8.2.18

Η Μέρα που Πέθανε ο Μάρκος Βαμβακάρης και Ήρθε η «Συντέλεια του Κόσμου»

«Ο Μάρκος ήθελε να πεθάνει με το μπουζούκι στο χέρι, με ένα τραγούδι στα χείλη», γράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στα ΝΕΑ της 9ης Φεβρουαρίου 1972, την ημέρα της κηδείας του Μάρκου Βαμβακάρη, του λαϊκού μουσικοσυνθέτη που θα έμενε για πάντα στην ιστορία ως ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου τραγουδιού.


Προτού αποκτήσει αυτό το μοναδικό παρατσούκλι, οι Συριανοί αποκαλούσαν τον αμούστακο ακόμη Μάρκο, «Φράγκο», καθώς οι γονείς του ανήκαν στην ακμάζουσα κοινότητα των καθολικών της Σύρου. Γεννημένος στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας, στις 10 Μαΐου 1905, ο Μάρκος επρόκειτο να είναι το πρώτο από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη.

Η οικογένεια Βαμβακάρη βγάζει το μεροκάματό της από τη γεωργία και επιβιώνει με δυσκολία. Ωστόσο, φέρει το μικρόβιο της μουσικής, αφού ο παππούς του Μάρκου γράφει τραγούδια, την ώρα που ο πατέρας του παίζει ζαμπούνα -δηλαδή γκάιντα- στα πανηγύρια του νησιού, για να ενισχύσει το οικογενειακό εισόδημα. Σε αυτές τις εκδηλώσεις ο πρωτότοκος γιος συχνά συνοδεύει τον πατέρα του, παίζοντας τουμπί, ένα είδος νησιώτικου τυμπάνου.

Ο Μάρκος αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σχολείο από πολύ μικρός, όταν στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού ο πατέρας του κατατάσσεται στον Στρατό και εκείνος πιάνει δουλειά με τη μητέρα του σε ένα κλωστήριο. Τα επόμενα χρόνια, αφήνει τη Σύρο για τον Πειραιά.

Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Βαμβακάρης καταπιάνεται με πολύ σκληρές δουλειές, όπως λιμενεργάτης και εκδορέας σε σφαγεία. Εγκατεστημένος στα Ταμπούρια, τα βράδια συχνάζει στους γνωστούς «τεκέδες», όπου και νεαρός ακόμη έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το μπουζούκι. Το λαϊκό όργανο τον γοητεύει και αποφασίζει να μάθει να παίζει μόνος του, λόγω έλλειψης χρημάτων. Σύντομα θα παντρευτεί και την πρώτη του γυναίκα, τη Ζιγκοάλα, με την οποία, ωστόσο, θα πάρει γρήγορα διαζύγιο. Μάλιστα, θα την αντιπαθήσει όσο λίγους ανθρώπους, αφού μετά τον χωρισμό τους εκείνη είχε οικονομικές απαιτήσεις. Για να αποφύγει την κατάσχεση των πνευματικών δικαιωμάτων του από τις δικαστικές διαμάχες με τη Ζιγκοάλα, πολλές φορές ο Μάρκος Βαμβακάρης αναγκάζεται να καταχωρήσει τα τραγούδια του σε ονόματα φίλων, όπως του Σπύρου Περιστέρη και του Μίνωα Μάτσα. Για τη Ζιγκοάλα, ο ρεμπέτης θα έγραφε αργότερα το τραγούδι το «Διαζύγιο».

Ο Βαμβακάρης κατατάσσεται στον Στρατό το 1925 και μετά την απόλυσή του εγκαινιάζει μια μακρά περίοδο πλούσιας μουσικής παραγωγής, αφού μέχρι το 1933 θα γράψει πάνω από 50 τραγούδια. Μετά από μεγάλη πίεση του Σπύρου Περιστέρη, θα ηχογραφήσει στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μια μεριά είχε το «Καραντουζένι» και από την άλλη μεριά το σόλο ζεϊμπέκικο «Αράπ».
Την επόμενη χρονιά, ο ρεμπέτης δημιουργεί με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα με το όνομα «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Ο Βαμβακάρης θα ανοίξει το δικό του μαγαζί στα Άσπρα Χώματα, όμως ελλείψει άδειας από τις αστυνομικές Αρχές, θα αναγκαστεί να το κλείσει και για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια θα επιστρέψει στη Σύρο. Παίζει μουσική με τον Μπάτη για περίπου δύο μήνες σε ένα μαγαζί της παραλίας και αφού γυρίσει στον Πειραιά, γράφει τη «Φραγκοσυριανή», ίσως το δημοφιλέστερο τραγούδι του και πραγματικό έπος για το ρεμπέτικο.

Τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον Βαμβακάρη, που λόγω της λογοκρισίας περιορίζει τον βαρύ «χασικλίδικο» χαρακτήρα των τραγουδιών του. Ο ίδιος θα πει αργότερα πως αυτή η απόφασή του ήταν μια δημιουργική μεταστροφή. Η ιστορία φαίνεται να τον δικαιώνει, αφού τα χρόνια μέχρι και το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι τα πλέον παραγωγικά της καριέρας του. Πολλά τραγούδια του Βαμβακάρη κυκλοφορούν σε δίσκους και ο ίδιος γίνεται πανελλήνια γνωστός, κάνοντας περιοδείες στη Θεσσαλονίκη, τον Βόλο, τη Λάρισα και άλλες πόλεις τις χώρας. Η δημοτικότητά του είναι τέτοια, που σε μια από τις συναυλίες του στη Θεσσαλονίκη πηγαίνουν να τον παρακολουθήσουν 50.000 άνθρωποι, αριθμός ασύλληπτος για τα δεδομένα της εποχής. Φαίνεται ότι ο Βαμβακάρης είχε ιδιαίτερη σχέση με την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, αφού θα γράψει το «Το 1912» -χρονιά που απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη -, ένα τραγούδι στο οποίο αποθεώνει την πόλη. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι ο ρεμπέτης δεν έγραψε ούτε ένα τραγούδια για τον Πειραιά, όπου έζησε από 12 ετών και δημιούργησε μεγάλο μέρος του έργου του
.
Την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου, ο Βαμβακάρης ακολουθεί το κλίμα της εποχής, αφιερώνοντας τραγούδια του στις νίκες του Ελληνικού Στρατού στο αλβανικό μέτωπο, όπως τα «Γεια σας Φανταράκια μας» και «Το Όνειρο του Μπενίτο». Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, οι εμφανίσεις του στον Βοτανικό σταματούν και ο ίδιος απλώς προσπαθεί να επιβιώσει. Το 1941 πεθαίνει ο αδερφός του Λεονάρδος και το 1942 η μητέρα του. Αν και στα χρόνια του εκείνα θα χάσουν τη ζωής τους πολλές προσωπικότητες της λαϊκής και ρεμπέτικης μουσικής σκηνής -όπως οι Παναγιώτης Τούντας, Κώστας Σκαρβέλης, Γιοβάν Τσαούς- ο Βαμβακάρης επιβιώνει και το 1942 παντρεύεται τη δεύτερη σύζυγό του, Ευαγγελία, με την οποία θα αποκτήσουν πέντε παιδιά, από τα οποία τα δύο θα πεθάνουν σε μικρή ηλικία. Ο γάμος τους ήταν ορθόδοξος και γι’ αυτό το λόγο ο Μάρκος Βαμβακάρης θα αφοριστεί από την Καθολική Εκκλησία. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1966, θα του δοθεί ξανά η Θεία Κοινωνία των καθολικών.

Μετά την Απελευθέρωση και παρά την κρίση της ελληνικής μουσικής βιομηχανίας, ο Μάρκος Βαμβακάρης ξεκινάει να βγάζει ξανά δίσκους, περνώντας τη δεύτερη μεγάλη ακμή της καριέρας του. Οι μεγάλες επιτυχίες των τραγουδιών του, που φέρνουν χιλιάδες πωλήσεις και η συνεργασία του με τον Παπαϊωάννου στη γνωστή ταβέρνα του Καλαματιανού φέρνουν τον Μάρκο Βαμβακάρη και πάλι στην κορυφή του ρεμπέτικου. Ωστόσο, ο ρεμπέτης σύντομα θα αρρωστήσει και πάσχοντας από παραμορφωτική αρθρίτιδα, θα αναγκαστεί να σταματήσει τις εμφανίσεις, λόγω της σταδιακής απώλειας της δεξιοτεχνίας του.

Όταν ο Βαμβακάρης αποφασίζει να επιστρέψει, η μουσική βιομηχανία τον θεωρεί «ξεπερασμένο» και τον έχει ήδη ξεχάσει, με τις δισκογραφικές εταιρείες να μην ενδιαφέρονται για τα τραγούδια του, σε μία εποχή του το λαϊκό κερδίζει συνεχώς έδαφος έναντι του ρεμπέτικου. Η ζωή του ρεμπέτη παίρνει δυσάρεστη τροπή. Περιθωριοποιημένος και προσπαθώντας να επιβιώσει με τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, ο «πατριάρχης» καταφεύγει σε χωριά της επαρχίας, για να βρει μεροκάματο. Ο κόσμος διψάει να τον ακούσει, ωστόσο η αμοιβή του δεν είναι ανάλογη, αφού δεν πληρώνεται σε χρήματα, αλλά σε είδη πρώτης ανάγκης: Ο κόσμος του προσφέρει κότες, αυγά, φακές, φασόλια και ό,τι άλλο καλλιεργούσε, για να τον ακούσει ζωντανά
.
Αφίσα που διαφημίζει το «ρομαντικόν μπαρ» του Μάρκου Βαμβακάρη στα Άσπρα Χώματα.
Η φυγή της οικογένειας Βαμβακάρη στην ελληνική επαρχία δεν βελτιώνει την οικονομική κατάστασή της και το 1955 ταξιδεύει με τον γιο του Στέλιο στη Σύρο. Οι συντοπίτες του τον αγκαλιάζουν και οι εμφανίσεις του στην ταβέρνα του Λιλή σημειώνουν μεγάλη επιτυχία, με τον κόσμο να στριμώχνεται ο ένας δίπλα στον άλλον, για να ακούσουν τη «Φραγκοσυριανή» και άλλα γνωστά τραγούδια του. Παρά την επιτυχία, ο Βαμβακάρης σύντομα επιστρέφει στον Πειραιά, νιώθοντας νοσταλγία για την οικογένειά του. Η πιο δύσκολη στιγμή για τον ρεμπέτη θα έρθει εκείνη την περίοδο, όταν, αδυνατώντας να βρει δουλειά, αναγκάζεται να προστρέξει στη «σφουγγάρα», δηλαδή το πιατάκι που έβγαζαν οι μουσικοί στις ταβέρνες, για να ρίξουν λίγα κέρματα οι θαμώνες.
Η ζωή του Βαμβακάρη αλλάζει το 1960, όταν έπειτα από πρωτοβουλία του Βασίλη Τσιτσάνη, κυκλοφορούν από την Columbia παλιά και νέα τραγούδια του, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέυ και ο Στράτος Διονυσίου. Η νέα παραγωγή είναι άκρως επιτυχημένη και ο Μάρκος έχει την ευκαιρία να δουλέψει ξανά στα λαϊκά πάλκα, κάνοντας το 1966 την πρώτη εμφάνισή του σε μπουάτ στην Πλάκα, ενώ ακολουθεί η συναυλία στο θέατρο Κεντρικόν, τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς και στη συνέχεια πολλές εμφανίσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.
Αυτή επρόκειτο να είναι η τελευταία λαμπερή σελίδα στη ζωή του Μάρκου Βαμβακάρη, που πεθαίνει από νεφρική ανεπάρκεια στις 8 Φεβρουαρίου 1972, σε ηλικία 66 ετών, στο διαμέρισμά του στη Νίκαια. Παρά τον αφορισμό του από την Καθολική Εκκλησία, η κηδεία του γίνεται την επόμενη μέρα με την παρουσία και καθολικών ιερέων στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Στο φύλλο των Νέων που κυκλοφόρησε την ημέρα της ταφής του, ένας άλλος μεγάλος του ρεμπέτικου τραγουδιού, ο Βασίλης Τσιτσάνης, θα γράψει για τις στιγμές που ακολούθησαν, μετά την είδηση του θανάτου του «πατριάρχη»:
«Στο κέντρο του κυρ-Αποστόλη, στο Αιγάλεω, για λίγο σώπασαν όλοι. Ύστερα, το γκαρσόνι, ο Λευτέρης ο Μυτιληνιός, ξεκρέμασε από τον τοίχο μια παλιά φωτογραφία του Μάρκου, με χρυσή, μπιχλιμπιδωτή κορνίζα. Την ακούμπησε, με σέβας, πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα, μπροστά από την ορχήστρα κι όλοι την κοίταζαν. “Ε, ρε Μάρκο, φιλαράκο” , είπε αυτός με το μπουζούκι. Και αμέσως όλοι έπιασαν τα όργανα κι άρχισαν να παίζουν τη “Φραγκοσυριανή” δυνατά, κλαμένα, παράφωνα, όμορφα – σα νάτανε το τελευταίο τραγούδι που παίζανε στη ζωή τους. Σα νάτανε, δηλαδή, η συντέλεια του κόσμου και τίποτε άλλο. Ήταν το πρώτο μνημόσυνο του Μάρκου…».
Θοδωρής Χονδρογιάννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.