραν να τσακίσουν τη ραχοκοκαλιά του εργατικού κινήματος. Ήταν λοιπόν αναπόφευκτο να ακολουθήσει μια μακρά περίοδος κατά την οποία ήταν σχεδόν αδύνατη κάθε μαζική προσπάθεια αντίδρασης.

Ωστόσο είναι μύθος η άποψη πως πέρασαν 7 χρόνια κατά τα οποία η μόνη αντίσταση ήταν μικρές μεμονωμένες ομάδες που με βομβιστικές κυρίως επιθέσεις προσπαθούσαν να κάνουν αισθητή την αντίθεσή τους προς το καθεστώς. Την πρώτη κιόλας μέρα στα Γιάννενα και το Ηράκλειο ξέσπασαν κινητοποιήσεις, χωρίς καμιά απολύτως κεντρική καθοδήγηση, με τη συμμετοχή κυρίως φοιτητών. Ακολούθησαν δεκάδες περιπτώσεις μαζικών διαμαρτυριών και συγκρούσεων με τα σώματα ασφαλείας. Όποτε δινόταν η ευκαιρία, τις περισσότερες φορές εντελώς αυθόρμητα, ξεσπούσαν μεγάλες διαδηλώσεις παρά το ασφυκτικό κλίμα τρόμου που επικρατούσε. Χαρακτηριστικές είναι οι διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων στις κηδείες του Γ. Παπανδρέου το 1968 και του Γ. Σεφέρη το 1971.

Μια άλλη ηρωική αλλά σχεδόν άγνωστη πτυχή της αντίστασης κατά της χούντας ήταν οι κινητοποιήσεις των κατοίκων ολόκληρων περιοχών στην επαρχία, τις περισσότερες φορές ενάντια στα σχέδια του καθεστώτος για απαλλοτριώσεις γης ή για τη δημιουργία σκανδαλωδώς ανθυγιεινών βιομηχανικών μονάδων σε κατοικημένες περιοχές, που οφείλονταν στο πλήρες ξεπούλημα του καθεστώτος στο μεγάλο κεφάλαιο (για το οποίο θα μιλήσουμε και παρακάτω). Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε τις περιπτώσεις της Ελευθερούπολης στην Καβάλα, ενάντια στη δημιουργία ορυχείων σε κατοικημένες περιοχές, στους Αγ. Θεοδώρους, την Ελευσίνα και τον Σκαραμαγκά για να σταματήσουν τη δημιουργία ρυπογόνων μονάδων δίπλα στα σπίτια τους, τα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων ενάντια στον αναδασμό της γης και βέβαια τα Μέγαρα, όπου οι κάτοικοι έδωσαν επί δυο χρόνια αγώνες κατά των σχεδίων κατασκευής εργοστασίων των ομίλων Ωνάση, Νιάρχου και Ανδρεάδη, προχώρησαν σε γενική απεργία στην πόλη τους το 1973 και συντάχθηκαν ανοιχτά στο πλευρό των εξεγερμένων φοιτητών στο Πολυτεχνείο.

Βέβαια, η κορυφαία στιγμή της αντίστασης ήταν το Πολυτεχνείο. Αλλά δεν επρόκειτο για «κεραυνό εν αιθρία», αφού όλη την προηγούμενη χρονιά οι φοιτητικές κινητοποιήσεις αυξάνονταν μέρα με τη μέρα και αποκτούσαν ολοένα και πιο προχωρημένα χαρακτηριστικά και αιτήματα. Αυτό, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη δυσαρέσκεια και την ένταση των προσπαθειών των αντιστασιακών ομάδων και της Αριστεράς που άρχιζε σιγά σιγά να ξαναοργανώνεται, έκαναν φανερό ότι οι μέρες του καθεστώτος ήταν πλέον μετρημένες. Η χαριστική βολή για τη χούντα δόθηκε τελικά από τα γεγονότα της Κύπρου.

Εκεί, η προσπάθεια του Ιωαννίδη (που είχε πάρει τα ηνία του καθεστώτος από τον Παπαδόπουλο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου) να ανατρέψει τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση του Μακάριου έδωσε την αφορμή που περίμενε η Τουρκία για να εισβάλει στο νησί. Κηρύχθηκε γενική επιστράτευση και γι’ αρκετές μέρες ο πόλεμος με την Τουρκία φαινόταν αναπόφευκτος. Και είναι χαρακτηριστικό για την πλήρη σήψη του καθεστώτος το γεγονός ότι είχε διαλύσει ακόμη και το στράτευμα, την πηγή δηλαδή της ίδιας της δύναμής του. Όλοι οι επίστρατοι εκείνης της εποχής έχουν να θυμηθούν ιστορίες που θα ήταν για γέλια αν δεν ήταν για κλάματα… Η λαϊκή οργή έφτασε πλέον στο απροχώρητο και οι στρατιωτικοί αναγκάστηκαν να παραιτηθούν άρον άρον και να καλέσουν τον Καραμανλή για να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής ενότητας, ένα σχέδιο το οποίο έτσι κι αλλιώς συζητιόταν αρκετό καιρό πριν. Έτσι, ένα μαύρο κεφάλαιο για την ιστορία της Ελλάδας έκλεισε, χωρίς να κλείσουν όμως και οι πληγές που άφησε πίσω του.
Οι επιπτώσεις της επταετίας

Μια αρκετά διαδεδομένη άποψη για την περίοδο της δικτατορίας είναι πως ναι μεν επρόκειτο για ένα ανελεύθερο καθεστώς, με φυλακίσεις, βασανισμούς και εξορίες όσων –πραγματικά ή φανταστικά– αποτελούσαν κίνδυνο για τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, αλλά στον τομέα της ευημερίας και της οικονομικής ανάπτυξης τα πράγματα πήγαιναν απ’ το καλό στο καλύτερο. Αυτό είναι ένα χονδροειδές ψέμα. Η δικτατορία ευτύχησε να πετύχει μια εξαιρετικά ευνοϊκή οικονομική συγκυρία, αφού τα χρόνια μέχρι το 1973 ήταν χρόνια μεγάλης ανάπτυξης διεθνώς. Αλλά η ανάπτυξη αυτή για την Ελλάδα σήμαινε κυρίως μια άνευ προηγουμένου μεταφορά πλούτου προς τις μεγάλες επιχειρήσεις κι ένα εντελώς σαθρό μοντέλο ανάπτυξης.



Δεκάδες εργοστάσια φτιάχτηκαν χωρίς κανένα περιβαλλοντολογικό περιορισμό κι ολόκληρες περιοχές (Δ. Αττική, Δ. Μακεδονία, Καβάλα κλπ) καταδικάστηκαν στην υποβάθμιση και στον αργό θάνατο των κατοίκων τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι «επενδύσεις» αυτές έγιναν κυρίως με χρηματοδότηση του κράτους με δανεικά κι αγύριστα (τότε ξεκίνησε ουσιαστικά η φάμπρικα της μεταφοράς κεφαλαίων στο εξωτερικό), και μάλιστα με ποσά που έφταναν μέχρι και το 90% της συνολικής επένδυσης! Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι αμέσως μετά τη μεταπολίτευση τα κανόνια άρχισαν να σκάνε το ένα μετά το άλλο, οδηγώντας σε μια ολόκληρη γενιά των περιβόητων «προβληματικών επιχειρήσεων», που φορτώθηκαν στις πλάτες της εθνικής οικονομίας. Σε αντιδιαστολή βεβαίως με τους ιδιοκτήτες τους, που συνέχισαν να τρώνε με χρυσά κουτάλια…

Ο άλλος πυλώνας της χουντικής οικονομίας ήταν φυσικά η οικοδομή, όπου συντελέστηκαν παρόμοια εγκλήματα, άσχετα αν αυτά είχαν ξεκινήσει ήδη από την δεκαετία του ’50. Προσφέροντας τεράστιες φοροαπαλλαγές στους εργολάβους και σχεδόν διπλασιάζοντας τους οικοδομικούς συντελεστές σ’ όλες τις πόλεις με πληθυσμό πάνω από 5000 κατοίκους, η δικτατορία είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για το χάλι που παρουσιάζουν οι πόλεις σήμερα.

Εκτός από τις πιο πάνω φανερές και μετρήσιμες επιπτώσεις, τεράστια ήταν η καταστροφή και σ’ ένα πιο αφηρημένο αλλά εξίσου σπουδαίο επίπεδο. Στον τομέα των επιστημών και της τεχνολογίας, η Ελλάδα έχασε οριστικά το τραίνο, αφού την ίδια στιγμή που ο υπόλοιπος ανεπτυγμένος κόσμος προχωρούσε με άλματα, εδώ είχε αναγορευτεί υπέρτατος άρχων ο δεσπότης κι ο χωροφύλακας.
O ξένος παράγοντας

Καμιά ανάλυση της δικτατορίας της 21ης Απριλίου και των γεγονότων που οδήγησαν σ’ αυτή δεν μπορεί να είναι πλήρης, χωρίς την αναφορά στο ρόλο που έπαιξε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός. Η δεκαετία του ’60 αποτελεί το απόγειο της όξυνσης του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στη Δύση και το μπλοκ του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η Ελλάδα είχε τελεσίδικα παραχωρηθεί στη σφαίρα επιρροής της Δύσης, ήδη από τις συμφωνίες της Μόσχας και της Γιάλτας, την περίοδο του 2ου παγκόσμιου πολέμου. Από τότε, ο ρόλος των Αμερικάνων στις υποθέσεις της χώρας ήταν κάτι παραπάνω από αποφασιστικός. Οι Αμερικάνοι ζητούσαν στην Ελλάδα μια «διπλά σίγουρη» κυβέρνηση, ώστε να μπορούν ανενόχλητοι να εφαρμόζουν τα σχέδιά τους στην ευρύτερη περιοχή, οπότε ακόμη και η αστική Ένωση Κέντρου ήταν γι αυτούς πηγή ανωμαλίας και κινδύνων. Έτσι, σ’ ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο επέβαλλαν τις πιο αντιδραστικές κυβερνήσεις και προσπαθούσαν να μπλοκάρουν οποιαδήποτε προσπάθεια εκδημοκρατισμού της χώρας.

Δική τους επιλογή υπήρξε η επιβολή του Καραμανλή ως πρωθυπουργού στα μέσα της δεκαετίας του ’50, οι εκλογικοί νόμοι που απαγόρευαν στην Αριστερά να παίξει σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας, το σχέδιο «Περικλής» που οδήγησε στις πιο νοθευμένες εκλογές της μεταπολεμικής ιστορίας το 1961, όπως και η δημιουργία πλήθους παραστρατιωτικών οργανώσεων που δρούσαν μέσα στο στράτευμα με σκοπό την ολοκληρωτική του χαλιναγώγηση, με κυριότερο τον περιβόητο «ΙΔΕΑ», μέλη του οποίου φυσικά υπήρξαν και όλοι οι βασικοί συντελεστές της χούντας. Και είναι χαρακτηριστικό ότι και τεχνικά, το πραξικόπημα στηρίχτηκε ολοκληρωτικά στο σχέδιο «Προμηθεύς», ένα Νατοϊκό σενάριο το οποίο τυπικά προέβλεπε την κατάληψη της εξουσίας από το στρατό σε περίπτωση εισβολής ρωσικών στρατευμάτων και κομμουνιστικής εξέγερσης, στην πραγματικότητα όμως έμελλε να χρησιμοποιηθεί για την καταστολή του εργατικού κινήματος.
Η πολιτική και θεωρητική τύφλωση της Αριστεράς

Στο χώρο της Αριστεράς, οι ευθύνες για αυτή την τραγική εξέλιξη δεν πρέπει να αναζητηθούν στις προσωπικές αδυναμίες του ενός ή του άλλου κόμματος ή στελέχους. Το ΚΚΕ το 1965 δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επαναλάβει τις ίδιες θέσεις και τα ίδια λάθη που το συνοδεύουν και το χαρακτηρίζουν από τη στιγμή που απεμπόλησε τις επαναστατικές ιδέες του μαρξισμού, για να καταφεύγει με κάθε ευκαιρία στις συμμαχίες με τα «προοδευτικά τμήματα της αστικής τάξης», από τη στιγμή δηλαδή που έγινε έρμαιο των «ιδεών» του Στάλιν και του Ζαχαριάδη. Έμεινε έτσι πιστό στα ίδια λάθη που έκανε τόσο το 1936 όσο και το 1944-46. Είναι πολύ αποκαλυπτική η «αυτοκριτική» του ΚΚΕ γι’ αυτά τα γεγονότα, από την απόφαση του 9ου συνεδρίου, του 1974: «Τα λάθη που έγιναν την περίοδο 1961-67, συνδέονται με ορισμένες θέσεις του 8ου συνεδρίου, στις οποίες στηρίχθηκε η δράση του κόμματος. Ενώ το πρόγραμμα καθόριζε σωστά το χαρακτήρα της επανάστασης, χαρακτήριζε τη μη μονοπωλιακή αστική τάξη σαν «εθνική αστική τάξη» και τη συμπεριλάμβανε στις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης, (η υπογράμμιση δική μας) έκανε μια μηχανιστική μεταφορά στη χώρα μας του ρόλου που παίζει η εθνική αστική τάξη σε άλλες χώρες. Αυτό το λάθος οδήγησε σε οπορτουνιστικές διαστρεβλώσεις και σε πολιτική ουράς με την Ένωση Κέντρου. Το Πρόγραμμα καθόριζε επίσης λαθεμένα ότι η επανάσταση θα γινόταν κυρίως με τον ειρηνικό δρόμο, πράγμα που έτρεφε τη νομιμότητα…»

Η απόφαση αυτή, μαζί μ’ ολόκληρη τη βαμμένη με αίμα ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, επιβεβαιώνουν με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο πως η πλήρης και γνήσια λύση των δημοκρατικών καθηκόντων στις χώρες με καθυστερημένη αστική ανάπτυξη, της πραγματοποίησης της δημοκρατίας και της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης, μπορεί να επιτευχθεί μόνο διαμέσου της εργατικής δημοκρατίας, με την εργατική τάξη να μπαίνει επικεφαλής ολόκληρου του έθνους και των καταπιεζόμενων στρωμάτων.

Η ελληνική αστική τάξη βρέθηκε από την πρώτη στιγμή της γέννησής της σταθερά δεμένη με τα τζάκια και το Παλάτι. Η αδυναμία της να λύσει αυτούς τους δεσμούς, να δημιουργήσει μια ισχυρή οικονομία, να παραχωρήσει τις βασικές δημοκρατικές ελευθερίες και να σπάσει την εξάρτησή της από τους ιμπεριαλιστές, οδήγησε ξανά και ξανά την εργατική τάξη στο να τεθεί πρωτοπορία στους αγώνες. Και μόνο η θεωρητική τύφλωση των ηγετών της δεν επέτρεψε σ’ αυτούς τους αγώνες να έχουν νικηφόρα κατάληξη και οδήγησε στον γύψο της επταετίας, έναν γύψο που ακόμα αφήνει αισθητά τα σημάδια του πάνω στην ελληνική κοινωνία.
Xρονολογικός πίνακας

1949:Τερματισμός του εμφύλιου πολέμου.
1951: Δημιουργία της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), νόμιμου κόμματος της Αριστεράς.
1958: Η ΕΔΑ με 24,4% και 79 βουλευτές, αναδείχνεται αξιωματική αντιπολίτευση.
1961: Εκλογές βίας και νοθείας από τη δεξιά Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση (ΕΡΕ) του Κ. Καραμανλή, για ν’ αποφευχθεί νέα επιτυχία της Αριστεράς.
1963: 22/5: Δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη.
3/11: Εκλογική νίκη της Ένωσης Κέντρου (ΕΚ) του Γ. Παπανδρέου, χωρίς ν’ αποκτήσει αυτοδυναμία. Ο Καραμανλής το σκάει στο Παρίσι.
1964: 16/2: Νέες εκλογές, θρίαμβος της ΕΚ (52,7%).
1965: 15/7: Αντισυνταγματική αποπομπή του Γ. Παπανδρέου από το παλάτι. Ξεκινά η περίοδος της Αποστασίας.
21/7: Δολοφονείται, στη διάρκεια διαδήλωσης στην Αθήνα, ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας. Η αστυνομία θα προσπαθήσει να εμφανίσει το θάνατό του ως αποτέλεσμα ασφυξίας από δακρυγόνα, η πραγματική αιτία όμως ήταν πιθανότατα ο στραγγαλισμός του από αστυνομικούς.
Σεπτέμβρης: Μετά από δυο αποτυχημένες προσπάθειες (Αθανασιάδης-Νόβας και Τσιριμώκος), η κυβέρνηση των αποστατών παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης με πρωθυπουργό τον Στ. Στεφανόπουλο.
1967: 21/4: Το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών προλαβαίνει αυτό των Στρατηγών και του βασιλιά που είχε οριστεί για λίγες μέρες αργότερα.
13/12: Προσπάθεια – οπερέτα του βασιλιά για αντικατάσταση των Συνταγματαρχών με «δικούς του» αξιωματικούς. Το κίνημα καταπνίγεται αμέσως κι ο βασιλιάς καταφεύγει στο εξωτερικό.
1968: 28/2: Ίδρυση του ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα), στη Σουηδία, από τον Α. Παπανδρέου, που εξελίχθηκε στη σημαντικότερη αντιδικτατορική οργάνωση.
13/8: Αποτυχημένη βομβιστική επίθεση κατά του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη. Ο Παναγούλης καταδικάζεται σε θάνατο αλλά η ποινή δεν εκτελείται λόγω ενός τεράστιου κινήματος συμπαράστασης στο εξωτερικό.
3/11: Η κηδεία του Γ. Παπανδρέου, αφορμή για την πρώτη μαζική διαδήλωση κατά της χούντας.
1970: 19/9: Αυτοπυρπόληση του φοιτητή Κώστα Γεωργάκη στη Γένοβα, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στήριξη της χούντας από τις δυτικές χώρες.
1971: 22/9: Νέα διαδήλωση κατά της δικτατορίας, στην κηδεία του ποιητή Γ. Σεφέρη.
1973: Φλεβάρης – Μάρτης: Τα γεγονότα της Νομικής, προπομπός του Πολυτεχνείου, με καταλήψεις και πορείες με συμμετοχή χιλιάδων φοιτητών. Διαδηλώσεις και σε Θεσσαλονίκη – Πάτρα.
23-25/5: Απόπειρα αντιδικτατορικού κινήματος στο Ναυτικό, ανταρσία του αντιτορπιλικού «Βέλος», που καταφεύγει στην Ιταλία. 36 μέλη του πληρώματος ζητούν πολιτικό άσυλο.
14-17/11: Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Επιβολή στρατιωτικού νόμου.
25/11: Ο Γ. Παπαδόπουλος ανατρέπεται από τον Δ. Ιωαννίδη.
1974: Ιούλης: Προσπάθεια της κυβέρνησης Ιωαννίδη να ανατρέψει τον Μακάριο στην Κύπρο, δίνει στην Τουρκία την αφορμή για να εισβάλει στο νησί. Η κυβέρνηση Ιωαννίδη καταρρέει και στις 24/7 ο Καραμανλής επιστρέφει από το Παρίσι και σχηματίζει «κυβέρνηση εθνικής ενότητας». Αρχίζει η περίοδος της Μεταπολίτευσης.
1975: Αύγουστος: Γίνεται η δίκη των πραξικοπηματιών. Οι βασικοί συντελεστές καταδικάζονται σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία. Ωστόσο, το αδίκημά τους χαρακτηρίζεται «στιγμιαίο» και η ποινή μετατρέπεται σε ισόβια. Για να χρυσώσει το χάπι, ο Καραμανλής δήλωσε τότε πως «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια». Βέβαια, οι περισσότεροι απελευθερώθηκαν πολύ πριν από το θάνατό τους…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.