27.7.16

Oι αντιναζί στρατιώτες της Βέρμαχτ

Στη σημερινή εποχή, η Βέρμαχτ και ακόμα περισσότερο τα Βάφφεν Ες-Ες αναγνωρίζονται δικαίως ως οι πλέον ιδεολογικά φανατισμένοι στρατιωτικοί σχηματισμοί της σύγχρονης ιστορίας.
Αν ωστόσο παρατηρήσει κανείς πιο προσεκτικά την διαδρομή της Βέρμαχτ μέσα στον Πόλεμο, θα διαπιστώσει πως αυτή η συμπαγής, αιματηρή γραμμή από εκστρατείες, μάχες και κτηνώδη αντίποινα στις κατεχόμενες χώρες, διακόπτεται εδώ και εκεί από μικρές ρηγματώσεις.
Παρά την αφομοιωτική δυναμική μιας μαζικής εθνικιστικής και ιμπεριαλιστικής παράνοιας, υπήρξαν φωνές αντίδρασης στην καταστροφή και το χάος ακόμα και μέσα στις τάξεις της Βέρμαχτ. Βλέποντας πως ο ναζισμός δεν κατέστρεφε μόνο τις υπόδουλες χώρες αλλά και την ίδια την Γερμανία, κάποιες χιλιάδες Γερμανοί στρατιώτες και αξιωματικοί έσπασαν τα δεσμά της πειθαρχίας και αντιστάθηκαν για διάφορους λόγους και με διάφορους τρόπους στην εγκληματική ναζιστική πολιτική.
Ήταν οι πρώην κομμουνιστές, σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, δημοκράτες, αντιφασίστες, αγωνιστές κατά του πολέμου, συνδικαλιστές, αντιρρησίες συνείδησης, μέλη αριστερών οργανώσεων, σωματείων και ομάδων. Άνθρωποι που μετρούσαν χρόνια διωγμών και φυλακίσεων και κατά τη διάρκεια του Πολέμου επιστρατεύτηκαν βίαια σε ειδικές μονάδες για να αποτελέσουν τροφή για τα κανόνια, σε διάφορα ευρωπαϊκά πολεμικά μέτωπα.
Τον Οκτώβριο του 1942, με σκοπό να ισοφαριστεί κάπως η τρομερή αιμορραγία στο ανατολικό μέτωπο, η ηγεσία της Βέρμαχτ διεύρυνε τα όρια της επιστράτευσης και ενέκρινε την ένταξη στο στρατό χιλιάδων Γερμανών οι οποίοι ως τότε κρίνονταν ως «ανάξιοι για στρατιωτική υπηρεσία» (Wehrunwürdige). Ο όρος της «αναξιότητας», θεσμοθετημένος στη ναζιστική Γερμανία από το 1935, κάλυπτε ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων, από ποινικούς κατάδικους που εξέτιαν ποινές για κλοπή, ληστεία, απάτη, ανθρωποκτονία, μέχρι κατηγορούμενους για προδοσία και ανατροπή της έννομης τάξης. Η τελευταία κατηγορία φωτογράφιζε τους πολιτικούς αντιφρονούντες, οι οποίοι εκείνη την περίοδο είτε βρίσκονταν υπό αστυνομική επιτήρηση, είτε εξέτιαν ποινές σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης.
«Πειθαρχική» Μεραρχία 999
Η νέα μονάδα ονομάστηκε «Μεραρχία Αναστολής» ή αλλιώς «Πειθαρχική» Μεραρχία 999 (Strafdivision 999) και διατήρησε από την αρχή ως το τέλος τον χαρακτήρα ενός τεράστιου σχηματισμού επιτήρησης και αναμόρφωσης. Η σύνθεσή της μονάδας, από διμοιρία έως σύνταγμα, θα ήταν μικτή, δηλαδή ποινικοί και πολιτικοί θα συνυπήρχαν κυριολεκτικά στα ίδια καταλύματα, οι μονάδες θα ήταν ολιγάριθμες ώστε να επιτυγχάνεται αυστηρή επιτήρηση, ενώ οι αξιωματικοί θα επιλέγονταν με κριτήριο τα ακλόνητα εθνικοσοσιαλιστικά τους φρονήματα. Ακόμα και ο αριθμός 999 –ο τελευταίος στη σειρά αριθμός που επιτρεπόταν να λάβει μια μονάδα πεζικού– επιλέχθηκε για να υποδηλώσει την απόσταση που χώριζε τη Μεραρχία από τις υπόλοιπες μονάδες της Βέρμαχτ.
Είναι χαρακτηριστικό πως η έκδηλη ανησυχία των Ες-Ες και της Γκεστάπο για την αξιοπιστία των νέων στρατιωτών δεν αφορούσε τόσο τους ποινικούς κατάδικους –κάποιοι από τους οποίους σεσημασμένοι εγκληματίες– αλλά τους λεγόμενους «κόκκινους». Στις 4 Φεβρουαρίου, στην Potsdamer Platz του Βερολίνου εκτυλίχθηκαν πρωτοφανείς στιγμές, κατά τη διάρκεια μιας πανηγυρικής συγκέντρωσης επιστράτων που προορίζονταν για το κέντρο εκπαίδευσης της νέας μεραρχίας. Περίπου 400 πρώην πολιτικοί κρατούμενοι που βρίσκονταν ανάμεσα στους επιστρατευμένους ξεκίνησαν να τραγουδούν παλιά κομμουνιστικά εμβατήρια.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, περίπου 28.000 άνδρες πέρασαν από τις μονάδες της Πειθαρχικής Μεραρχίας από τον Οκτώβριο του 1942 έως τον Σεπτέμβριο του 1944. Υπολογίζεται επίσης, πως η αναλογία ανάμεσα στους πολιτικούς αντιφρονούντες και τους καταδικασμένους για ποινικά αδικήματα κυμαινόταν περίπου σε 30-70%. 205 στρατιώτες της μεραρχίας εκτελέστηκαν από γερμανικά στρατοδικεία. Πολλοί από αυτούς στην Ελλάδα.
Η ιστορία αυτών των «άλλων» Γερμανών συνδέθηκε με την χώρα μας για πρώτη φορά τον Μάιο του 1943, όταν με εντολή του Βερολίνου, τα Φρουριακά Τάγματα Ι έως ΙV μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς στα Βαλκάνια και τοποθετήθηκαν στην Πελοπόννησο, ως φρουρές στις περιοχές της Κορίνθου, της Αμαλιάδας και της Καλαμάτας. Την επόμενη χρονιά οι αποστολές αυξήθηκαν και τα Τάγματα έως το καλοκαίρι του 1944 έφτασαν τα 17.
Εδώ ίσως πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως οι στρατιώτες αυτών των ειδικών μονάδων είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος οι ίδιοι «καλοί» Γερμανοί τους οποίους συχνά συναντάμε σε πλήθος γραπτών και προφορικών αφηγήσεων γύρω από την κατοχή στην χώρα μας. Η παράνομη κομμουνιστική οργάνωση που δρούσε στο IV Tάγμα, με έδρα την Αμαλιάδα, έδινε τις εξής κατευθύνσεις στα μέλη της: «Η μόνη λύση είναι να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των κατοίκων –είναι η μόνη λύση. Πρέπει να τους δώσουμε να καταλάβουν ποιοι είμαστε, να τους πούμε ότι είμαστε Αντιφασίστες και ότι είμαστε φίλοι και όχι εχθροί τους».
Ο Φρήντριχ Κάιζερ, στρατιώτης του ΙΙ/999 Τάγματος που τις ίδιες ημέρες είχε εγκατασταθεί στην Κάτω Αχαΐα, περιέγραφε το ξεδίπλωμα του συνωμοτικού ιστού ως εξής: «Ο σύνδεσμος του Τάγματος, σύντροφος Κάρνυ, ήρθε σε επαφή με άνδρες από όλους τους λόχους και ενημέρωσε έμπιστους συντρόφους. Οι σύντροφοι Ζόργκε και Πέτς ήταν οδηγοί φορτηγών, διέσχιζαν όλη την χώρα και μέσα από τις επαφές τους με διάφορες μονάδες, βολιδοσκοπούσαν τις δυνατότητες συντονισμένης δράσης. Οι υπόλοιποι σύντροφοι, μέσα από τις ιδιότητές τους ως σύνδεσμοι, αγγελιαφόροι, γραφείς ή πολυβολητές, έπιαναν συζητήσεις με πολλούς συναδέλφους, χωρίς να εκτίθενται. Μέσα από απομονωμένα φυλάκια ή αναγνωριστικά αποσπάσματα, επιτυγχανόταν συνάντηση με μέλη ή οπαδούς της Αντίστασης».
Αυτές οι περιγραφές, που ομολογουμένως μοιάζουν δύσκολα πιστευτές, πρέπει να συμπληρωθούν από τη μεγάλη εικόνα. Το φθινόπωρο του 1943 η Πελοπόννησος βρισκόταν στη μέγγενη των αντιποίνων, με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις –αποκορύφωμα των οποίων ήταν η καταστροφή των Καλαβρύτων τον Δεκέμβριο– να διαδέχονται η μία την άλλη. Τα Πειθαρχικά Τάγματα διατάχτηκαν να συμμετάσχουν αναγκαστικά σε αυτές τις αιματηρές εκστρατείες, ως μέρος της αναμορφωτικής τους θητείας, και σπάνια μπορούσαν να αποφύγουν τη σύγκρουση με τους αντάρτες. Ωστόσο, ακόμα και μέσα σε συνθήκες μάχης και υπό τη διαρκή απειλή στρατοδικείου και επιτόπου εκτέλεσης, ορισμένοι στρατιώτες των Ταγμάτων κατάφερναν ακόμα και να διοχετεύουν πληροφορίες στους αντάρτες –μέσα από σημειώματα ή και τηλέφωνα– ή να ειδοποιούν τον πληθυσμό σε διάφορα χωριά για την άφιξη μονάδων της Βέρμαχτ, όπως στο χωριό Γεράκι Αχαΐας τον Ιούλιο και σε διάφορες άλλες περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης στα Καλάβρυτα τον Δεκέμβριο.
Όπως είναι φυσικό, η αντιστασιακή αυτή διάθεση δεν εξαντλούνταν σε προσπάθειες υπονόμευσης των σχεδίων της Βέρμαχτ εκ των έσω, ούτε σε έμμεση συνδρομή προς τους Έλληνες αντιστασιακούς. Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούνιο του 1944, το 68ο Γερμανικό Σώμα Στρατού –Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησος– υπολόγισε πως 72 Γερμανοί στρατιώτες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους για να προσχωρήσουν στους αντάρτες. Ωστόσο, η λιποταξία δεν ήταν ούτε αυτονόητη ούτε εύκολα πραγματοποιήσιμη επιλογή.
Oργανωτική δομή
Η ανάγκη να συνεχιστεί η διάβρωση των γερμανικών στρατευμάτων και αντίστοιχα να πυκνώσουν οι τάξεις των αντιφασιστών, δημιούργησε την ανάγκη αναφοράς σε μια σταθερή οργανωτική δομή. Εκεί που ήταν περισσότεροι, κυρίως στην Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και αργότερα τις παραμονές της Απελευθέρωσης, την Θεσσαλία, συγκρότησαν αντιφασιστικές επιτροπές στα πλαίσια των τοπικών μονάδων του ΕΛΑΣ.
Ομπρέλα αυτών των επιτροπών ήταν η Αντιφασιστική Επιτροπή Γερμανών Στρατιωτικών «Ελεύθερη Γερμανία» η οποία επισημοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1944 στο Καρπενήσι ως επίσημο όργανο των Γερμανών αντιφασιστών σε όλη την ανταρτοκρατούμενη ελληνική επικράτεια, και με σκοπό τη διεξαγωγή ενός έντονου προπαγανδιστικού πολέμου, μέσα από έντυπα, προκηρύξεις και εκκλήσεις στις μονάδες της Βέρμαχτ να σταματήσουν τον πόλεμο και να αυτομολήσουν στον ΕΛΑΣ.
Παράλληλα με την συγκρότηση ενός ευδιάκριτου «αντιφασιστικού» γερμανικού μετώπου στις γραμμές του ΕΛΑΣ, οι παράνομοι πυρήνες στα Τάγματα 999 δοκίμασαν να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα: στην ένοπλη εξέγερση.
Μάλλον δεν είναι ευρύτερα γνωστό, αλλά η Ελλάδα –και συγκεκριμένα η Πελοπόννησος– είναι το μοναδικό ίσως μέρος σε όλα τα μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου Γερμανοί στρατιώτες επιχείρησαν πράγματι να στρέψουν τα όπλα εναντίον των συμπατριωτών τους. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1944, οκτώ στρατιώτες του IV Τάγματος που έδρευε στην Αμαλιάδα αφοπλίστηκαν, συνελήφθησαν και τουφεκίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Και οι οκτώ ήταν μέλη της παράνομης επιτροπής του Τάγματος και σχεδίαζαν μια ομαδική ένοπλη εξέγερση που θα εξαπολυόταν σε όλα τα φυλάκια από τον Πύργο μέχρι την Πάτρα και στην οποία θα συμμετείχαν ισχυρές δυνάμεις της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ με την οποία υπήρχε τακτική μυστική επαφή.
Ο επικεφαλής της συνωμοσίας Βέρνερ Ίλλμερ, λίγες ώρες προτού εκτελεστεί, έγραψε στη γυναίκα του: «Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα, δεν θα βρίσκομαι πλέον στη ζωή. Θα έχω εκτελεστεί, γιατί έμεινα πιστός στις ιδέες μου. Μπορείς να είσαι βέβαιη ότι πέθανα ακριβώς όπως έζησα, σαν άντρας και σαν αγωνιστής. Η σωρός μου θα βρίσκεται κατά πάσα πιθανότητα στο νεκροταφείο της Φραγκαβίλλας, κοντά στην Αμαλιάδα. Χαιρέτισέ μου τα παιδιά. Ζήσε καλά! Με αγάπη, Βέρνερ».
• Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία που έγινε στο Δίστομο την περασμένη βδομάδα, στην επέτειο των 72 χρόνων από τη σφαγή. O Ιάσονας Χανδρινός, αναδεικνύει μια άγνωστη πτυχή της αντιφασιστικής Αντίστασης, τη δράση των Γερμανών φαντάρων.
Πηγή: Ergatiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.